Written by
cheaptalk
in
Reviews
La Teta Asustada (2009)
Το Γάλα της Θλίψης / The Milk of Sorrow
Σκηνοθεσία: Claudia Llosa
Σενάριο: Claudia Llosa
Παίζουν: Magaly Solier, Θλίψη
Δες/Κρύψε το trailer
Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ
ΙΝΤΕΑΛ
Πανεπιστημίου 46 (ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο), 210-3826720.
Πεμ. - Τετ.: 18.00/ 20.10/ 22.20. Τετ. 20.10/ 22.20
Σκηνοθεσία: Claudia Llosa
Σενάριο: Claudia Llosa
Παίζουν: Magaly Solier, Θλίψη
Δες/Κρύψε το trailer
Η συνεσταλμένη Fausta μαθαίνει να ζει σε ένα κόσμο αμετανόητων βιαστών, χωρίς τις πονεμένες μελωδίες της μάνας της, και με τη πατάτα ανάμεσα στα σκέλια της να σαπίζει και να φυτρώνει.Φαινομενικά άνισο, φορτωμένο με αλληγορίες σα το Datsun γύφτου, προβληματικό στο μοντάζ από το νεκρικά ακούνητο καδράρισμα, και παγοβουνικά δυσκίνητο σε βαθμό να σου παίρνει περισσότερο να φτάσεις από τη κουζίνα στη κρεβατοκάμαρα παρά να πεταχτείς μέχρι το Περού, το Γάλα της Θλίψης (2009) είναι και βαθιά γυναικείο με τη σπάνια καλή έννοια, και πολιτικό με τη σπάνια ανθρώπινη έννοια, και μια από τις καλύτερες ταινίες της παγκόσμιας παραγωγής τη προηγούμενη χρονιά, οπότε στην Ελλάδα φτάνει κουβαλώντας και τη μάλλον σπάνια δικαίωση της βράβευσης στο Βερολίνο και της οσκαρικής υποψηφιότητάς του.
Με ένα στιλάκι λιτό αλλά πλούσιο, σα τη παρουσία της στην απονομή της Berlinale, η Claudia Llosa περιφέρεται στις φτωχογειτονιές της Lima με κάμερα 35 χιλιοστών που μοιάζουν 70 σε κάποια πλάνα ατελείωτων σκαλοπατιών, και μπορείς να πεις ότι ενδιαφέρεται να επανακαθορίσει (ή να καθορίσει πια) τον μαγικό ρεαλισμό, σχεδόν όσο και να επουλώσει τις πληγές του ντόπιου πληθυσμού από την επέλαση του μαοϊκού Φωτεινού Μονοπατιού στις αρχές του '80, επέλαση πιο βάρβαρη και από τα στρατά της τυπικά αμερικανολατινικής κυβέρνησης. Και τα δυο, και το κινηματογραφικό ρεύμα και τη κινηματογράφιση θεραπείας, και ειδικά από θηλυκή σκοπιά, δύσκολα φαντάζεσαι δοκιμότερο τρόπο να τα προσεγγίσεις από το προσοχή εύθραυστο περπάτημα στις μύτες, και το εκπληκτικότερο είναι ότι η Llosa τα συνθέτει, προτείνοντας την αλληγορική αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας σαν αληθινή διέξοδο (για πυροβολημένες έστω), και σαν ουσιαστικό σινεματικό closure αντί για το τυχόν υποκατάστατο του κλεισίματος-χαπιού από αέρα στο τέλος. Αυτή τη στάση η υπεργκαβλιάρα σκηνοθέτρια τη δανείζεται βέβαια από την ινδιάνικη του "τρομαγμένου βυζιού" του τίτλου, από τη συμπονετική αντιμετώπιση του περάσματος της εμπειρίας αχαρακτήριστου βιασμού από μάνα σε κόρη σαν αρρώστια που μεταδίδεται με το θηλασμό, και την επιστρέφει, παρουσιάζοντας τη λαϊκή περουβιανή καθημερινότητα σα μια όμορφη σύνθεση ανάγκης και φαντασίας, σα συνειδητά σουρεαλιστικό πολιτισμό και όχι σαν αμορφωσιά. Ο λάκος που σκάβει ο θείος να παραχώσει τη γριά γίνεται πισίνα τσαλαβουτήματος για τα παιδιά της γειτονιάς, τα έθιμα των γάμων χρησιμοποιούνται και τεχνικά και μεταφορικά σα φρέσκος αέρας στη μυρωδιά του τάφου, τα αυτοσχέδια πικρά τραγούδια ισοδυναμούν με μαργαριτάρια, η Llosa καταφέρνει μπηχτές στη νεο-αποικιοκρατία και στην εξίσωση της φτώχιας με απλυσιά, με τον ίδιο αιθέριο τρόπο που περνάει από το συμβολισμό στο ρεαλισμό, εξετάζοντας βαθιά τραύματα με τρόπο αγγελικό ένα πράμα, με μια περίτεχνη μελαγχολία, μια ευαίσθητη περηφάνια, μια εγκάρδια υποτέλεια, με πολλά επίθετα και ουσιαστικά που έχεις εμπειρικά συνδέσει μόνο με την απατηλή εμφάνιση των σαρκοβόρων Παγίδων της Αφροδίτης.
Με ένα στιλάκι λιτό αλλά πλούσιο, σα τη παρουσία της στην απονομή της Berlinale, η Claudia Llosa περιφέρεται στις φτωχογειτονιές της Lima με κάμερα 35 χιλιοστών που μοιάζουν 70 σε κάποια πλάνα ατελείωτων σκαλοπατιών, και μπορείς να πεις ότι ενδιαφέρεται να επανακαθορίσει (ή να καθορίσει πια) τον μαγικό ρεαλισμό, σχεδόν όσο και να επουλώσει τις πληγές του ντόπιου πληθυσμού από την επέλαση του μαοϊκού Φωτεινού Μονοπατιού στις αρχές του '80, επέλαση πιο βάρβαρη και από τα στρατά της τυπικά αμερικανολατινικής κυβέρνησης. Και τα δυο, και το κινηματογραφικό ρεύμα και τη κινηματογράφιση θεραπείας, και ειδικά από θηλυκή σκοπιά, δύσκολα φαντάζεσαι δοκιμότερο τρόπο να τα προσεγγίσεις από το προσοχή εύθραυστο περπάτημα στις μύτες, και το εκπληκτικότερο είναι ότι η Llosa τα συνθέτει, προτείνοντας την αλληγορική αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας σαν αληθινή διέξοδο (για πυροβολημένες έστω), και σαν ουσιαστικό σινεματικό closure αντί για το τυχόν υποκατάστατο του κλεισίματος-χαπιού από αέρα στο τέλος. Αυτή τη στάση η υπεργκαβλιάρα σκηνοθέτρια τη δανείζεται βέβαια από την ινδιάνικη του "τρομαγμένου βυζιού" του τίτλου, από τη συμπονετική αντιμετώπιση του περάσματος της εμπειρίας αχαρακτήριστου βιασμού από μάνα σε κόρη σαν αρρώστια που μεταδίδεται με το θηλασμό, και την επιστρέφει, παρουσιάζοντας τη λαϊκή περουβιανή καθημερινότητα σα μια όμορφη σύνθεση ανάγκης και φαντασίας, σα συνειδητά σουρεαλιστικό πολιτισμό και όχι σαν αμορφωσιά. Ο λάκος που σκάβει ο θείος να παραχώσει τη γριά γίνεται πισίνα τσαλαβουτήματος για τα παιδιά της γειτονιάς, τα έθιμα των γάμων χρησιμοποιούνται και τεχνικά και μεταφορικά σα φρέσκος αέρας στη μυρωδιά του τάφου, τα αυτοσχέδια πικρά τραγούδια ισοδυναμούν με μαργαριτάρια, η Llosa καταφέρνει μπηχτές στη νεο-αποικιοκρατία και στην εξίσωση της φτώχιας με απλυσιά, με τον ίδιο αιθέριο τρόπο που περνάει από το συμβολισμό στο ρεαλισμό, εξετάζοντας βαθιά τραύματα με τρόπο αγγελικό ένα πράμα, με μια περίτεχνη μελαγχολία, μια ευαίσθητη περηφάνια, μια εγκάρδια υποτέλεια, με πολλά επίθετα και ουσιαστικά που έχεις εμπειρικά συνδέσει μόνο με την απατηλή εμφάνιση των σαρκοβόρων Παγίδων της Αφροδίτης.
Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
*Το πρόγραμμα αναδημοσιεύεται από το Αθηνόραμα και ισχύει για την πρώτη βδομάδα προβολής
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ
ΙΝΤΕΑΛ
Πανεπιστημίου 46 (ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο), 210-3826720.
Πεμ. - Τετ.: 18.00/ 20.10/ 22.20. Τετ. 20.10/ 22.20