Written by
Stylianee
in
no category
13 (Tzameti) (2005)
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Géla Babluani
Σενάριο: Géla Babluani
Παίζουν: George Babluani, Pascal Bongard
Δες/Κρύψε το trailer
Σκηνοθεσία: Géla Babluani
Σενάριο: Géla Babluani
Παίζουν: George Babluani, Pascal Bongard
Δες/Κρύψε το trailer
Γοητευτικός νεαρός πρόσφυγας από τη Γεωργία καταφέρνει, κρυφακούγοντας από μια τρύπα της στέγης, όπου δουλεύει, να φτάσει σε μια μυστική τοποθεσία ως ο δέκατος τρίτος παίκτης ενός θανάσιμου παιχνιδιού. Γοητευτική black and white πρώτη απόπειρα του Gela Babluani να στήσει ένα θρίλερ γύρω από τον πόθο για τα λεφτά, τον τζόγο και τη ζωή.
Η ταινία χάνει λίγο στα σημεία που καταδεικνύει την κατόπιν εορτής τακτική της αστυνομίας. Ντετέκτιβ καρικατούρες και αστυνόμοι που δεν κάνουν ντα, μάλλον γιατί ο σκηνοθέτης είναι μικρός ακόμη και έχει πίστη στα όργανα τήρησης της τάξης. Ανίκανα μεν, σίγουρα όμως σεβάσμια. Πλάνα οικογενειακής φτώχειας μας πείθουν για το αγαθό κίνητρο του πρωταγωνιστή, που είναι έτοιμος να αδράξει κάθε ευκαιρία. Όμως ο κινών τα νήματα δεν έχει ίχνος ανθρωπισμού για τον νεαρό Γεωργιανό, που έπαιξε και κέρδισε, και δεν τον αφήνει να τη βγάλει καθαρή. Τον θυσιάζει στο βωμό της απληστίας και του εύκολου τέλους.
Κατά τ’ άλλα, ο πρωταγωνιστής (που τυγχάνει και αδερφός του σκηνοθέτη) είναι τόσο καλός που είμαι σίγουρη πως αυτός δεν είναι ο τελευταίος του ρόλος. Όλοι οι υπόλοιποι, οι διοργανωτές του παιχνιδιού, οι καταδικασμένοι παίχτες, οι αδίστακτοι προύχοντες τζογαδόροι ακόμη και η μόνη άθλια γυναικεία παρουσία στο ανδροκρατούμενο σπίτι έχουν τη σωστή φάτσα. Επιπλέον, έχουν και όση σκληράδα χρειάζεται, άρα ο σκηνοθέτης ξέρει τι κάνει. Ο φωτογράφος το ίδιο. Ούτε ο μοντέρ πρέπει να μείνει άμοιρος επαίνων, σε μια προσπάθεια που μετράς τα σωστά και όχι τα λάθη της. Και αποδεικνύει ότι η noirish ατμόσφαιρα των γαλλικών ταινιών των fifties, στο στιλ του Henri-Georges Clouzot και των υπολοίπων, είναι πάντα επίκαιρη και βγαίνει πάντα κερδισμένη.
*η ταινία προβάλλεται απόψε στις 20.30 στο Αττικόν, για τις Νύχτες Πρεμιέρας
Η ταινία χάνει λίγο στα σημεία που καταδεικνύει την κατόπιν εορτής τακτική της αστυνομίας. Ντετέκτιβ καρικατούρες και αστυνόμοι που δεν κάνουν ντα, μάλλον γιατί ο σκηνοθέτης είναι μικρός ακόμη και έχει πίστη στα όργανα τήρησης της τάξης. Ανίκανα μεν, σίγουρα όμως σεβάσμια. Πλάνα οικογενειακής φτώχειας μας πείθουν για το αγαθό κίνητρο του πρωταγωνιστή, που είναι έτοιμος να αδράξει κάθε ευκαιρία. Όμως ο κινών τα νήματα δεν έχει ίχνος ανθρωπισμού για τον νεαρό Γεωργιανό, που έπαιξε και κέρδισε, και δεν τον αφήνει να τη βγάλει καθαρή. Τον θυσιάζει στο βωμό της απληστίας και του εύκολου τέλους.
Κατά τ’ άλλα, ο πρωταγωνιστής (που τυγχάνει και αδερφός του σκηνοθέτη) είναι τόσο καλός που είμαι σίγουρη πως αυτός δεν είναι ο τελευταίος του ρόλος. Όλοι οι υπόλοιποι, οι διοργανωτές του παιχνιδιού, οι καταδικασμένοι παίχτες, οι αδίστακτοι προύχοντες τζογαδόροι ακόμη και η μόνη άθλια γυναικεία παρουσία στο ανδροκρατούμενο σπίτι έχουν τη σωστή φάτσα. Επιπλέον, έχουν και όση σκληράδα χρειάζεται, άρα ο σκηνοθέτης ξέρει τι κάνει. Ο φωτογράφος το ίδιο. Ούτε ο μοντέρ πρέπει να μείνει άμοιρος επαίνων, σε μια προσπάθεια που μετράς τα σωστά και όχι τα λάθη της. Και αποδεικνύει ότι η noirish ατμόσφαιρα των γαλλικών ταινιών των fifties, στο στιλ του Henri-Georges Clouzot και των υπολοίπων, είναι πάντα επίκαιρη και βγαίνει πάντα κερδισμένη.
*η ταινία προβάλλεται απόψε στις 20.30 στο Αττικόν, για τις Νύχτες Πρεμιέρας