Written by
verbal
in
no category
Μπλογκονύχτες final (Catch Up, Sign Out)
Θα μου πεις οι Νύχτες τέλειωσαν εδώ και μια βδομάδα, εγώ που ήμουνα, αλλά εντάξει, έχουμε και δουλειές και βαριόμαστε να τις κάνουμε. Τελειώσανε την περασμένη Κυριακή με τη γνωστή τελετή απονομής των βραβείων του φεστιβάλ, που έγινε πριν την προβολή της ταινίας λήξης (oι Αδερφοί Grimm, του Terry Gilliam), με την επιτροπή (από νέους και νέες απ’ όλη την Ευρώπη, που σπουδάζουν κινηματογράφο ή κάτι σχετικό), να μαζεύονται στη σκηνή του Αττικόν και να μιλάνε όλες τις γλώσσες του Ισραήλ.
Το βραβείο κοινού πήγε στην Αγρύπνια, του Νίκου Γραμματικού, ο οποίος το παρέλαβε σημειώνοντας ότι αγνοούσε την ύπαρξή του (ο δικός του τρόπος να πει ευχαριστώ στο κοινό που του το έδωσε), το βραβείο σεναρίου Mont Blance (μον-μπλαν-μον-μπλαν -μον-μπλαν-μον-μπλαν), που απονεμήθηκε φέτος για πρώτη φορά, πήγε στον Aku Louhimies για το Frozen Land, το Βραβείο της Πόλης των Αθηνών για την καλύτερη σκηνοθεσία κέρδισε ο Ρώσος Ιλία Κρανόφσκι για την ταινία 4, ενώ με τη Χρυσή Αθηνά και τον τίτλο της Καλύτερης Ταινίας του διαγωνιστικού, τιμήθηκε το Κάτι σαν Ευτυχία του Τσέχου Μπόνταν Σλάμα. Ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε (πάλι) φέτος να μην έχω δει ούτε μια από τις τέσσερις βραβευμένες ταινίες, αλλά η Stella που τις είδε όλες, λέει ότι ήρθαν έτσι τα πράματα ώστε φέτος οι βραβευμένες ταινίες να μη βλέπονται.
Γενικά οι ταινίες της διοργάνωσης κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, με ελάχιστες να μπορούν να δώσουν στο φεστιβάλ ένα κάποιο στίγμα. Ξεχώρισε φυσικά το αφιέρωμα στον Kim Ki Duk και τη φιλμογραφία του, το οποίο ίσως να ήταν ένα από τα πιο πετυχημένα αφιερώματα σε σκηνοθέτες, στην ιστορία του φεστιβάλ, αφού οι περισσότερες από τις ταινίες ήταν σχεδόν sold-out (και δύο-τρεις ήταν τελείως sold-out), αλλά απογοήτευσε δυστυχώς το πρόγραμμα των μεταμεσονύχτιων προβολών, που πάντα ήταν ένα από τα δυνατά σημεία της διοργάνωσης. Τα blockbusters των Ειδικών Προβολών δεν πολυενθουσίασαν κανέναν, αυτό όμως είναι ενδεικτικό της χρονιάς που θα ακολουθήσει, γιατί μη νομίζετε, εκτός απ’ τον King Kong και το Munich, έτσι είναι όλες οι ταινίες που περιμένουμε φέτος.
Από εικόνες και στιγμές, εγώ κρατάω:
Το Junebug, την ταινία που με έκανε επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να καταλάβω γιατί το βλέμμα των φίλων μου μαλακώνει και γλυκαίνει όταν μιλάνε για αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά (ενώ εμένα γεμίζει εικόνες απ’ το Evil Dead και τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών –άλλη σχολή παιδί μου). Η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ.
Το Κακό, ελληνικό zombie-flick του Γιώργου Νούσια, το οποίο αξίζει όχι μόνο το εκστατικό και παρατεταμένο χειροκρότημα που του προσέφερε το κοινό, αλλά και ευρεία διανομή στις αίθουσες. Θα μπορούσε να κοντράρει στα ίσια όλες τις σύγχρονες ταινίες με ζόμπι (τύπου 28 Μέρες Μετά και το remake του Dawn of the Dead) αν δεν τις αντέγραφε τόσο εξόφθαλμα κι αν οι ερμηνείες δεν ήταν τόσο κουραστικά ερασιτεχνικές. Αν υπάρχει μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη φετινή διοργάνωση, είναι αυτή.
Το Rocky Horror Picture Show, που στη μεταμεσονύχτια προβολή του έλαχε της σωστής αντιμετώπισης από το κοινό. Ότι θα έβλεπα κωλόχαρτα, ρύζια, νερά και προσβολές να εκτοξεύονται μέσα στην αίθουσα του Απόλλωνα, δεν το περίμενα ποτέ στη ζωή μου.
Η Καρδιά του Κτήνους, που μπορεί να είναι η χειρότερη ταινία του Ρένου (Χαραλαμπίδη), αλλά ακόμη κι εδώ φαίνεται ότι ο τύπος βρίσκεται σε άλλο κινηματογραφικό επίπεδο από τους ντόπιους συναδέλφους του. Απορρίπτει τον κανόνα των κοινωνικών δραμάτων που πνίγονται στη μιζέρια τους και των σαχλοκωμωδιών τηλεοπτικού επιπέδου που εκβιάζουν το γέλιο με κολεγιακά gags και δίνουν φυσικότητα στους διαλόγους πετώντας το «μαλάκας» ανά 5 λέξεις, μπλέκοντας αρχετυπικές τραγικές ιστορίες με μια ποιητική μορφή κωμωδίας.
Το Hair High, που ok, δεν είναι και καμιά φοβερή ταινία –μπορεί και να βαρεθείς κάπου στα μισά—αλλά τουλάχιστον είναι από τις ταινίες που δίνουν λόγο ύπαρξης σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, με την έννοια ότι αν δεν την έβλεπες εκεί, δε θα την έβλεπες ούτε σε DVD και θα έχανες μερικές στιγμές ακραίου χιούμορ που κανιβαλίζει την αμερικανική λυκειακή παράδοση, συνδυάζοντας το Grease με τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών.
Το Γαλάζιο και Πορτοκαλί, τη 40λεπτη ταινία του Στέφανου Σιταρά που μπορεί να κάνει τους αγγελοπουλικούς να αναθαρρήσουν, βλέποντας ότι αυτή η μεγάλη παράδοση των αργόσυρτων πλάνων και του εξεζητημένα κουλτουρέ ύφους, θα συνεχίσει να υπάρχει για άλλη μια γενιά. Και μπορεί να κάνει τους υπόλοιπους να πάθουν τραμπάκουλο όταν ακούσουν ότι ο σκηνοθέτης της είναι μόλις 14ων ετών.
Το Haute Tension που μου έδωσε να καταλάβω δυο πράγματα: το μέγεθος του κακού που έχουν κάνει στην παγκόσμιο κινηματογράφο οι καλαμποκοφυτείες, και την ολοκληρωτική εισβολή της αμερικανικής σχολής στον γαλλικό κινηματογράφο. Εξαιρετικά σκηνοθετημένο, και με σκηνογράφο και διευθυντή φωτογραφίας που δίνουν ρέστα, το μοναδικό γαλλικό gore που είχα την τύχη να δω, αναπαράγει όλα τα κλισέ των αμερικανικών θρίλερ στην πιο ωμή μορφή τους. Και μετά σου πετάει ένα twist που δίνει σε όλα τους αδιαμφισβήτητο σκοπό και νόημα.
Είδα κι άλλες ταινίες, παίχτηκαν κι ακόμη περισσότερες, αλλά αρκετές απ’ αυτές θα βγουν κανονικά στις αίθουσες οπότε θα έχουμε καιρό να τις ξαναθυμηθούμε, και όσες τελικά ατυχήσουν, θα τις γράφω εδώ στο blog ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, έτσι για να υπάρχουν. Αργότερα όμως, γιατί τώρα έχουμε και Πανόραμα. Τα λέμε πάλι στον Απόλλωνα, ε;
Το βραβείο κοινού πήγε στην Αγρύπνια, του Νίκου Γραμματικού, ο οποίος το παρέλαβε σημειώνοντας ότι αγνοούσε την ύπαρξή του (ο δικός του τρόπος να πει ευχαριστώ στο κοινό που του το έδωσε), το βραβείο σεναρίου Mont Blance (μον-μπλαν-μον-μπλαν -μον-μπλαν-μον-μπλαν), που απονεμήθηκε φέτος για πρώτη φορά, πήγε στον Aku Louhimies για το Frozen Land, το Βραβείο της Πόλης των Αθηνών για την καλύτερη σκηνοθεσία κέρδισε ο Ρώσος Ιλία Κρανόφσκι για την ταινία 4, ενώ με τη Χρυσή Αθηνά και τον τίτλο της Καλύτερης Ταινίας του διαγωνιστικού, τιμήθηκε το Κάτι σαν Ευτυχία του Τσέχου Μπόνταν Σλάμα. Ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε (πάλι) φέτος να μην έχω δει ούτε μια από τις τέσσερις βραβευμένες ταινίες, αλλά η Stella που τις είδε όλες, λέει ότι ήρθαν έτσι τα πράματα ώστε φέτος οι βραβευμένες ταινίες να μη βλέπονται.
Γενικά οι ταινίες της διοργάνωσης κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα, με ελάχιστες να μπορούν να δώσουν στο φεστιβάλ ένα κάποιο στίγμα. Ξεχώρισε φυσικά το αφιέρωμα στον Kim Ki Duk και τη φιλμογραφία του, το οποίο ίσως να ήταν ένα από τα πιο πετυχημένα αφιερώματα σε σκηνοθέτες, στην ιστορία του φεστιβάλ, αφού οι περισσότερες από τις ταινίες ήταν σχεδόν sold-out (και δύο-τρεις ήταν τελείως sold-out), αλλά απογοήτευσε δυστυχώς το πρόγραμμα των μεταμεσονύχτιων προβολών, που πάντα ήταν ένα από τα δυνατά σημεία της διοργάνωσης. Τα blockbusters των Ειδικών Προβολών δεν πολυενθουσίασαν κανέναν, αυτό όμως είναι ενδεικτικό της χρονιάς που θα ακολουθήσει, γιατί μη νομίζετε, εκτός απ’ τον King Kong και το Munich, έτσι είναι όλες οι ταινίες που περιμένουμε φέτος.
Από εικόνες και στιγμές, εγώ κρατάω:
Το Junebug, την ταινία που με έκανε επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να καταλάβω γιατί το βλέμμα των φίλων μου μαλακώνει και γλυκαίνει όταν μιλάνε για αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά (ενώ εμένα γεμίζει εικόνες απ’ το Evil Dead και τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών –άλλη σχολή παιδί μου). Η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ.
Το Κακό, ελληνικό zombie-flick του Γιώργου Νούσια, το οποίο αξίζει όχι μόνο το εκστατικό και παρατεταμένο χειροκρότημα που του προσέφερε το κοινό, αλλά και ευρεία διανομή στις αίθουσες. Θα μπορούσε να κοντράρει στα ίσια όλες τις σύγχρονες ταινίες με ζόμπι (τύπου 28 Μέρες Μετά και το remake του Dawn of the Dead) αν δεν τις αντέγραφε τόσο εξόφθαλμα κι αν οι ερμηνείες δεν ήταν τόσο κουραστικά ερασιτεχνικές. Αν υπάρχει μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη φετινή διοργάνωση, είναι αυτή.
Το Rocky Horror Picture Show, που στη μεταμεσονύχτια προβολή του έλαχε της σωστής αντιμετώπισης από το κοινό. Ότι θα έβλεπα κωλόχαρτα, ρύζια, νερά και προσβολές να εκτοξεύονται μέσα στην αίθουσα του Απόλλωνα, δεν το περίμενα ποτέ στη ζωή μου.
Η Καρδιά του Κτήνους, που μπορεί να είναι η χειρότερη ταινία του Ρένου (Χαραλαμπίδη), αλλά ακόμη κι εδώ φαίνεται ότι ο τύπος βρίσκεται σε άλλο κινηματογραφικό επίπεδο από τους ντόπιους συναδέλφους του. Απορρίπτει τον κανόνα των κοινωνικών δραμάτων που πνίγονται στη μιζέρια τους και των σαχλοκωμωδιών τηλεοπτικού επιπέδου που εκβιάζουν το γέλιο με κολεγιακά gags και δίνουν φυσικότητα στους διαλόγους πετώντας το «μαλάκας» ανά 5 λέξεις, μπλέκοντας αρχετυπικές τραγικές ιστορίες με μια ποιητική μορφή κωμωδίας.
Το Hair High, που ok, δεν είναι και καμιά φοβερή ταινία –μπορεί και να βαρεθείς κάπου στα μισά—αλλά τουλάχιστον είναι από τις ταινίες που δίνουν λόγο ύπαρξης σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, με την έννοια ότι αν δεν την έβλεπες εκεί, δε θα την έβλεπες ούτε σε DVD και θα έχανες μερικές στιγμές ακραίου χιούμορ που κανιβαλίζει την αμερικανική λυκειακή παράδοση, συνδυάζοντας το Grease με τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών.
Το Γαλάζιο και Πορτοκαλί, τη 40λεπτη ταινία του Στέφανου Σιταρά που μπορεί να κάνει τους αγγελοπουλικούς να αναθαρρήσουν, βλέποντας ότι αυτή η μεγάλη παράδοση των αργόσυρτων πλάνων και του εξεζητημένα κουλτουρέ ύφους, θα συνεχίσει να υπάρχει για άλλη μια γενιά. Και μπορεί να κάνει τους υπόλοιπους να πάθουν τραμπάκουλο όταν ακούσουν ότι ο σκηνοθέτης της είναι μόλις 14ων ετών.
Το Haute Tension που μου έδωσε να καταλάβω δυο πράγματα: το μέγεθος του κακού που έχουν κάνει στην παγκόσμιο κινηματογράφο οι καλαμποκοφυτείες, και την ολοκληρωτική εισβολή της αμερικανικής σχολής στον γαλλικό κινηματογράφο. Εξαιρετικά σκηνοθετημένο, και με σκηνογράφο και διευθυντή φωτογραφίας που δίνουν ρέστα, το μοναδικό γαλλικό gore που είχα την τύχη να δω, αναπαράγει όλα τα κλισέ των αμερικανικών θρίλερ στην πιο ωμή μορφή τους. Και μετά σου πετάει ένα twist που δίνει σε όλα τους αδιαμφισβήτητο σκοπό και νόημα.
Είδα κι άλλες ταινίες, παίχτηκαν κι ακόμη περισσότερες, αλλά αρκετές απ’ αυτές θα βγουν κανονικά στις αίθουσες οπότε θα έχουμε καιρό να τις ξαναθυμηθούμε, και όσες τελικά ατυχήσουν, θα τις γράφω εδώ στο blog ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, έτσι για να υπάρχουν. Αργότερα όμως, γιατί τώρα έχουμε και Πανόραμα. Τα λέμε πάλι στον Απόλλωνα, ε;
Διαβάστε το aftermath της Stellas εδώ