Written by
verbal
in
no category
Cinderella Man – Review
Cinderella Man
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti
Δεν ξέρω αν έφτασε η εποχή που κάθε χρόνο θα έχουμε από μια ταινία για μποξ, με το outsider να περνάει τα μύρια όσα, να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά, να αγκαλιάζει τον τίτλο και στο τέλος να σηκώνει και το Όσκαρ, ξέρω όμως πως σίγουρα ο Stallone δεν το είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο του Rocky ότι θα έδειχνε έναν από τους αγαπημένους δρόμους των παραγωγών για τα χρυσά βραβεία. Πάντως αν τα πράματα συνεχίσουν έτσι, αυτός μπορεί να γίνει και ο σοβαρότερος λόγος να τον μισούμε για ό,τι έκανε στον κινηματογράφο.
Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.
Το σενάριο, που προσωποποιεί στον χαρακτήρα του Braddock και την άνοδό του από τα σακιά των αποβάθρων στα σαλόνια των πολυτελών εστιατορίων τους πόθους αλλά και τη… λεβεντιά του άσπρου κολάρου, αφήνει χώρο για μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην Αμερική της μεγάλης πείνας, πριν συνεχίσει την φορμουλαϊκή του εξέλιξη. Η συγκινήσεις εναλλάσσονται με τους θριάμβους με τον ίδιο ρυθμό που το σκληρό, macho παρουσιαστικό του Russel Crowe αντιπαρατίθεται στην εύθραυστη, στρουμπουλή φατσούλα της Zelwegger, οι γροθιές πέφτουν βροχή, κάπου εκεί στη γωνία των αποβάθρων αχνοφαίνεται ο Brando να φωνάζει “I could ’ve been a contender” αλλά ο Russell είναι αυτός που ακολουθεί την πορεία στην κορυφή χωρίς να ξεχνά ποτέ την καταγωγή του.
Είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος ηθοποιός (άντε να’ ναι και ο Clive Owen) που μπορεί να παίξει χαρακτήρες με αρ*ίδια και αυτό φαίνεται για άλλη μια φορά, στον τρόπο που γεμίζει την οθόνη με τις σκληρές του γωνίες, χωρίς μεγάλη ανάγκη να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η ντόμπρα, βαρβατιλέ ειλικρίνεια είναι η μόνη ευαίσθητη πλευρά του και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Δεν ξέρω αν φέτος θα πάει πάλι για Όσκαρ, αλλά κι αν δεν φιγουράρει στην πεντάδα, δε θα ’ναι δικό του φταίξιμο αλλά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, που υπερτονίζει τις αρετές του, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του θεατή. Όσο για το «προϊόν» του Howard, που είναι εξαιρετικής ποιότητας σε όλους τους τομείς, δεν είναι τίποτα που δεν έχετε ξαναδεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα το ‘φχαριστηθείτε.
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti
Δεν ξέρω αν έφτασε η εποχή που κάθε χρόνο θα έχουμε από μια ταινία για μποξ, με το outsider να περνάει τα μύρια όσα, να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά, να αγκαλιάζει τον τίτλο και στο τέλος να σηκώνει και το Όσκαρ, ξέρω όμως πως σίγουρα ο Stallone δεν το είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο του Rocky ότι θα έδειχνε έναν από τους αγαπημένους δρόμους των παραγωγών για τα χρυσά βραβεία. Πάντως αν τα πράματα συνεχίσουν έτσι, αυτός μπορεί να γίνει και ο σοβαρότερος λόγος να τον μισούμε για ό,τι έκανε στον κινηματογράφο.
Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.
Το σενάριο, που προσωποποιεί στον χαρακτήρα του Braddock και την άνοδό του από τα σακιά των αποβάθρων στα σαλόνια των πολυτελών εστιατορίων τους πόθους αλλά και τη… λεβεντιά του άσπρου κολάρου, αφήνει χώρο για μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην Αμερική της μεγάλης πείνας, πριν συνεχίσει την φορμουλαϊκή του εξέλιξη. Η συγκινήσεις εναλλάσσονται με τους θριάμβους με τον ίδιο ρυθμό που το σκληρό, macho παρουσιαστικό του Russel Crowe αντιπαρατίθεται στην εύθραυστη, στρουμπουλή φατσούλα της Zelwegger, οι γροθιές πέφτουν βροχή, κάπου εκεί στη γωνία των αποβάθρων αχνοφαίνεται ο Brando να φωνάζει “I could ’ve been a contender” αλλά ο Russell είναι αυτός που ακολουθεί την πορεία στην κορυφή χωρίς να ξεχνά ποτέ την καταγωγή του.
Είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος ηθοποιός (άντε να’ ναι και ο Clive Owen) που μπορεί να παίξει χαρακτήρες με αρ*ίδια και αυτό φαίνεται για άλλη μια φορά, στον τρόπο που γεμίζει την οθόνη με τις σκληρές του γωνίες, χωρίς μεγάλη ανάγκη να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η ντόμπρα, βαρβατιλέ ειλικρίνεια είναι η μόνη ευαίσθητη πλευρά του και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Δεν ξέρω αν φέτος θα πάει πάλι για Όσκαρ, αλλά κι αν δεν φιγουράρει στην πεντάδα, δε θα ’ναι δικό του φταίξιμο αλλά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, που υπερτονίζει τις αρετές του, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του θεατή. Όσο για το «προϊόν» του Howard, που είναι εξαιρετικής ποιότητας σε όλους τους τομείς, δεν είναι τίποτα που δεν έχετε ξαναδεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα το ‘φχαριστηθείτε.