Written by
verbal
in
no category
Jarhead - Review
Jarhead – Σύρριζα
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Sam Mendes
Σενάριο: William D. Boyles Jr. (από το βιβλίο του Anthony Swofford)
Παίζουν: Jake Gylenhaal, Peter Sarsgaard, Jamie Foxx
Δείτε το trailer
Μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του American Beauty, ο Sam Mendes αφιέρωσε τρία χρόνια στην προετοιμασία του οπτικά αποχαυνωτικού, αλλά εντυπωσιακά κενού σεναριακά, Road to Perdition. Φέτος, τρία χρόνια μετά και το έπος του για το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης επιστρέφει με μια ταινία που θα προκαλέσει μάλλον σύγχυση και διχογνωμία στο κοινό, παρά καθαρά απογοήτευση, ή ενθουσιασμό.
Το Jarhead, είναι μια πολεμική ταινία χωρίς μάχες, και μ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πολεμική ταινία για τον τρόπο διεξαγωγής του σύγχρονου πολέμου: με μηδαμινή ανθρώπινη συμμετοχή. Βασιζόμενος στο ομότιτλο βιβλίο των απομνημονευμάτων του βετεράνου Anthony Swofford, ο Mendes εικονογραφεί (με εντυπωσιακή, για άλλη μια φορά, ματιά) την απανθρωποποίηση μιας ομάδας πεζοναυτών, απ’ τις “Full Metal Jacket” μέρες τις εκπαίδευσής τους, ως τους μήνες που περνούν άπραγοι στην έρημο της Σ. Αραβίας, περιμένοντας έναν πόλεμο που αργεί βασανιστικά να τους υποδεχτεί. Και αυτό λίγο-πολύ είναι και το στόρι. Μόνο που στο τέλος έχει και μια μάχη, που κράτησε «τέσσερις μέρες, τέσσερις ώρες και ένα λεπτό.» Αυτός είναι ο πόλεμος του πεζοναύτη Anthony Swofford.
Η ειρωνεία του Mendes, που χάρισε στην πρώτη του ταινία το απολαυστικό της ξεδίπλωμα, αυτή τη φορά στρέφεται προς αυτόν που κάθεται απέναντι από την οθόνη, καθώς ο Βρετανός σκηνοθέτης απογυμνώνει την ταινία του απ’ ό,τι θα περίμεναν θεατές και ήρωες να δουν και να ζήσουν σ’ έναν πόλεμο. Από την οπτική του πεζοναύτη σε έναν πόλεμο που πολέμησε η αεροπορία, ο Mendes προσφέρει την πιο αργή, βαρετή και κουραστική εκδοχή της ιστορίας, αλλά όχι απαραίτητα και την πιο αδιάφορη.
Οι ήρωές του, ένα μάτσο παιδιά με τρομπαρισμένη τεστοστερόνη, απομονωμένα στην κόλαση της ερήμου του Κουβέιτ, βλέπουν το Αποκάλυψη Τώρα, και διψούν για τη μυρωδιά του ναπάλμ το πρωί. Έχουν στο μυαλό τους την εικόνα που η pop κουλτούρα τους έχει αντιστοιχίσει στη λέξη πόλεμος, και περιμένουν να τη ζήσουν. Απαιτούν να τη ζήσουν. Αλλά η πραγματικότητα τους κρατά μακριά. Θα περίμενε κανείς να είναι ευγνώμονες για κάθε μέρα που περνούν σώοι και ασφαλείς, όμως αυτά τα παιδιά δεν αυτό που θα περίμενε κανείς. Είναι πεζοναύτες, είναι εκπαιδευμένες φονικές μηχανές, που όσο περνάει ο καιρός και μένουν αχρησιμοποίητες, σκουριάζουν. Όσο περνάει ο καιρός και δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο τους, το πιο σημαντικό κομμάτι του σώματός τους, η προέκταση του φαλλού τους, οι ορμόνες τους αρπάζουν φωτιά.
Όμως αυτός δεν είναι δικός τους πόλεμος. Και περιμένουν. Και μαζί τους κι εμείς. Και ιδρώνουν, και πίνουν νερό και περιμένουν κι άλλο. Οι μήνες περνούν και περιμένουν. Και μαζί τους κι εμείς, σε μια ταινία που φαίνεται να προχωρά όχι λόγω κάποιας πλοκής, αλλά λόγω των ασταμάτητων λεπτοδεικτών στα ρολόγια μας. Και καθώς οι ήρωες χάνουν την πειθαρχία τους, το ηθικό τους, τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής συμπεριφοράς, εμείς χάνουμε την υπομονή μας, το κουράγιο μας, τη θέληση να συνεχίσουμε να περιμένουμε μαζί τους. Θέλουμε να αρχίσει ο πόλεμος, ή να γυρίσουν πίσω. Να τελειώνουμε επιτέλους μ’ αυτήν την αναμονή.
Οπότε, μπορεί να πει κανείς ότι από άποψη συναισθηματικής ταύτισης, η ταινία του Mendes είναι πετυχημένη. Τώρα, από άποψη κινηματογραφικής ψυχαγωγίας… ας πούμε απλώς ότι δεν είναι για τους απειθάρχητους. Το Jarhead είναι μια αυστηρά εγκεφαλική εκδοχή της πολεμικής ταινίας, που μάλιστα μοιάζει περισσότερο με ψυχολογικό δράμα παρά με πολεμική ταινία. Το πιθανότερο είναι να γοητεύσει όσους (σινεφίλ) θεατές θέλουν να δουν κάτι πραγματικά διαφορετικό, αλλά σίγουρα δεν είναι για τους ανθρώπους στους οποίους οι αφίσες και οι διαφημιστικές τακτικές την προωθούν.
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Sam Mendes
Σενάριο: William D. Boyles Jr. (από το βιβλίο του Anthony Swofford)
Παίζουν: Jake Gylenhaal, Peter Sarsgaard, Jamie Foxx
Δείτε το trailer
Μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του American Beauty, ο Sam Mendes αφιέρωσε τρία χρόνια στην προετοιμασία του οπτικά αποχαυνωτικού, αλλά εντυπωσιακά κενού σεναριακά, Road to Perdition. Φέτος, τρία χρόνια μετά και το έπος του για το οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης επιστρέφει με μια ταινία που θα προκαλέσει μάλλον σύγχυση και διχογνωμία στο κοινό, παρά καθαρά απογοήτευση, ή ενθουσιασμό.
Το Jarhead, είναι μια πολεμική ταινία χωρίς μάχες, και μ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πολεμική ταινία για τον τρόπο διεξαγωγής του σύγχρονου πολέμου: με μηδαμινή ανθρώπινη συμμετοχή. Βασιζόμενος στο ομότιτλο βιβλίο των απομνημονευμάτων του βετεράνου Anthony Swofford, ο Mendes εικονογραφεί (με εντυπωσιακή, για άλλη μια φορά, ματιά) την απανθρωποποίηση μιας ομάδας πεζοναυτών, απ’ τις “Full Metal Jacket” μέρες τις εκπαίδευσής τους, ως τους μήνες που περνούν άπραγοι στην έρημο της Σ. Αραβίας, περιμένοντας έναν πόλεμο που αργεί βασανιστικά να τους υποδεχτεί. Και αυτό λίγο-πολύ είναι και το στόρι. Μόνο που στο τέλος έχει και μια μάχη, που κράτησε «τέσσερις μέρες, τέσσερις ώρες και ένα λεπτό.» Αυτός είναι ο πόλεμος του πεζοναύτη Anthony Swofford.
Η ειρωνεία του Mendes, που χάρισε στην πρώτη του ταινία το απολαυστικό της ξεδίπλωμα, αυτή τη φορά στρέφεται προς αυτόν που κάθεται απέναντι από την οθόνη, καθώς ο Βρετανός σκηνοθέτης απογυμνώνει την ταινία του απ’ ό,τι θα περίμεναν θεατές και ήρωες να δουν και να ζήσουν σ’ έναν πόλεμο. Από την οπτική του πεζοναύτη σε έναν πόλεμο που πολέμησε η αεροπορία, ο Mendes προσφέρει την πιο αργή, βαρετή και κουραστική εκδοχή της ιστορίας, αλλά όχι απαραίτητα και την πιο αδιάφορη.
Οι ήρωές του, ένα μάτσο παιδιά με τρομπαρισμένη τεστοστερόνη, απομονωμένα στην κόλαση της ερήμου του Κουβέιτ, βλέπουν το Αποκάλυψη Τώρα, και διψούν για τη μυρωδιά του ναπάλμ το πρωί. Έχουν στο μυαλό τους την εικόνα που η pop κουλτούρα τους έχει αντιστοιχίσει στη λέξη πόλεμος, και περιμένουν να τη ζήσουν. Απαιτούν να τη ζήσουν. Αλλά η πραγματικότητα τους κρατά μακριά. Θα περίμενε κανείς να είναι ευγνώμονες για κάθε μέρα που περνούν σώοι και ασφαλείς, όμως αυτά τα παιδιά δεν αυτό που θα περίμενε κανείς. Είναι πεζοναύτες, είναι εκπαιδευμένες φονικές μηχανές, που όσο περνάει ο καιρός και μένουν αχρησιμοποίητες, σκουριάζουν. Όσο περνάει ο καιρός και δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο τους, το πιο σημαντικό κομμάτι του σώματός τους, η προέκταση του φαλλού τους, οι ορμόνες τους αρπάζουν φωτιά.
Όμως αυτός δεν είναι δικός τους πόλεμος. Και περιμένουν. Και μαζί τους κι εμείς. Και ιδρώνουν, και πίνουν νερό και περιμένουν κι άλλο. Οι μήνες περνούν και περιμένουν. Και μαζί τους κι εμείς, σε μια ταινία που φαίνεται να προχωρά όχι λόγω κάποιας πλοκής, αλλά λόγω των ασταμάτητων λεπτοδεικτών στα ρολόγια μας. Και καθώς οι ήρωες χάνουν την πειθαρχία τους, το ηθικό τους, τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής συμπεριφοράς, εμείς χάνουμε την υπομονή μας, το κουράγιο μας, τη θέληση να συνεχίσουμε να περιμένουμε μαζί τους. Θέλουμε να αρχίσει ο πόλεμος, ή να γυρίσουν πίσω. Να τελειώνουμε επιτέλους μ’ αυτήν την αναμονή.
Οπότε, μπορεί να πει κανείς ότι από άποψη συναισθηματικής ταύτισης, η ταινία του Mendes είναι πετυχημένη. Τώρα, από άποψη κινηματογραφικής ψυχαγωγίας… ας πούμε απλώς ότι δεν είναι για τους απειθάρχητους. Το Jarhead είναι μια αυστηρά εγκεφαλική εκδοχή της πολεμικής ταινίας, που μάλιστα μοιάζει περισσότερο με ψυχολογικό δράμα παρά με πολεμική ταινία. Το πιθανότερο είναι να γοητεύσει όσους (σινεφίλ) θεατές θέλουν να δουν κάτι πραγματικά διαφορετικό, αλλά σίγουρα δεν είναι για τους ανθρώπους στους οποίους οι αφίσες και οι διαφημιστικές τακτικές την προωθούν.