Written by
verbal
in
no category
Junebug - Review
Junebug - Μια ξένη ανάμεσά μας
(4/5)
Σκηνοθεσία: Phil Morrison
Σενάριο: Angus MacLachlan
Παίζουν: Amy Adams, Embeth Davitz, Alessandro Nivola
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος, έχει μια βασική ομοιότητα με τον εμπορικό: για κάθε 10 φόλες υπάρχει και μια ταινία που είναι στ’ αλήθεια υπέροχη. Απόδειξη αυτού και ένδειξη ότι αυτού του είδους το σινεμά δεν έχει πεθάνει ακόμη, το Junebug.
Μέσα σε 10 μόλις λεπτά, έχουμε δει νεαρό ζευγάρι να γνωρίζεται, να ερωτεύεται, να παντρεύεται, και να ξεκινάει για ένα επαγγελματικό ταξίδι στην αμερικανική ύπαιθρο, συμπτωματικά κοντά στο χωριό που μεγάλωσε ο άντρας. Η επίσκεψη είναι επιβεβλημένη, ιδίως αφού οι γονείς δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τη νύφη, η οποία γνωρίζει έναν γενναίο, νέο κόσμο και μια ολότελα αθέατη πλευρά του άντρα της.
Γλυκές ιστορίες με φρέσκια ματιά και ασυνήθιστους κι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μπορείς να βρεις κι αλλού –αν ψάξεις αρκετά. Αυτό που πραγματικά κάνει το Junebug να ξεχωρίζει, είναι η σκηνοθεσία και το μοντάζ του, που θα ήταν ο ορισμός της πρακτικής αφαιρετικότητας, αν υπήρχε τέτοιος όρος.
Ο έμπειρος βιντεοκλιπάς Phil Morrison –του οποίου η μικρού μήκους πτυχιακή Tater Tomater έχει εξασφαλίσει μια θέση στο MoMA της Νέας Υόρκης— στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, σκέφτεται σαν θεατής και κόβει από την ταινία όλες τις σκηνές που θα έβαζαν στην πρίζα το λαμπάκι “been there, seen that”. Δεν σπαταλάει χρόνο να μας πει «τώρα θα αναλύσουμε τη γυναίκα, τώρα τον άντρα και τώρα θα σας πω ότι αποφάσισαν να πάνε στους γονείς του, οι οποίοι είναι έτσι κι έτσι», αλλά αντίθετα προσφέρει μια ολοκαίνουρια αφηγηματική άποψη ικανή να σε ενθουσιάσει και μόνο με τη σύλληψή της –πόσο μάλλον με την εκπληκτική της εκτέλεση. Τίποτε απ’ αυτά δε μένει μετέωρο, κι όλα εξηγούνται με αναζωογονητική αίσθηση μινιμαλισμού και εντυπωσιακή σκηνοθετική ακρίβεια, που αφήνει χώρο στο σενάριο και τους χαρακτήρες να ανασάνουν και να γεμίσουν την αίθουσα με ρεαλιστικά συναισθήματα και cliché-free καταστάσεις.
Ειδικής μνείας αξίζει η Αmy Adams, που με την φευγάτη ερμηνεία της κατάφερε να εξασφαλίσει στην ταινία μια θέση στα φετινά Όσκαρ, αλλά και στις ελληνικές αίθουσες, που έτσι όπως τα πήγαινε η εταιρεία διανομής, μάλλον δε θα ευτυχούσαν να δουν αυτήν την ταινία.
(4/5)
Σκηνοθεσία: Phil Morrison
Σενάριο: Angus MacLachlan
Παίζουν: Amy Adams, Embeth Davitz, Alessandro Nivola
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος, έχει μια βασική ομοιότητα με τον εμπορικό: για κάθε 10 φόλες υπάρχει και μια ταινία που είναι στ’ αλήθεια υπέροχη. Απόδειξη αυτού και ένδειξη ότι αυτού του είδους το σινεμά δεν έχει πεθάνει ακόμη, το Junebug.
Μέσα σε 10 μόλις λεπτά, έχουμε δει νεαρό ζευγάρι να γνωρίζεται, να ερωτεύεται, να παντρεύεται, και να ξεκινάει για ένα επαγγελματικό ταξίδι στην αμερικανική ύπαιθρο, συμπτωματικά κοντά στο χωριό που μεγάλωσε ο άντρας. Η επίσκεψη είναι επιβεβλημένη, ιδίως αφού οι γονείς δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τη νύφη, η οποία γνωρίζει έναν γενναίο, νέο κόσμο και μια ολότελα αθέατη πλευρά του άντρα της.
Γλυκές ιστορίες με φρέσκια ματιά και ασυνήθιστους κι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μπορείς να βρεις κι αλλού –αν ψάξεις αρκετά. Αυτό που πραγματικά κάνει το Junebug να ξεχωρίζει, είναι η σκηνοθεσία και το μοντάζ του, που θα ήταν ο ορισμός της πρακτικής αφαιρετικότητας, αν υπήρχε τέτοιος όρος.
Ο έμπειρος βιντεοκλιπάς Phil Morrison –του οποίου η μικρού μήκους πτυχιακή Tater Tomater έχει εξασφαλίσει μια θέση στο MoMA της Νέας Υόρκης— στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, σκέφτεται σαν θεατής και κόβει από την ταινία όλες τις σκηνές που θα έβαζαν στην πρίζα το λαμπάκι “been there, seen that”. Δεν σπαταλάει χρόνο να μας πει «τώρα θα αναλύσουμε τη γυναίκα, τώρα τον άντρα και τώρα θα σας πω ότι αποφάσισαν να πάνε στους γονείς του, οι οποίοι είναι έτσι κι έτσι», αλλά αντίθετα προσφέρει μια ολοκαίνουρια αφηγηματική άποψη ικανή να σε ενθουσιάσει και μόνο με τη σύλληψή της –πόσο μάλλον με την εκπληκτική της εκτέλεση. Τίποτε απ’ αυτά δε μένει μετέωρο, κι όλα εξηγούνται με αναζωογονητική αίσθηση μινιμαλισμού και εντυπωσιακή σκηνοθετική ακρίβεια, που αφήνει χώρο στο σενάριο και τους χαρακτήρες να ανασάνουν και να γεμίσουν την αίθουσα με ρεαλιστικά συναισθήματα και cliché-free καταστάσεις.
Ειδικής μνείας αξίζει η Αmy Adams, που με την φευγάτη ερμηνεία της κατάφερε να εξασφαλίσει στην ταινία μια θέση στα φετινά Όσκαρ, αλλά και στις ελληνικές αίθουσες, που έτσι όπως τα πήγαινε η εταιρεία διανομής, μάλλον δε θα ευτυχούσαν να δουν αυτήν την ταινία.