Written by
verbal
in
no category
The Constant Gardener - Review
The Constant Gardener – Ο Επίμονος Κηπουρός
(4,5/5)
Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.
Μεταφέροντας στην οθόνη μια από τις καλύτερες νουβέλες του John Le Carre, του μυθιστοριογράφου-ειδήμονα στα κατασκοπικά θρίλερ με λευκούς ανθρώπους σε εξωτικό περιβάλλον, ο Meirelles και ο σεναριογράφος του, Jeffrey Caine (Goldeneye) στήνουν ένα εξαιρετικό θρίλερ που μοιράζεται το χρόνο του με ένα υπέροχο love-story, και εξυψώνεται από τους καλογραμμένους του χαρακτήρες.
Όλα είναι στο σενάριο, το οποίο, ανακοινώνοντας από τα πρώτα λεπτά ότι η Tessa (Weisz) είναι νεκρή, δίνει στα flashbacks που εν είδη αναμνήσεων εδραιώνουν στη RAM μας τη σχέση της με τον Justin (Fiennes), έναν μακάβριο και γλυκόπικρο χαρακτήρα. Έτσι ανοίγει η πόρτα για το state of mind του πρωταγωνιστή: δεν είναι ο εκδικητής-τιμωρός που ξεκινά κυνήγι για δικαιοσύνη οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού, αλλά ένας πικραμένος άντρας, ένας πράος φλώρος που προτιμά να ασχολείται με τον κήπο του παρά με τον πραγματικό κόσμο, όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει περιέργεια. Μια περιέργεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με την παθολογική ευγένεια και την απάθεια της κουλτούρας του, και του αποκαλύπτει το μαρτύριο της ζωής της γυναίκας του. Μέσα από το σοκ του θανάτου της, ο Justin έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη νοσηρότητα της πραγματικής τραγωδίας που η Tessa προσπαθούσε να εξαλείψει, αυτήν που μέχρι τότε δεν ήταν παρά το background της αυξανόμενης μεταξύ τους απόστασης. Η οργή και η αηδία που θα νιώσει, θα γίνει ακόμη πιο δυνατή χάρη στη συνειδητοποίηση ότι αυτός είναι που τόσα χρόνια ήταν πραγματικά νεκρός.
Ο Ralph Fienes, στο μοναδικό καλό ρόλο που έχει σταυρώσει εδώ και τρία χρόνια, παίζει με χαρακτηριστική, βρετανική ευστοχία τον συνεσταλμένο Άγγλο που βλέπει το επιβεβλημένο κέρινο προσωπείο του να λιώνει όταν βγαίνει στον καυτό ήλιο της αφρικανικής πραγματικότητας, ενώ η Rachel Weisz στοιχειώνει με το φάντασμα της Tessa όλη την ταινία, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά πραγματικά μεγάλο υποκριτικό δυναμικό. Ο Meirelles αποσπά δυνατές ερμηνείες από όλο το cast, βγάζει την κάμερα από το στούντιο για να γεμίσει την οθόνη με εικόνες τις εξαθλιωμένης Αφρικής και να κάνει ξεκάθαρο το μήνυμα της ταινίας του, ενώ στα νευρικά πλάνα και τα ασταθή καδραρίσματά του φυλακίζει άψογα την ψυχολογία του ήρωά του, επιδεικνύοντας –αν και με μια δόση ανασφάλειας—την σκηνοθετική του μοναδικότητα.
Όμως τα πραγματικά εύσημα αξίζει ο Cesar Charlone, που σε ξεπλυμμένα σέπια χρώματα ζωγραφίζει τη ζοφερή αμεσότητα της φρίκης, κάνοντας την πραγματικότητα τον τρίτο πρωταγωνιστή. Φαρμακευτικές εταιρείες που δοκιμάζουν τα προϊόντα τους σε ανθρώπινα πειραματόζωα από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι δε μετράνε για αληθινοί. Ή τουλάχιστον, δεν είναι κανείς εκεί να τους μετρήσει.
(4,5/5)
Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.
Μεταφέροντας στην οθόνη μια από τις καλύτερες νουβέλες του John Le Carre, του μυθιστοριογράφου-ειδήμονα στα κατασκοπικά θρίλερ με λευκούς ανθρώπους σε εξωτικό περιβάλλον, ο Meirelles και ο σεναριογράφος του, Jeffrey Caine (Goldeneye) στήνουν ένα εξαιρετικό θρίλερ που μοιράζεται το χρόνο του με ένα υπέροχο love-story, και εξυψώνεται από τους καλογραμμένους του χαρακτήρες.
Όλα είναι στο σενάριο, το οποίο, ανακοινώνοντας από τα πρώτα λεπτά ότι η Tessa (Weisz) είναι νεκρή, δίνει στα flashbacks που εν είδη αναμνήσεων εδραιώνουν στη RAM μας τη σχέση της με τον Justin (Fiennes), έναν μακάβριο και γλυκόπικρο χαρακτήρα. Έτσι ανοίγει η πόρτα για το state of mind του πρωταγωνιστή: δεν είναι ο εκδικητής-τιμωρός που ξεκινά κυνήγι για δικαιοσύνη οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού, αλλά ένας πικραμένος άντρας, ένας πράος φλώρος που προτιμά να ασχολείται με τον κήπο του παρά με τον πραγματικό κόσμο, όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει περιέργεια. Μια περιέργεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με την παθολογική ευγένεια και την απάθεια της κουλτούρας του, και του αποκαλύπτει το μαρτύριο της ζωής της γυναίκας του. Μέσα από το σοκ του θανάτου της, ο Justin έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη νοσηρότητα της πραγματικής τραγωδίας που η Tessa προσπαθούσε να εξαλείψει, αυτήν που μέχρι τότε δεν ήταν παρά το background της αυξανόμενης μεταξύ τους απόστασης. Η οργή και η αηδία που θα νιώσει, θα γίνει ακόμη πιο δυνατή χάρη στη συνειδητοποίηση ότι αυτός είναι που τόσα χρόνια ήταν πραγματικά νεκρός.
Ο Ralph Fienes, στο μοναδικό καλό ρόλο που έχει σταυρώσει εδώ και τρία χρόνια, παίζει με χαρακτηριστική, βρετανική ευστοχία τον συνεσταλμένο Άγγλο που βλέπει το επιβεβλημένο κέρινο προσωπείο του να λιώνει όταν βγαίνει στον καυτό ήλιο της αφρικανικής πραγματικότητας, ενώ η Rachel Weisz στοιχειώνει με το φάντασμα της Tessa όλη την ταινία, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά πραγματικά μεγάλο υποκριτικό δυναμικό. Ο Meirelles αποσπά δυνατές ερμηνείες από όλο το cast, βγάζει την κάμερα από το στούντιο για να γεμίσει την οθόνη με εικόνες τις εξαθλιωμένης Αφρικής και να κάνει ξεκάθαρο το μήνυμα της ταινίας του, ενώ στα νευρικά πλάνα και τα ασταθή καδραρίσματά του φυλακίζει άψογα την ψυχολογία του ήρωά του, επιδεικνύοντας –αν και με μια δόση ανασφάλειας—την σκηνοθετική του μοναδικότητα.
Όμως τα πραγματικά εύσημα αξίζει ο Cesar Charlone, που σε ξεπλυμμένα σέπια χρώματα ζωγραφίζει τη ζοφερή αμεσότητα της φρίκης, κάνοντας την πραγματικότητα τον τρίτο πρωταγωνιστή. Φαρμακευτικές εταιρείες που δοκιμάζουν τα προϊόντα τους σε ανθρώπινα πειραματόζωα από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι δε μετράνε για αληθινοί. Ή τουλάχιστον, δεν είναι κανείς εκεί να τους μετρήσει.