Written by
verbal
in
no category
Masses@Salonica.05
Episode I: A New Hope
«Στηρίζουμε ανεπιφύλακτα τη νέα προσπάθεια». Μ’ αυτές τις πέντε λεξούλες ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης άνοιξε το βράδυ της περασμένης Παρασκευής το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και μ’ αυτές τις πέντε λεξούλες άνοιξε το άρθρο της την περασμένη Δευτέρα η κα Βένα Γεωργακοπούλου στην Ελευθεροτυπία, εγκαινιάζοντας κι επίσημα αυτήν την υπόκωφη μουρμούρα του Τύπου που υποτίθεται ότι μεταφέρει την υπόκωφη μουρμούρα του κοινού και των παροικούντων για τη νέα διοίκηση υπό την οποία τελεί φέτος ο θεσμός.
Η εκπαραθύρωση του Μισέλ Δημόπουλου με την έλευση της Νέας Κυβέρνησης και την ανάληψη των ηνίων του Πολιτισμού της Ελλάδος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είχε σίγουρα προκαλέσει βαβούρα ανησυχίας για τις προθέσεις του Υπουργού-Πρωθυπουργού, την μέλουσα πορεία του Φεστιβάλ, και τις ίδιες τις ικανότητες των νέων
υπευθύνων. Δικαίως, ή αδίκως, δεν το μάθαμε, αφού ο πρώτος άνθρωπος που ανέλαβε το τιμόνι του Φεστιβάλ, ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, δεν άντεξε τα ροκανίσματα από την «παλιά φρουρά» όπως είπε, και προτίμησε να τινάξει το παλτό του, να το ξαναφορέσει, και να βγει απ’ την πόρτα όπως ο Al Pacino στο τέλος του Insider.
Κι ύστερα ήρθε η Δέσποινα Μουζάκη, άνθρωπος με παρελθόν και ακτινοβολία που εμπνέει σεβασμό (κι έχει και κάτι απο Meryl Streep), κι ανέλαβε τα διευθυντικά, για να επιβεβαιώσει τις ικανότητές της στο σκάκι, κάνοντας ματ απ’ την πρώτη κίνηση. Η ανακοίνωση ότι τη θέση του Προέδρου του Φεστιβάλ θα αναλάβει ο γαλομαθής ηθοποιός με ευρεία αναγνώριση στας Ευρώπας, Γιώργος Χωραφάς, προκάλεσε σύγχιση κι αμηχανία στους περισσότερους και μιδιάματα αποδοχής του αντιπάλου στους ψυχραιμότερους. Γιατί αυτός προφανώς ήταν κι ο σκοπός της συγκεκριμένης ανάθεσης: να προκαλέσει σύγχιση κι αμηχανία.
Μιλώ για αντιπάλους, γιατί δεν είναι λίγες οι μάχες που έχουν δοθεί τις τελευταίες μέρες στους χώρους του λιμανιού και την πλατεία Αριστοτέλους, που το Φεστιβάλ έχει φροντίσει να γεμίζουν ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες. Σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος, ανάμεσα στις ανταποκρίσεις του απο τις σκοτεινές αίθουσες, δεν ξεχνά να αφήσει τα ειρωνικά του υποννοούμενα για το πώς το σαλονικιώτικο φεστιβάλ δεν αντέχει τη σύγκριση με τα ευρωπαϊκά του αντίστοιχα, το πώς προσπαθεί να καλύψει τα κενά του γκλάμουρ του με τις βλαχομπαρόκ εξάρσεις σε καθημερινά πάρτυ και το ότι το Φεστιβάλ δε θα μπορούσε να στηρίξει τον διεθνή του χαρακτήρα, δίχως τα δεκανίκια των Κρατικών Βραβείων, που παρ’ ότι απονέμονται εκτός του ΔΦΘ και δεν αποτελούν τμήμα του, γίνονται μόλις μια μέρα μετά τη λήξη του, για να απαιτήσουν την προβολή του συνόλου της ελληνικής παραγωγής μέσα στη διάρκεια του Φεστιβάλ. Μεταξύ μας, δεν έχουν κι άδικο. Εκτός απ' αυτό για τα πάρτυ δηλαδή.
Στο άλλο μέτωπο, οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ έχουν βρει το δικό τους τρόπο να μας ξεκάνουν. Απ’ τη μια, έχουμε τις δημοσιογραφικές προβολές που ξεκινούν απ’ τις 9 το πρωι και τελειώνουν στις 9 το βράδυ –μια ώρα δηλαδή αφού κλείσει το Press Room, οπότε αν υποθέσουμε ότι θέλει κανείς δημοσιογράφος να το χρησιμοποιήσει για να γράψει αυτά που είδε, θα πρέπει να κάνει ριφιφί και να φέρει μαζί του χάκερ για να του ανοίξει τον υπολογιστή. Απ’ την άλλη, έχουμε τις ίδιες τις ταινίες, που πιστέψτε με, μπορούν να στείλουν στον τάφο και τον πιο σκληροπυρηνικό ταινοφάγο. Μέχρι στιγμής, το ελληνικό τμήμα κινείται απο τον mainstream τηλεκινηματογράφο (Η Γυναίκα Είναι...), την αναμάσηση κλισέ (Λιούμπη) και την καλοστημένη νοσταγλία (Χορωδία του Χαρίτωνα) στον αυτισμό (Θυμάμαι), τη σκληροπυρηνική άσκηση φόρμας (Κινέττα) και την προχειρότητα του home-video (Τσίου...). Ευτυχώς υπάρχει το Όνειρο του Σκύλου, ο Όμηρος, και το Γαλάζιο Φόρεμα, να μας θυμίζουν ότι υπάρχουν σκηνοθέτες που όντως μπορούν να εντάξουν τη δάθεσή του να δοκιμάσουν τα όριά τους, σε κάτι που να ενδιαφέρει και τους θεατές που θα τους ακουμπήσουν τα 7 ευρώ τους.
Για την ώρα μένουμε με την αναμονή του νέου σαδομαζοχιστικού έπους του Νίκου Νικολαΐδη, The Zero Years, και την ελπίδα ότι θα έχουμε κι αύριο λίγο κουράγιο να γράψουμε περισσότερα.