Έχεις αίθουσα; Έχει ουρά; (Μπλογκομέρες - Νύχτα 1η, Πέμπτη 15.09)

Έτοιμη να αναμετρηθεί με το Σινικό Τοίχος ήταν η ουρά που σχηματίστηκε έξω από τις αίθουσες Αττικόν και Απόλλων, 2 ώρες πριν το Φεστιβάλ σηκώσει την αυλαία. Το νέο σύστημα προαγοράς εισιτηρίων, που σκόπευε «να εξαλείψει το δυσάρεστο φαινόμενο των ουρών» στα box office, τελικά κατάφερε μόνο να τις μεταθέσει μερικές ώρες νωρίτερα, δημιουργώντας τη σωστή διάθεση σε όσους περίμεναν τρία τέταρτα της ώρας να φτάσουν στον γκισέ για να μάθουν πως οι κάρτες διαρκείας, που έχουν την ίδια ακριβώς τιμή με πέρυσι, φέτος έχουν πολύ μικρότερη διάρκεια. Μια κάρτα φέτος σου ανοίγει τις πόρτες για τις αίθουσες μόνο 24 φορές, πράγμα που ισοδυναμεί σε δύο μόλις ταινίες την ημέρα.

Τουλάχιστον τα κορίτσια στο ταμείο ήταν πολύ υπομονετικά, έχοντας δεχτεί μάλλον στωικά το μοιραίο: να αφιερώσουν περίπου μισή ώρα σε κάθε πελάτη με κάρτα διαρκείας ή δημοσιογραφική διαπίστευση, κόβοντάς του τα εισιτήρια και για τις 24 προβολές που είχε μοιράσει στο πρόγραμμά του –σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με το χέρι, αφού το ηλεκτρονικό σύστημα τα είχε φτύσει από κάποιο σημείο κι έπειτα.

Βέβαια το όλο κόλπο δε σημαίνει ότι μέχρι την ώρα των πρώτων προβολών οι επισκέπτες είχαν ξεμπερδέψει με τα εισιτήριά τους, αφού οι μικροί φεστιβαλιστές που δεν έχουν σκοπό να κανονίσουν από τις 15 Σεπτέμβρη τις ταινίες που θα δουν στις 25, εξακολουθούν να προτιμούν να κόβουν τα εισιτήρια της εκάστοτε προβολής λίγα λεπτά πριν αρχίσει. Βάλτε αυτούς τους φεστιβαλιστές στην ίδια ουρά με τους προγραμματισμένους σκληροπυρηνικούς, κι έχετε το συνδυασμό που σκοτώνει κάθε ελπίδα έγκαιρης έναρξης της προβολής. Αυτός, σε συνδυασμό με μερικές ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής (δύο ακυρώσεις στις δύο πρώτες μέρες), οδήγησαν σε ένα καινούριο φαινόμενο για τις Νύχτες, αυτό των άδειων αιθουσών και των γεμάτων πεζοδρομίων.

Οπότε δεν είναι περίεργο το ότι ήμασταν γύρω στα 25 άτομα στην αίθουσα του Αττικόν όταν προβλήθηκε εκτάκτως –λόγω ακύρωσης του Lords of Dogtown— το Dark Water, το δια χειρός Walter Salles αμερικανικό remake του ομότιτλου ασιατικού θρίλερ. Στην αγγλόφωνη έκδοση, που δεν παρεκκλίνει καθόλου από την ιαπωνική του Nakata, η Jennifer Connelly παίζει μια χωρισμένη μητέρα που προσπαθεί να βρει μια καλή και οικονομική στέγη για να βάλει πάνω από το κεφάλι το δικό της και της κόρης της, με τον τρόπο που θα έπαιζε μια ναρκωμένη που μπλέκεται στα δίχτυα της πορνείας για εξασφαλίσει τη δόση της. Α, περίμενε, την έχει παίξει αυτή ε; Αυτή η κακομοίρα μάνα-κουράγιο λοιπόν, μπλέκει με ένα στοιχειωμένο διαμέρισμα και ένα κοριτσάκι φάντασμα που δεν είναι μπλαβιασμένο, αλλά θέλει μια μητρική αγκαλιά στο πρότυπο του αμερικάνικου Ring 2.

Το αληθινό φάντασμα που στοιχειώνει την ταινία όμως, είναι ο ρεαλισμός, ένα βάσανο των east-gone-west θρίλερ για το οποίο είχαμε ξαναμιλήσει στο remake του Grudge. Και ναι, τα μεταφυσικά θρίλερ απαιτούν ένα πολύ συγκεκριμένο είδος αληθοφάνειας: πρέπει ο πρωταγωνιστής να βλέπει πράγματα και να μην τον πιστεύει κανείς εκτός από τον θεατή –αλλά ο θεατής πρέπει να πιστεύει. Όταν ξεπεράσεις αυτό το όριο λοιπόν (κάτι στο οποίο συμβάλει και η ασυγκράτητη βιρτουοζιτέ του Salles αλλά άλλο τόσο και το overacting της Connelly), υπάρχει μια πολύ λεπτή ζώνη, μέσα στην οποία μπορείς να μετατρέψεις το μεταφυσικό σου θρίλερ σε ψυχολογικό. Αλλά δυστυχώς ο Salles, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, Polanski δεν είναι, οπότε το μόνο που μένει να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή, είναι το αστικό χάος που μπορεί να προκληθεί αν οι υδραυλικές εγκαταστάσεις αποφασίσουν να επαναστατήσουν κόντρα στην ανθρωπότητα.

Η νύχτα όμως είναι ακόμη νέα, κι ο Δαναός δυο στάσεις μακριά. Με μερικούς γρήγορους ελιγμούς προσπερνάς την ουρά του ταμείου που σκέφτεται να φτιάξει ανθρώπινη αερογέφυρα και να καταλάβει την Κηφισίας, και πιάνεις θέση για το Cronicas, ένα ταινιάκι από το Μεξικό που έχει όλα τα φόντα να περάσει ως πετυχημένο ανεξάρτητο δημοσιογραφικό-αστυνομικό θρίλερ, με την αυθεντική του σκηνοθετική ματιά, τον εξαιρετικό ρυθμό του, έναν διευθυντή φωτογραφίας που κάνει παπάδες και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –ιδίως τον βετεράνο Damian Alcazar. Μάλιστα τα θετικά του στοιχεία είναι τόσο καλά, που μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους μπορεί να σε ενθουσιάσουν τόσο που να μην προσέξεις ότι στην ουσία η ταινία δεν έχει σενάριο.

Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες της χώρας του αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι «ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα».

Αλλά έχεις μετά να τρέξεις να προλάβεις και την πρώτη μεταμεσονύκτια της διοργάνωσης, που δεν είναι άλλη από την πιο αντισυμβατική (αλλά όχι και πιο ανώμαλη) δημιουργία του Takashi Miike, το Izo. Ένα δίωρο (και βάλε) έπος ανεγκέφαλου ξεκοιλιάσματος που μετατρέπει τη νυσταγμένη αίθουσα του Απόλλωνα σε καταρράχτη αίματος. Πέντε λεπτά στην ταινία και η μπλούζα σου έχει ήδη μουσκέψει από τα κόκκινα πιτσιλίσματα από την τελετουργική δολοφονία του σαμουράι Izo. Και μετά έχεις άλλα 120 λεπτά και κάτι ψιλά να τον βλέπεις να περνάει από τα εφτά επίπεδα της κόλασης, ξεβράζοντας οργή και σακατεύοντας ό,τι βρει στο διάβα του για να ικανοποιήσει μια πρωτόγονη δίψα για εκδίκηση. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης πλοκής, η ιερόσυλη κάμερα του Miike που παρακολουθεί τον σαμουράι του να ξεπαστρεύει αδιακρίτως πολεμιστές, μπράβους, πολιτικούς, γέρους, πόρνες, καθωσπρέπει μητέρες, δασκάλες, ακόμη και γλυκούλικα μικρά παιδιά, η σταδιακή μεταμόρφωση του Izo σε δαίμονα, κι ένας παρανοϊκός κιθαρίστας που δίνει ρέστα στα μικρά μουσικά διαλείμματα ανάμεσα στα λουτρά αίματος, κάνουν την ταινία απόλυτο cult δημιούργημα, αλλά εντάξει, μετά τα 60 –βαριά 90—λεπτά, μπορεί και να κουραστείς.


No Responses so far.

Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.