Written by
verbal
in
no category
Munich - Review
Munich – Μόναχο
(4/5)
Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Σενάριο: Tony Kushner (από το βιβλίο του George Jonas, και βασισμένο σε πρώτο draft του Eric Roth)
Παίζουν: Eric Bana, Daniel Craig, Ciaran Hinds, Mathieu Kassovitz, Hans Zischler
Δείτε το trailer
Ότι θα έβλεπα τη μέρα που ο Spielberg θα κατηγορούταν για αντισημιτισμό, είναι κάτι που δεν το περίμενα. Όμως υποθέτω πως την ίδια και περισσότερο έκπληξη ένιωσε η εβραϊκή κοινότητα, όταν είδε το πιο επιφανές κι αγαπημένο της παιδί, να την κατηγορεί για την στάση που κράτησε απέναντι στον πιο μισητό εχθρό της.
Στο Munich, ο Spielberg γυρνά τον κινηματογραφικό χρόνο τρεις δεκαετίες πίσω, στο τρομοκρατικό χτύπημα του Μαύρου Σεπτέμβρη το ’72, και την αλυσίδα γεγονότων που πυροδότησε. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου, μια ομάδα Παλαιστίνιων τρομοκρατών της οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης, απήγαγε και στη συνέχεια δολοφόνησε έντεκα Ισραηλινούς αθλητές, προπονητές και ακολούθους, και ως αντίποινα, η Ισραηλινή κυβέρνηση έστειλε μια ομάδα πρακτόρων της Μοσάντ να βρουν και να εκτελέσουν τους σχεδιαστές του χτυπήματος. Το Munich, είναι η ιστορία της ομάδας αυτής.
Η αλήθεια είναι πως, ο Spielberg δεν παίρνει θέση κατά των Ισραηλινών. Απλά, αυτή τη φορά, δεν παίρνει θέση υπέρ τους. Παραμένοντας πολιτικά ουδέτερος (που είναι το νέο hot thing στο Hollywood –βλ. Interpreter και Constant Gardener), ο Spielberg κρατά μια οπτική καθαρή και ασυμβίβαστη, που είναι πολύ προτιμότερη από τον ενδεχόμενο διδακτισμό μιας καθαρά πολιτικής ταινίας, και θέτει μερικά προφανή όσο και θαρραλέα ερωτήματα.
Το ότι κανένα καλό δε μπορεί να προκύψει από την «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» αντιμετώπιση της τρομοκρατίας –ή εν γένει οποιασδήποτε μορφής βίας- είναι ένα συμπέρασμα τόσο παλιό όσο και η Καινή Διαθήκη. Όμως είναι καλό ταινίες σαν το Μόναχο, να μας θυμίζουν –και να θυμίζουν κυρίως στους Αμερικανούς- ότι αυτό το τόσο προφανές συμπέρασμα, αγνοείται τόσο σήμερα όσο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης, και όσο στην δεκαετία του ’70.
Οι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες της καταδικαστέας αντεπίθεσης της Μοσάντ τότε, με τον συνεχιζόμενο σήμερα «Πόλεμο ενάντια στον Τρόμο» που προκάλεσε το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντες, όταν συνοδεύονται απ’ αυτούς της επιβεβλημένης άγνοιας. Ο Clooney με το Good Night and Good Luck έκανε ένα βήμα φέτος στην κατεύθυνση του σχολιασμού των σύγχρονων media και του τρόπου που συσκοτίζουν την πραγματικότητα αντί να προσπαθούν να την αποκαλύψουν στους θεατές τους, όμως ο Spielberg κάνει την σύγκριση ακόμη πιο εφιαλτική χωρίς καν να την προσπαθεί.
Οι εκτελεστές του δουν υπό άνωθεν εντολές και υπηρετούν υψηλά ιδανικά, που δεν δέχονται αμφισβήτηση, απλά και μόνο γιατί δεν είναι κανείς εκεί να τα αμφισβητήσει. Ένας ανώνυμος ανώτερος αξιωματούχος τους δίνει μια λίστα ενόχων, και χρησιμοποιώντας τη φρίκη που υποτίθεται ότι οι άνθρωποι αυτοί προκάλεσαν, ποτίζει τους στρατιώτες του με οργή και μίσος και τους στέλνει σε φονικές περιοδείες. Οι στρατιώτες εκτελούν τυφλά, χωρίς να έχουν την ευχέρεια να διασταυρώσουν πληροφορίες.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αμφιβολία δεν διαβρώνει τον προγραμματισμό τους, ότι ο φόβος δεν ελλοχεύει πίσω από κάθε τους απόφαση, και ότι η παράνοια δεν εισβάλει σιγά-σιγά στο αυστηρό, κλειστοφοβικό σύμπαν τους, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στις πράξεις και τα πιστεύω τους.
Το μοτίβο της κατάρας του διαταραγμένου νου που πέφτει σε κάθε απρόθυμο εκτελεστή, εναλλάσσεται με εκείνο της πολιτικής αλληγορίας, κάνοντας το Μόναχο την πιο ώριμη, σκοτεινή και αν μη τι άλλο διαφορετική δουλειά του Spielberg, που καταφέρνει να ευχαριστήσει και το thrill junky, και τον σκεπτόμενο θεατή που ζητά κάτι παραπάνω από το κατασκοπικό του θρίλερ. Βέβαια η τρεις-ώρες-παρά-τέταρτο διάρκεια της ταινίας απαιτεί υπομονετικά βλέμματα απέναντί της, και η –δεδομένη- αναποφασιστικότητα του Spielberg στο φινάλε, αφήνει μια στυφή γεύση όταν τελικά κατευθύνεσαι προς την έξοδο, όμως σε γενικές γραμμές το Μόναχο καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο showmanship του Spielberg και την ανάγκη του να γυρίσει μια ταινία που να ταιριάζει περισσότερο στα γκρίζα πια γένια του.
Αλλά το σημαντικότερο που πρέπει να κρατήσει κανείς απ’ αυτήν την ταινία, είναι πως αφορά πολύ λιγότερο το Ισραήλ των ‘70s, απ’ ότι την Αμερική –και τον κόσμο- των ‘00s. Και μάλλον αυτό είναι που δεν κατάλαβαν οι πολέμιοι του Spielberg. Ή μήπως το κατάλαβαν;
(4/5)
Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Σενάριο: Tony Kushner (από το βιβλίο του George Jonas, και βασισμένο σε πρώτο draft του Eric Roth)
Παίζουν: Eric Bana, Daniel Craig, Ciaran Hinds, Mathieu Kassovitz, Hans Zischler
Δείτε το trailer
Ότι θα έβλεπα τη μέρα που ο Spielberg θα κατηγορούταν για αντισημιτισμό, είναι κάτι που δεν το περίμενα. Όμως υποθέτω πως την ίδια και περισσότερο έκπληξη ένιωσε η εβραϊκή κοινότητα, όταν είδε το πιο επιφανές κι αγαπημένο της παιδί, να την κατηγορεί για την στάση που κράτησε απέναντι στον πιο μισητό εχθρό της.
Στο Munich, ο Spielberg γυρνά τον κινηματογραφικό χρόνο τρεις δεκαετίες πίσω, στο τρομοκρατικό χτύπημα του Μαύρου Σεπτέμβρη το ’72, και την αλυσίδα γεγονότων που πυροδότησε. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου, μια ομάδα Παλαιστίνιων τρομοκρατών της οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης, απήγαγε και στη συνέχεια δολοφόνησε έντεκα Ισραηλινούς αθλητές, προπονητές και ακολούθους, και ως αντίποινα, η Ισραηλινή κυβέρνηση έστειλε μια ομάδα πρακτόρων της Μοσάντ να βρουν και να εκτελέσουν τους σχεδιαστές του χτυπήματος. Το Munich, είναι η ιστορία της ομάδας αυτής.
Η αλήθεια είναι πως, ο Spielberg δεν παίρνει θέση κατά των Ισραηλινών. Απλά, αυτή τη φορά, δεν παίρνει θέση υπέρ τους. Παραμένοντας πολιτικά ουδέτερος (που είναι το νέο hot thing στο Hollywood –βλ. Interpreter και Constant Gardener), ο Spielberg κρατά μια οπτική καθαρή και ασυμβίβαστη, που είναι πολύ προτιμότερη από τον ενδεχόμενο διδακτισμό μιας καθαρά πολιτικής ταινίας, και θέτει μερικά προφανή όσο και θαρραλέα ερωτήματα.
Το ότι κανένα καλό δε μπορεί να προκύψει από την «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» αντιμετώπιση της τρομοκρατίας –ή εν γένει οποιασδήποτε μορφής βίας- είναι ένα συμπέρασμα τόσο παλιό όσο και η Καινή Διαθήκη. Όμως είναι καλό ταινίες σαν το Μόναχο, να μας θυμίζουν –και να θυμίζουν κυρίως στους Αμερικανούς- ότι αυτό το τόσο προφανές συμπέρασμα, αγνοείται τόσο σήμερα όσο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης, και όσο στην δεκαετία του ’70.
Οι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες της καταδικαστέας αντεπίθεσης της Μοσάντ τότε, με τον συνεχιζόμενο σήμερα «Πόλεμο ενάντια στον Τρόμο» που προκάλεσε το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντες, όταν συνοδεύονται απ’ αυτούς της επιβεβλημένης άγνοιας. Ο Clooney με το Good Night and Good Luck έκανε ένα βήμα φέτος στην κατεύθυνση του σχολιασμού των σύγχρονων media και του τρόπου που συσκοτίζουν την πραγματικότητα αντί να προσπαθούν να την αποκαλύψουν στους θεατές τους, όμως ο Spielberg κάνει την σύγκριση ακόμη πιο εφιαλτική χωρίς καν να την προσπαθεί.
Οι εκτελεστές του δουν υπό άνωθεν εντολές και υπηρετούν υψηλά ιδανικά, που δεν δέχονται αμφισβήτηση, απλά και μόνο γιατί δεν είναι κανείς εκεί να τα αμφισβητήσει. Ένας ανώνυμος ανώτερος αξιωματούχος τους δίνει μια λίστα ενόχων, και χρησιμοποιώντας τη φρίκη που υποτίθεται ότι οι άνθρωποι αυτοί προκάλεσαν, ποτίζει τους στρατιώτες του με οργή και μίσος και τους στέλνει σε φονικές περιοδείες. Οι στρατιώτες εκτελούν τυφλά, χωρίς να έχουν την ευχέρεια να διασταυρώσουν πληροφορίες.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αμφιβολία δεν διαβρώνει τον προγραμματισμό τους, ότι ο φόβος δεν ελλοχεύει πίσω από κάθε τους απόφαση, και ότι η παράνοια δεν εισβάλει σιγά-σιγά στο αυστηρό, κλειστοφοβικό σύμπαν τους, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στις πράξεις και τα πιστεύω τους.
Το μοτίβο της κατάρας του διαταραγμένου νου που πέφτει σε κάθε απρόθυμο εκτελεστή, εναλλάσσεται με εκείνο της πολιτικής αλληγορίας, κάνοντας το Μόναχο την πιο ώριμη, σκοτεινή και αν μη τι άλλο διαφορετική δουλειά του Spielberg, που καταφέρνει να ευχαριστήσει και το thrill junky, και τον σκεπτόμενο θεατή που ζητά κάτι παραπάνω από το κατασκοπικό του θρίλερ. Βέβαια η τρεις-ώρες-παρά-τέταρτο διάρκεια της ταινίας απαιτεί υπομονετικά βλέμματα απέναντί της, και η –δεδομένη- αναποφασιστικότητα του Spielberg στο φινάλε, αφήνει μια στυφή γεύση όταν τελικά κατευθύνεσαι προς την έξοδο, όμως σε γενικές γραμμές το Μόναχο καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο showmanship του Spielberg και την ανάγκη του να γυρίσει μια ταινία που να ταιριάζει περισσότερο στα γκρίζα πια γένια του.
Αλλά το σημαντικότερο που πρέπει να κρατήσει κανείς απ’ αυτήν την ταινία, είναι πως αφορά πολύ λιγότερο το Ισραήλ των ‘70s, απ’ ότι την Αμερική –και τον κόσμο- των ‘00s. Και μάλλον αυτό είναι που δεν κατάλαβαν οι πολέμιοι του Spielberg. Ή μήπως το κατάλαβαν;