Νύχτες Πρεμιέρας 2009: Τα βραβεία
Με την πρώτη τελετή λήξης που έτυχε να έχει παρόντες όλους τους νικητές (έστω κι αν ο ένας είχε πεταχτεί για τσιγάρο στην απονομή του), έκλεισε χθες το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, εκτοξεύοντας ως το φεγγάρι το Moon του Duncan Jones που κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά καλύτερης ταινίας, κι από πίσω του να ακολουθούν τα Flickan του Fredrik Edfeldt με βραβεία κοινού και σκηνοθεσίας, In the Loop με βραβείο σεναρίου, και Until the Light Takes Us με βραβείο καλύτερης ταινίας στο μουσικό διαγωνιστικό.
Το βράδι του Σαββάτου, το Φεστιβάλ απένειμε και τα Βραβεία Πρωτοεμφανιζόμενων για ελληνικές ταινίες, στους Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και Παναγιώτη Καραμίτσο εξ ημισίας, για τη σκηνοθεσία των ταινιών Bank Bang (2008) και Τρυφερότητα (2008) αντίστοιχα, στον Θανάση Τσαλταμπάση για την ερμηνεία του στο Αϊ-Φορ: Λούφα και Απαλλαγή (2008) και στη Ράμι Σούκουλη για την ερμηνεία της στην Τρυφερότητα (2008). Στα άτυπα βραβεία των Μαζών βέβαια, η Στρέλλα πήρε αυτό της συγκλονιστικότερης προβολής, με το Αττικόν να σείεται απ’ το πάθος του κοινού, που μπορεί να μην είχε την ευκαιρία να του δώσει βραβείο, αλλά ελπίζουμε ότι θα θυμηθεί να του δώσει εισιτήρια όταν το βρει στις αίθουσες.
Παράλληλα πάντως, οι Νύχτες Πρεμιέρας, στη 15η επέτειό τους, έδειξαν και το πλήρες μέγεθος του ολότελα αντιδημοσιογραφικού τους προσώπου, και δεν αναφέρομαι βέβαια στις μαύρες λίστες της οργής (που δεν υπάρχει πρόθεση να αναφερθούν άλλο εδώ), αλλά στο γεγονός ότι το ευχάριστο της εκρηκτικής φετινής προσέλευσης του κοινού, με την τεράστια ζήτηση, τα ρεκόρ πωλήσεων, την αύξηση κατά πάνω από 10% σε σχέση με πέρσι και τα δεκάδες sold out, κλείδωσε έξω τον Τύπο, τουλάχιστον απ’ τις προβολές που θα τον ενδιέφεραν, με τον όχι και τόσο πρακτικό περιορισμό της διοργάνωσης, να προμηθεύονται εισιτήρια μόνο για μια μέρα μπροστά --ρώτα, για παράδειγμα, τους δημοσιογράφους της LiFO, με τις διαπιστεύσεις που κράτησαν κυριολεκτικά αχρησιμοποίητες.
Και δεν υπάρχει τίποτε στραβό με το να επιλέγεις να είσαι φεστιβάλ κοινού κι ούτε με το να μην είσαι φεστιβάλ δημοσιογράφων, τουλάχιστον όχι όταν το κύριο βάρος του προγραμματισμού σου, κρατάνε ταινίες με δημοσιογραφικό ενδιαφέρον που έχει ήδη ψοφήσει απ’ τα ταξίδια τους σε άλλα φεστιβάλ μεγαλύτερα νωρίτερα, κι ούτε υπάρχει πρόβλημα να κάνεις, ας πούμε, την υποχώρηση, τις ανακαλύψεις και τις προτάσεις σου ως προγραμματιστής, να τις αφήνεις στο κοινό να τις αναζητήσει, να τις συζητήσει και να τις βγάλει έξω απ’ την αίθουσα, αντί να το αναθέσεις στους ανθρώπους των οποίων οι δουλειά είναι ακριβώς αυτή.
Όταν όμως ευελπιστείς να γίνεις φάρος κι αφετηρία μιας ντόπιας κινηματογραφίας, της οποίας το προηγούμενο μοντέλο γνωριμίας του με την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα (που, ας μην ξεχνάμε, αποτελείται, εκτός από δημοσιογράφους, και από sales agents, παραγωγούς, διανομείς και άλλους παρατρεχάμενους της διεθνούς κινηματογραφικής βιομηχανίας), τότε το να είσαι φεστιβάλ κοινού, είναι ή πολυτέλεια, ή παράνοια. Και τ’ αποτελέσματα του να μην το συνειδητοποιείς, μπορούν να είναι πιο ολέθρια απ’ τις άβολες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην προβολή του Κυνόδοντα, βέβαια.
Το αν και πώς θα προσπαθήσουν να παντρέψουν και να ισορροπήσουν το industry- και το public-oriented προφίλ τους, είναι κάτι που θα πρέπει να σκεφτούν πάρα πολύ σοβαρά οι Νύχτες, αν θελήσουν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις στο δονούμενο ντόπιο κινηματογραφικό στερέωμα, εξελίξεις που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να στρέψουν προς όφελός τους. Με άλλα λόγια, φέτος που το φεστιβάλ της Αθήνας γιόρτασε τα 15 του, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα γιορτάσει τα 50 του. Κι η διαφορά της ηλικίας, φάνηκε με το παραπάνω.
Το βράδι του Σαββάτου, το Φεστιβάλ απένειμε και τα Βραβεία Πρωτοεμφανιζόμενων για ελληνικές ταινίες, στους Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και Παναγιώτη Καραμίτσο εξ ημισίας, για τη σκηνοθεσία των ταινιών Bank Bang (2008) και Τρυφερότητα (2008) αντίστοιχα, στον Θανάση Τσαλταμπάση για την ερμηνεία του στο Αϊ-Φορ: Λούφα και Απαλλαγή (2008) και στη Ράμι Σούκουλη για την ερμηνεία της στην Τρυφερότητα (2008). Στα άτυπα βραβεία των Μαζών βέβαια, η Στρέλλα πήρε αυτό της συγκλονιστικότερης προβολής, με το Αττικόν να σείεται απ’ το πάθος του κοινού, που μπορεί να μην είχε την ευκαιρία να του δώσει βραβείο, αλλά ελπίζουμε ότι θα θυμηθεί να του δώσει εισιτήρια όταν το βρει στις αίθουσες.
Παράλληλα πάντως, οι Νύχτες Πρεμιέρας, στη 15η επέτειό τους, έδειξαν και το πλήρες μέγεθος του ολότελα αντιδημοσιογραφικού τους προσώπου, και δεν αναφέρομαι βέβαια στις μαύρες λίστες της οργής (που δεν υπάρχει πρόθεση να αναφερθούν άλλο εδώ), αλλά στο γεγονός ότι το ευχάριστο της εκρηκτικής φετινής προσέλευσης του κοινού, με την τεράστια ζήτηση, τα ρεκόρ πωλήσεων, την αύξηση κατά πάνω από 10% σε σχέση με πέρσι και τα δεκάδες sold out, κλείδωσε έξω τον Τύπο, τουλάχιστον απ’ τις προβολές που θα τον ενδιέφεραν, με τον όχι και τόσο πρακτικό περιορισμό της διοργάνωσης, να προμηθεύονται εισιτήρια μόνο για μια μέρα μπροστά --ρώτα, για παράδειγμα, τους δημοσιογράφους της LiFO, με τις διαπιστεύσεις που κράτησαν κυριολεκτικά αχρησιμοποίητες.
Και δεν υπάρχει τίποτε στραβό με το να επιλέγεις να είσαι φεστιβάλ κοινού κι ούτε με το να μην είσαι φεστιβάλ δημοσιογράφων, τουλάχιστον όχι όταν το κύριο βάρος του προγραμματισμού σου, κρατάνε ταινίες με δημοσιογραφικό ενδιαφέρον που έχει ήδη ψοφήσει απ’ τα ταξίδια τους σε άλλα φεστιβάλ μεγαλύτερα νωρίτερα, κι ούτε υπάρχει πρόβλημα να κάνεις, ας πούμε, την υποχώρηση, τις ανακαλύψεις και τις προτάσεις σου ως προγραμματιστής, να τις αφήνεις στο κοινό να τις αναζητήσει, να τις συζητήσει και να τις βγάλει έξω απ’ την αίθουσα, αντί να το αναθέσεις στους ανθρώπους των οποίων οι δουλειά είναι ακριβώς αυτή.
Όταν όμως ευελπιστείς να γίνεις φάρος κι αφετηρία μιας ντόπιας κινηματογραφίας, της οποίας το προηγούμενο μοντέλο γνωριμίας του με την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα (που, ας μην ξεχνάμε, αποτελείται, εκτός από δημοσιογράφους, και από sales agents, παραγωγούς, διανομείς και άλλους παρατρεχάμενους της διεθνούς κινηματογραφικής βιομηχανίας), τότε το να είσαι φεστιβάλ κοινού, είναι ή πολυτέλεια, ή παράνοια. Και τ’ αποτελέσματα του να μην το συνειδητοποιείς, μπορούν να είναι πιο ολέθρια απ’ τις άβολες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην προβολή του Κυνόδοντα, βέβαια.
Το αν και πώς θα προσπαθήσουν να παντρέψουν και να ισορροπήσουν το industry- και το public-oriented προφίλ τους, είναι κάτι που θα πρέπει να σκεφτούν πάρα πολύ σοβαρά οι Νύχτες, αν θελήσουν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις στο δονούμενο ντόπιο κινηματογραφικό στερέωμα, εξελίξεις που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να στρέψουν προς όφελός τους. Με άλλα λόγια, φέτος που το φεστιβάλ της Αθήνας γιόρτασε τα 15 του, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα γιορτάσει τα 50 του. Κι η διαφορά της ηλικίας, φάνηκε με το παραπάνω.
Previously on Movies for the Masses: Toronto 2009: Wrap-up