Written by
verbal
in
no category
3-Iron - Review
3-Iron - Ολομόναχοι Μαζί
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Kim Ki-Duk
Σενάριο: Kim Ki-Duk
Παίζουν: Lee Seung-Yeon, Jae Hee, Ju Jin-Mo
(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Προλογίζοντας την ταινία του, ο αγαπημένος του ελληνικού art-house κοινού Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης, μας προειδοποίησε ότι μόλις αρχίσουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους θα θέλουμε γρήγορα να φύγουμε από την αίθουσα και να πάμε σπίτι μας. Για να αυτοκτονήσουμε, υπέθεσα, αλλά δεν ήταν έτσι. Το κάθε άλλο.
Η νέα του (σχετικά) ταινία, απλώνει τις εκκωφαντικές σιωπές της γύρω από την ιστορία ενός πιτσιρικά που περνάει τις μέρες του μπαίνοντας στα σπίτια αγνώστων που λείπουν για διακοπές, και γίνεται για μια μέρα μέρος της οικογένειάς τους. Ερήμην τους βέβαια, και προφανώς γι’ αυτό ο Ki-Duk υπέθεσε ότι θα θέλουμε να σπεύσουμε σπίτι, να δούμε ποιον θα βρούμε μέσα. Αλλά ο 44χρονος σκηνοθέτης, όσο κι αν έχει γυρίσει τον κόσμο για να δείξει τις ταινίες του σε φεστιβάλ, την ελληνική κουλτούρα δεν την έχει κατακτήσει ακόμη. Γιατί ξέχασε ότι ο ήρωάς του ξεπληρώνει τη φιλοξενία βάζοντας μπουγάδα και κάνοντας επιδιορθώσεις σε ό,τι βρει χαλασμένο στα σπίτια που επισκέπτεται. Εγώ ας πούμε, αν ήξερα ότι είναι κάποιος σπίτι μου και θέλει να μείνει μόνος του για να μου βάλει σίδερο, δε θα είχα καμία πρεμούρα να γυρίσω.
Το κάρμα τα φέρνει έτσι ώστε ο νεαρός, μπαίνοντας σε μια πολυτελή έπαυλη, πετυχαίνει μια πανέμορφη κοπέλα την οποία κακομεταχειρίζεται ο σύζυγός της. Ο νεαρός, αφού εξουδετερώσει τον άντρα της με ένα σιδερένιο, νούμερο 3 μπαστούνι του γκολφ (εξ ου και ο τίτλος), γίνεται ο ιππότης της και προσφέρει την BMW μηχανή του για άσπρο άλογο. Η κοπέλα ενθουσιάζεται με την αλλόκοτη ζωή του τύπου και γίνεται συνεργός, όμως ο άντρας της έχει σκοπό να τη βρει και να την πάρει πίσω.
Ο απλούστατος σεναριακός πυρήνας του «αγόρι σώζει κορίτσι από τον κακό βασιλιά κι αυτός διψάει για εκδίκηση», γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Ki-Duk ζωγραφίζει άλλη μια παράδοξη ερωτική ιστορία, διανθισμένη με ματιές στην καθημερινότητα των Νοτιοκορεατών, αργούς, μεθυστικούς ρυθμούς και φυσικά τις γνωστές του, εκκωφαντικές σιωπές που αποτελούν από την αρχή της καριέρας του έναν ξεχωριστό και αυτάρκη χαρακτήρα από μόνες τους.
Το γεγονός ότι οι ήρωές του μιλάνε ελάχιστα, είναι βέβαια το πιο αναγνωρίσιμο σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, όπως και το ότι τις χειρίζεται με τρόπο που δίνει στις ταινίες του μια υφή αλλόκοσμη και μεταφυσική. Δεν θα προσποιηθώ βέβαια ότι δεν είναι πιθανό να κουράσουν κάποιους θεατές, αλλά σίγουρα θα βρουν πολύ περισσότερους που θα τους μαγέψουν.
Ο ίδιος λέει ότι τις χρησιμοποιεί για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στις στιγμές που οι ήρωές του τις σπάνε, αλλά εγώ έχω την αίσθηση πως –μιας και πρόκειται άλλωστε για ερωτικές ιστορίες- οι σιωπές του λειτουργούν καλύτερα ως συμβολισμός-αντιπαράθεση στην ανυπόφορη βαβούρα των νεαρών εραστών που ψάχνουν ο ένας τον άλλον στην ακατάσχετη φλυαρία –όπως είχαν πει κάποιοι κάποτε, Words are Very Unnecessary. Όπως και να ’χει πάντως, έστω κι απ’ αυτήν την άποψη η ταινία και –όπως και όλες οι ταινίες του Ki-Duk- είναι ανοιχτή σε ερμηνείες, και αυτό είναι βασικό προαπαιτούμενο για μια καλή ταινία auteur.
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Kim Ki-Duk
Σενάριο: Kim Ki-Duk
Παίζουν: Lee Seung-Yeon, Jae Hee, Ju Jin-Mo
(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Προλογίζοντας την ταινία του, ο αγαπημένος του ελληνικού art-house κοινού Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης, μας προειδοποίησε ότι μόλις αρχίσουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους θα θέλουμε γρήγορα να φύγουμε από την αίθουσα και να πάμε σπίτι μας. Για να αυτοκτονήσουμε, υπέθεσα, αλλά δεν ήταν έτσι. Το κάθε άλλο.
Η νέα του (σχετικά) ταινία, απλώνει τις εκκωφαντικές σιωπές της γύρω από την ιστορία ενός πιτσιρικά που περνάει τις μέρες του μπαίνοντας στα σπίτια αγνώστων που λείπουν για διακοπές, και γίνεται για μια μέρα μέρος της οικογένειάς τους. Ερήμην τους βέβαια, και προφανώς γι’ αυτό ο Ki-Duk υπέθεσε ότι θα θέλουμε να σπεύσουμε σπίτι, να δούμε ποιον θα βρούμε μέσα. Αλλά ο 44χρονος σκηνοθέτης, όσο κι αν έχει γυρίσει τον κόσμο για να δείξει τις ταινίες του σε φεστιβάλ, την ελληνική κουλτούρα δεν την έχει κατακτήσει ακόμη. Γιατί ξέχασε ότι ο ήρωάς του ξεπληρώνει τη φιλοξενία βάζοντας μπουγάδα και κάνοντας επιδιορθώσεις σε ό,τι βρει χαλασμένο στα σπίτια που επισκέπτεται. Εγώ ας πούμε, αν ήξερα ότι είναι κάποιος σπίτι μου και θέλει να μείνει μόνος του για να μου βάλει σίδερο, δε θα είχα καμία πρεμούρα να γυρίσω.
Το κάρμα τα φέρνει έτσι ώστε ο νεαρός, μπαίνοντας σε μια πολυτελή έπαυλη, πετυχαίνει μια πανέμορφη κοπέλα την οποία κακομεταχειρίζεται ο σύζυγός της. Ο νεαρός, αφού εξουδετερώσει τον άντρα της με ένα σιδερένιο, νούμερο 3 μπαστούνι του γκολφ (εξ ου και ο τίτλος), γίνεται ο ιππότης της και προσφέρει την BMW μηχανή του για άσπρο άλογο. Η κοπέλα ενθουσιάζεται με την αλλόκοτη ζωή του τύπου και γίνεται συνεργός, όμως ο άντρας της έχει σκοπό να τη βρει και να την πάρει πίσω.
Ο απλούστατος σεναριακός πυρήνας του «αγόρι σώζει κορίτσι από τον κακό βασιλιά κι αυτός διψάει για εκδίκηση», γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Ki-Duk ζωγραφίζει άλλη μια παράδοξη ερωτική ιστορία, διανθισμένη με ματιές στην καθημερινότητα των Νοτιοκορεατών, αργούς, μεθυστικούς ρυθμούς και φυσικά τις γνωστές του, εκκωφαντικές σιωπές που αποτελούν από την αρχή της καριέρας του έναν ξεχωριστό και αυτάρκη χαρακτήρα από μόνες τους.
Το γεγονός ότι οι ήρωές του μιλάνε ελάχιστα, είναι βέβαια το πιο αναγνωρίσιμο σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, όπως και το ότι τις χειρίζεται με τρόπο που δίνει στις ταινίες του μια υφή αλλόκοσμη και μεταφυσική. Δεν θα προσποιηθώ βέβαια ότι δεν είναι πιθανό να κουράσουν κάποιους θεατές, αλλά σίγουρα θα βρουν πολύ περισσότερους που θα τους μαγέψουν.
Ο ίδιος λέει ότι τις χρησιμοποιεί για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στις στιγμές που οι ήρωές του τις σπάνε, αλλά εγώ έχω την αίσθηση πως –μιας και πρόκειται άλλωστε για ερωτικές ιστορίες- οι σιωπές του λειτουργούν καλύτερα ως συμβολισμός-αντιπαράθεση στην ανυπόφορη βαβούρα των νεαρών εραστών που ψάχνουν ο ένας τον άλλον στην ακατάσχετη φλυαρία –όπως είχαν πει κάποιοι κάποτε, Words are Very Unnecessary. Όπως και να ’χει πάντως, έστω κι απ’ αυτήν την άποψη η ταινία και –όπως και όλες οι ταινίες του Ki-Duk- είναι ανοιχτή σε ερμηνείες, και αυτό είναι βασικό προαπαιτούμενο για μια καλή ταινία auteur.