Written by
verbal
in
no category
Όμηρος - Review
Όμηρος
(4/5)
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
Σενάριο: Κωνσαντίνος Γιάνναρης
Παίζουν: Άρτο Απαρτιάν, Στάθης Παπαδόπουλος, Γιάννης Στάνκογλου, Μαριλού Κάππα Βαλεοντή
Βασισμένος στο αληθινό περιστατικό της λεωφορειοπειρατείας του ’99, από τον νεαρό Αλβανό που επιχείρησε να επιστρέψει στον πατρίδα του καταλαμβάνοντας ένα λεωφορείο από τη Νέα Μάκρη μαζί με τους επιβάτες -περιπέτεια που έληξε με την εκτέλεση τόσο του «πειρατή» όσο και ενός εκ των ομήρων του από τις αλβανικές ειδικές δυνάμεις-, ο Γιάνναρης παρουσιάζει ίσως την καλύτερη δουλειά του μέχρι σήμερα, και σίγουρα μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.
Σκηνοθετημένος με νεύρο και ένταση, με ασφυκτικά γκρο-πλαν στα πρόσωπα των χαρακτήρων του, με εξαιρετικό ρυθμό στη μονταζιέρα, και τα beat της μουσικής του Νίκου Πατρελάκη να κλωτσάνε το στομάχι στις σωστές στιγμές, ο Όμηρος είναι ό,τι πιο κοντινό σε ψυχολογικό θρίλερ έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική παραγωγή.
Μια παραγωγή αριστοτεχνικά φτιαγμένη, αν αναλογιστεί κανείς τα πενιχρά μέσα που έχει στη διάθεσή του ένας ανεξάρτητος Έλληνας κινηματογραφιστής, η συνολική εικόνα του Ομήρου αδικείται μόνο από την τελική αίσθηση ότι εκμεταλλεύεται περισσότερο τη δύναμη της ιστορίας του απ’ όσο είναι διατεθιμένος να την αποδομήσει και να την αναλύσει, τουλάχιστον δημιουργώντας δυνατότερους χαρακτήρες, με συνασιθηματικό-ψυχολογικό υπόβαθρο πιο στέρεο από μερικές κλεφτές ματιές με υπονοούμενα έξω απ’ τα παράθυρα της κινούμενης φυλακής τους.
Εκεί είναι που εντοπίζεται η αδυναμία της ταινίας, και έρχεται να γύρει την πλάστιγγα προς το μέρος του πρωταγωνιστή της ιστορίας, του Ελιόν, που στην πραγματικότητα το μόνο που θέλει είναι να κάνει τα πράγματα όπως ήταν πριν, όταν είχε περάσει τα σύνορα ως άγραφη σελίδα, με την ελπίδα να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Πριν πηδήξει τη γυναίκα του αφεντικού του, πριν ενοχοποιηθεί απ’ αυτόν για εμπόριο όπλων, πριν βιαστεί από τους φύλακές του, πριν ξεφτιλιστεί στην πατρίδα του.
Όλες αυτές τις ιστορίες για αγιοποίησή του, εγώ δεν τις καταλαβαίνω. Λογικό κι αναμενόμενο βέβαια, μιας και ξεκίνησαν από τους συγγενείς του παιδιού που γνώρισε το θάνατο σ’ αυτό το λεωφορείο, οι οποίοι αν θα ήθελαν ποτέ να δουν την ιστορία του να γίνεται ταινία, σίγουρα δε θα ήθελαν να έχει για πρωταγωνιστή τον Αλβανό που τον οδήγησε στο θάνατο. Αλλά πέρα απ’ αυτό, και πέρα απ’ το ότι δεν παρακολουθούμε μάθημα ιστορίας αλλά ταινία, ακόμη και αν θέλει κανείς να σταθεί στον χαρακτήρα του Ελιόν, θα συναντήσει έναν ανισόρροπο νέο, που είδε τη ζωή του να καταστρέφεται επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει κλειστό το φερμουάρ του (που μεταξύ μας, αν αυτή η γυναίκα ήταν η Θεοφανία Παπαθωμά, εγώ δεν ξέρω πόσοι άντρες θα αντιστέκονταν), και πιάστηκε ο ίδιος Όμηρος σε μια αφελή και ανώριμη ιδέα για το πώς να κερδίσει πίσω τη χαμένη του τιμή. Όλα αυτά, δεν είναι αγιοποίηση του ήρωα, είναι προβλήματα του σεναρίου.
Εκτός κι αν πρέπει πια να κατηγορήσουμε τον Γιάνναρη γιατί υπεννόησε ότι μια (Ελληνίδα) γυναίκα ήταν λίγο… φιλελεύθερη με τη σεξουαλικότητά της! Ε δε γίνεται έτσι να αντιμετωπίζουμε μια ταινία. Εγώ σας προκαλώ να βγάλετε από το μυαλό σας την αληθινή ιστορία, να δείτε την ταινία, και μετά να βγείτε από την αίθουσα και να πείτε ότι δεν ήταν εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, του Collateral.
(4/5)
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
Σενάριο: Κωνσαντίνος Γιάνναρης
Παίζουν: Άρτο Απαρτιάν, Στάθης Παπαδόπουλος, Γιάννης Στάνκογλου, Μαριλού Κάππα Βαλεοντή
Βασισμένος στο αληθινό περιστατικό της λεωφορειοπειρατείας του ’99, από τον νεαρό Αλβανό που επιχείρησε να επιστρέψει στον πατρίδα του καταλαμβάνοντας ένα λεωφορείο από τη Νέα Μάκρη μαζί με τους επιβάτες -περιπέτεια που έληξε με την εκτέλεση τόσο του «πειρατή» όσο και ενός εκ των ομήρων του από τις αλβανικές ειδικές δυνάμεις-, ο Γιάνναρης παρουσιάζει ίσως την καλύτερη δουλειά του μέχρι σήμερα, και σίγουρα μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.
Σκηνοθετημένος με νεύρο και ένταση, με ασφυκτικά γκρο-πλαν στα πρόσωπα των χαρακτήρων του, με εξαιρετικό ρυθμό στη μονταζιέρα, και τα beat της μουσικής του Νίκου Πατρελάκη να κλωτσάνε το στομάχι στις σωστές στιγμές, ο Όμηρος είναι ό,τι πιο κοντινό σε ψυχολογικό θρίλερ έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική παραγωγή.
Μια παραγωγή αριστοτεχνικά φτιαγμένη, αν αναλογιστεί κανείς τα πενιχρά μέσα που έχει στη διάθεσή του ένας ανεξάρτητος Έλληνας κινηματογραφιστής, η συνολική εικόνα του Ομήρου αδικείται μόνο από την τελική αίσθηση ότι εκμεταλλεύεται περισσότερο τη δύναμη της ιστορίας του απ’ όσο είναι διατεθιμένος να την αποδομήσει και να την αναλύσει, τουλάχιστον δημιουργώντας δυνατότερους χαρακτήρες, με συνασιθηματικό-ψυχολογικό υπόβαθρο πιο στέρεο από μερικές κλεφτές ματιές με υπονοούμενα έξω απ’ τα παράθυρα της κινούμενης φυλακής τους.
Εκεί είναι που εντοπίζεται η αδυναμία της ταινίας, και έρχεται να γύρει την πλάστιγγα προς το μέρος του πρωταγωνιστή της ιστορίας, του Ελιόν, που στην πραγματικότητα το μόνο που θέλει είναι να κάνει τα πράγματα όπως ήταν πριν, όταν είχε περάσει τα σύνορα ως άγραφη σελίδα, με την ελπίδα να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Πριν πηδήξει τη γυναίκα του αφεντικού του, πριν ενοχοποιηθεί απ’ αυτόν για εμπόριο όπλων, πριν βιαστεί από τους φύλακές του, πριν ξεφτιλιστεί στην πατρίδα του.
Όλες αυτές τις ιστορίες για αγιοποίησή του, εγώ δεν τις καταλαβαίνω. Λογικό κι αναμενόμενο βέβαια, μιας και ξεκίνησαν από τους συγγενείς του παιδιού που γνώρισε το θάνατο σ’ αυτό το λεωφορείο, οι οποίοι αν θα ήθελαν ποτέ να δουν την ιστορία του να γίνεται ταινία, σίγουρα δε θα ήθελαν να έχει για πρωταγωνιστή τον Αλβανό που τον οδήγησε στο θάνατο. Αλλά πέρα απ’ αυτό, και πέρα απ’ το ότι δεν παρακολουθούμε μάθημα ιστορίας αλλά ταινία, ακόμη και αν θέλει κανείς να σταθεί στον χαρακτήρα του Ελιόν, θα συναντήσει έναν ανισόρροπο νέο, που είδε τη ζωή του να καταστρέφεται επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει κλειστό το φερμουάρ του (που μεταξύ μας, αν αυτή η γυναίκα ήταν η Θεοφανία Παπαθωμά, εγώ δεν ξέρω πόσοι άντρες θα αντιστέκονταν), και πιάστηκε ο ίδιος Όμηρος σε μια αφελή και ανώριμη ιδέα για το πώς να κερδίσει πίσω τη χαμένη του τιμή. Όλα αυτά, δεν είναι αγιοποίηση του ήρωα, είναι προβλήματα του σεναρίου.
Εκτός κι αν πρέπει πια να κατηγορήσουμε τον Γιάνναρη γιατί υπεννόησε ότι μια (Ελληνίδα) γυναίκα ήταν λίγο… φιλελεύθερη με τη σεξουαλικότητά της! Ε δε γίνεται έτσι να αντιμετωπίζουμε μια ταινία. Εγώ σας προκαλώ να βγάλετε από το μυαλό σας την αληθινή ιστορία, να δείτε την ταινία, και μετά να βγείτε από την αίθουσα και να πείτε ότι δεν ήταν εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, του Collateral.