Written by
verbal
in
no category
Mission Impossible III (2006)
Επικίνδυνη Αποστολή ΙΙΙ
(4/5)
Σκηνοθεσία: J. J. Abrams
Σενάριο: Alex Kurtzman, Roberto Orci, J.J. Abrams
Παίζουν: Tom Cruise, Philip Seymour Hoffman, Ving Rhames, Jonathan Rhys Meyers, Maggie Q
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
(4/5)
Σκηνοθεσία: J. J. Abrams
Σενάριο: Alex Kurtzman, Roberto Orci, J.J. Abrams
Παίζουν: Tom Cruise, Philip Seymour Hoffman, Ving Rhames, Jonathan Rhys Meyers, Maggie Q
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
Καλως ήλθατε. Η κριτική αυτή, αν επιλέξετε να τη διαβάσετε, θα κάνει την τοστιέρα σας να αυτοκαταστραφεί σε 5''. Σε περίπτωση που επιλέξετε να χρησιμοποιήσετε την εγγύηση, η εταιρεία κατασκευής της, θα αρνηθεί κάθε σχέση μαζί σας. Όπως καταλάβατε, ήρθε επιτέλους η ώρα να δείτε στην οθόνη εκείνη την ταινία που σας κάνει να ξύνετε ακόμη και τον κώλο σας στο ρυθμό του theme της.
Είναι ανησυχητικό να βλέπεις αγαπημένους υπερπράκτορες, με τους οποίους έχεις περάσει τα μικράτα σου, να αποτραβιούνται από την ενεργό δράση. Σημαίνει ότι μεγάλωσαν και θέλουν να κάνουν οικογένεια. Όμως τόσα χρόνια στην υπηρεσία της παγκόσμιας ασφάλειας, ο Ethan Hunt αξίζει να βάλει επιτέλους και λίγη ευτυχία στη ζωή του, κι ένα σπίτι στο οποίο να μπορεί να επιστρέφει και να βρίσκει ένα πιάτο ζεστό φαί. Βέβαια, η παγκόσμια τρομοκρατία έχει αντίθετη άποψη.Ο Hunt ξαναβγαίνει στο πεδίο, όταν ένας διαβόητος λαθρέμπορος απαγάγει τη γυναίκα του, και απειλεί να την σκοτώσει αν ο καλύτερος πράκτορας της Impossible Mission Force δεν του επιστρέψει το επικίνδυνο χημικό όπλο την αγοραπωλησία του οποίου κατάφερε να αποτρέψει.
Ο J.J. Abrams, το μυαλό πίσω από τις τηλεοπτικές επιτυχίες Alias και Lost, στήνει ένα δίωρο τιγκαρισμένο στην καταιγιστική δράση, με τον Tom σε κορυφαία φόρμα να αναμετριέται με τον πιο διεστραμμένο και επικίνδυνο αντίπαλό του yet, αλλά και με τα σκοτεινά κυκλώματα της ίδιας του της υπηρεσίας. Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες ταινίες, που έμοιαζαν σαν επιμηκυμένα επεισόδια της γνωστής τηλεοπτικής σειράς, η τρίτη, με τα αλεπάλληλα set pieces να διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς διακοπή, φέρνει περισσότερο σε ένα μάτσο επεισόδια στη σειρά, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί τα δραματικά διαλείμματα και οι διακοπές για διαλόγους. Αυτό ίσως αποτελέσει το μόνο αρνητικό της ταινίας, κυρίως για όσους δεν είχαν αφιερώσει το χρόνο να γνωριστούν με τον ήρωα και τις βασικές αρχές του franchise. Ο Abrams, θεωρεί τις λεπτομέρειες περιττές, και δε διστάζει να το ξεκαθαρίσει σε κομβικές στιγμές της εξέλιξης της πλοκής. Όλοι οι φυσικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι σχηματικοί, το ίδιο και ο λόγος που τρέχουν πέρα-δώθε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (μα ποιος σοβαρός πράκτορας θα έβγαινε στο σεργιάνι για ένα βιολογικό όπλο άγνωστων δυνατοτήτων, και με τον κωδικό όνομα Λαγοπόδαρο;) και βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα από τον κεντρικό, που είναι η δράση, δράση, δράση.
Αυτό βέβαια καθόλου δε ενοχλεί, καθώς η ταινία παραδίδει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, και σε άπλετη επάρκεια, ενώ επαναφέρει το franchise σε πολύ πιο δυναμικά μονοπάτια μετά τα εξπρεσιονιστικά μπαλέτα και το μαλλί κομμωτηρίου που είχε επιβάλει στον δεύτερο πιο δυναμικό υπερπράκτορα της μεγάλης οθόνης ο John Woo. (Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ο πρώτος είναι για την ώρα ο Jason Bourne, αν και ο καινούριος Bond ενδέχεται να τον ανατρέψει). Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η μονόλεπτη νύξη του Abrams για τις σχέσεις των μυστικών υπηρεσιών με την παγκόσμια τρομοκρατία, σε μια απολαυστική εμπειρία, που συστήνεται ανεπιφύλακτα για τους fans των μπαμ-μπουμ και τον μπιγκ μπανγκ, στο τέλος της οποίας μπορούμε όλοι να τραγουδήσουμε "Hey, hey, I saved the world today..."
Είναι ανησυχητικό να βλέπεις αγαπημένους υπερπράκτορες, με τους οποίους έχεις περάσει τα μικράτα σου, να αποτραβιούνται από την ενεργό δράση. Σημαίνει ότι μεγάλωσαν και θέλουν να κάνουν οικογένεια. Όμως τόσα χρόνια στην υπηρεσία της παγκόσμιας ασφάλειας, ο Ethan Hunt αξίζει να βάλει επιτέλους και λίγη ευτυχία στη ζωή του, κι ένα σπίτι στο οποίο να μπορεί να επιστρέφει και να βρίσκει ένα πιάτο ζεστό φαί. Βέβαια, η παγκόσμια τρομοκρατία έχει αντίθετη άποψη.Ο Hunt ξαναβγαίνει στο πεδίο, όταν ένας διαβόητος λαθρέμπορος απαγάγει τη γυναίκα του, και απειλεί να την σκοτώσει αν ο καλύτερος πράκτορας της Impossible Mission Force δεν του επιστρέψει το επικίνδυνο χημικό όπλο την αγοραπωλησία του οποίου κατάφερε να αποτρέψει.
Ο J.J. Abrams, το μυαλό πίσω από τις τηλεοπτικές επιτυχίες Alias και Lost, στήνει ένα δίωρο τιγκαρισμένο στην καταιγιστική δράση, με τον Tom σε κορυφαία φόρμα να αναμετριέται με τον πιο διεστραμμένο και επικίνδυνο αντίπαλό του yet, αλλά και με τα σκοτεινά κυκλώματα της ίδιας του της υπηρεσίας. Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες ταινίες, που έμοιαζαν σαν επιμηκυμένα επεισόδια της γνωστής τηλεοπτικής σειράς, η τρίτη, με τα αλεπάλληλα set pieces να διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς διακοπή, φέρνει περισσότερο σε ένα μάτσο επεισόδια στη σειρά, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί τα δραματικά διαλείμματα και οι διακοπές για διαλόγους. Αυτό ίσως αποτελέσει το μόνο αρνητικό της ταινίας, κυρίως για όσους δεν είχαν αφιερώσει το χρόνο να γνωριστούν με τον ήρωα και τις βασικές αρχές του franchise. Ο Abrams, θεωρεί τις λεπτομέρειες περιττές, και δε διστάζει να το ξεκαθαρίσει σε κομβικές στιγμές της εξέλιξης της πλοκής. Όλοι οι φυσικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι σχηματικοί, το ίδιο και ο λόγος που τρέχουν πέρα-δώθε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (μα ποιος σοβαρός πράκτορας θα έβγαινε στο σεργιάνι για ένα βιολογικό όπλο άγνωστων δυνατοτήτων, και με τον κωδικό όνομα Λαγοπόδαρο;) και βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα από τον κεντρικό, που είναι η δράση, δράση, δράση.
Αυτό βέβαια καθόλου δε ενοχλεί, καθώς η ταινία παραδίδει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, και σε άπλετη επάρκεια, ενώ επαναφέρει το franchise σε πολύ πιο δυναμικά μονοπάτια μετά τα εξπρεσιονιστικά μπαλέτα και το μαλλί κομμωτηρίου που είχε επιβάλει στον δεύτερο πιο δυναμικό υπερπράκτορα της μεγάλης οθόνης ο John Woo. (Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ο πρώτος είναι για την ώρα ο Jason Bourne, αν και ο καινούριος Bond ενδέχεται να τον ανατρέψει). Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η μονόλεπτη νύξη του Abrams για τις σχέσεις των μυστικών υπηρεσιών με την παγκόσμια τρομοκρατία, σε μια απολαυστική εμπειρία, που συστήνεται ανεπιφύλακτα για τους fans των μπαμ-μπουμ και τον μπιγκ μπανγκ, στο τέλος της οποίας μπορούμε όλοι να τραγουδήσουμε "Hey, hey, I saved the world today..."