Copie Conforme (2010): Sélection officielle extraits
Δες/Κρύψε το teaser
Για τη μόνη ταινία που έφαγε γιούχα στις φετινές Κάνες (έστω κι αν ήταν από 3-4 άτομα μονάχα, στη χθεσινή απογευματινή δημοσιογραφική της), έχει απόψε ρεζερβέ τα κόκκινα σκαλιά του το Grand Théâtre Lumière, που υποδέχεται καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, το πρώτο δυτικόφωνο φιλμ του τρεις φορές υποψήφιου και μια απ’ αυτές βραβευμένου με τον Χρυσό Φοίνικα, Abbas Kiarostami. Ο Kiarostami εκπροσωπεί εδώ το Ιράν, που έχει γίνει επίκεντρο φωνών και ψιθύρων του Φεστιβάλ και της γενικότερης κινηματογραφικής πραγματικότητας, από την εποχή που οι αρχές της χώρας απαγόρευσαν την έξοδο απ’ τα σύνορα στον φυλακισμένο απ’ το Μάρτη Jafar Panahi, για να παραστεί στη διοργάνωση ως μέλος της κριτικής επιτροπής. Θέμα που δεν έχει σταματήσει να ανασύρεται όλες αυτές τις μέρες, χάρη και στην κενή ρεζερβέ θέση που του έχουν φυλάξει οι διοργανωτές ανάμεσα στην επιτροπή, αλλά κι ακόμη περισσότερο χθες και σήμερα, που έγινε γνωστό ότι την Κυριακή η αστυνομία εισέβαλε εκ νέου στο σπίτι της οικογένειας του Panahi, για να τους προειδοποιήσει για σοβαρές συνέπειες, αν δεν σταματήσουν να ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον του Τύπου για το θέμα.
Στο δικό μας θέμα πάντως, ο Abbas Kiarostami, αφήνοντας τα φαρσί έξω απ’ το σενάριό του, κι αντικαθιστώντας τα με γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά --τις τρεις γλώσσες που κυριαρχούν, άλλωστε, και στην Croisette αυτές τις μέρες, με αυτήν την συγκεκριμένη σειρά συμπτωματικά--, υιοθετεί παράλληλα κι ένα εντελώς δυτικό θεματικό πυρήνα, γυρίζοντας αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει κλασικό rom-com, αν δεν ήταν ποτισμένο απ’ τις πολιτικοκοινωνικοφιλοσοφικές ευαισθησίες του δημιουργού του. Φορτώνοντας την ταινία στις ερμηνευτικές πλάτες της Juliette Binnoche σχεδόν αποκλειστικά (κάνοντάς την και ισχυρό φαβορί για το βραβείο ερμηνείας), και με τον (Βρετανό βαρίτονο) William Shimel ως βοηθητική παρουσία (για να έχει κάποιον να της επιστρέφει τις ατάκες) ο Kiarostami γυρίζει πρακτικά ένα απιστοποίητο αντίγραφο της διλογίας του Richard Linklater, Before Sunrise (1995) και Before Sunset (2004), βάζοντας τους δυο ήρωές του να περπατάνε και να μιλάνε ακατάπαυστα και επί παντώς, δίχως όμως να έχει ανάγκη την εφετζίδικη φωτογραφία, κι αφήνοντας το αστικό τοπίο της Τοσκάνης να ομορφύνει με το δικό του χρώμα τα σχεδόν απεριποίητα καδραρίσματά του.
Η ταινία διαφοροποιείται, και γίνεται αυθεντική μέσα στις ομοιότητές της, χάρη στο εύρημα των δυο χαρακτήρων, που ξεκινούν ως άγνωστοι (αυτός της Binnoche παραμένει κι ανώνυμος μέχρι τους τίτλους τέλους, αλλά κι οι δυο τους δεν είναι παρά κενά δοχεία που μπορείς ανά πάσα στιγμή να γεμίσεις με οποιανού την ύπαρξη θέλεις), κι απ’ την περιπατιτική παρλαπίπα περνούν στο επίπεδο της σουρεαλιτέ (αλλά, παρλαπίπας ωστόσο), όταν αρχίζουν να ενδύονται σταδιακά, ρόλους ζευγαριού με εντελώς διαφορετικούς δεσμούς από κομμάτι σε κομμάτι. Ρόλοι που τους μεταμορφώνουν σε φωτοκόπιες των εαυτών τους, με διαφορετικές δόσεις γκριζαρίσματος, δείχνοντας πρακτικά τα στάδια ζωής που περνά ο άνθρωπος στη σχέση του με τον άνθρωπό του, και τους ρόλους που αυτά επιβάλουν, κάνοντάς τον ταυτόχρονα ίδιο, μα και διαφορετικό, με τον ίδιο μα και με τον διπλανό του. Οι χωρίς προειδοποίηση αλλαγές, απλώνουν και διάφορα είδη αμηχανίας στον θεατή που δεν πιάνει απαραίτητα το τί συμβαίνει όταν το βλέπει, αλλά εδώ που τα λέμε, ποιος σου είπε ότι θα ενημερωθείς για το πότε αλλάζεις κι εσύ ο ίδιος;
Στο δικό μας θέμα πάντως, ο Abbas Kiarostami, αφήνοντας τα φαρσί έξω απ’ το σενάριό του, κι αντικαθιστώντας τα με γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά --τις τρεις γλώσσες που κυριαρχούν, άλλωστε, και στην Croisette αυτές τις μέρες, με αυτήν την συγκεκριμένη σειρά συμπτωματικά--, υιοθετεί παράλληλα κι ένα εντελώς δυτικό θεματικό πυρήνα, γυρίζοντας αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει κλασικό rom-com, αν δεν ήταν ποτισμένο απ’ τις πολιτικοκοινωνικοφιλοσοφικές ευαισθησίες του δημιουργού του. Φορτώνοντας την ταινία στις ερμηνευτικές πλάτες της Juliette Binnoche σχεδόν αποκλειστικά (κάνοντάς την και ισχυρό φαβορί για το βραβείο ερμηνείας), και με τον (Βρετανό βαρίτονο) William Shimel ως βοηθητική παρουσία (για να έχει κάποιον να της επιστρέφει τις ατάκες) ο Kiarostami γυρίζει πρακτικά ένα απιστοποίητο αντίγραφο της διλογίας του Richard Linklater, Before Sunrise (1995) και Before Sunset (2004), βάζοντας τους δυο ήρωές του να περπατάνε και να μιλάνε ακατάπαυστα και επί παντώς, δίχως όμως να έχει ανάγκη την εφετζίδικη φωτογραφία, κι αφήνοντας το αστικό τοπίο της Τοσκάνης να ομορφύνει με το δικό του χρώμα τα σχεδόν απεριποίητα καδραρίσματά του.
Η ταινία διαφοροποιείται, και γίνεται αυθεντική μέσα στις ομοιότητές της, χάρη στο εύρημα των δυο χαρακτήρων, που ξεκινούν ως άγνωστοι (αυτός της Binnoche παραμένει κι ανώνυμος μέχρι τους τίτλους τέλους, αλλά κι οι δυο τους δεν είναι παρά κενά δοχεία που μπορείς ανά πάσα στιγμή να γεμίσεις με οποιανού την ύπαρξη θέλεις), κι απ’ την περιπατιτική παρλαπίπα περνούν στο επίπεδο της σουρεαλιτέ (αλλά, παρλαπίπας ωστόσο), όταν αρχίζουν να ενδύονται σταδιακά, ρόλους ζευγαριού με εντελώς διαφορετικούς δεσμούς από κομμάτι σε κομμάτι. Ρόλοι που τους μεταμορφώνουν σε φωτοκόπιες των εαυτών τους, με διαφορετικές δόσεις γκριζαρίσματος, δείχνοντας πρακτικά τα στάδια ζωής που περνά ο άνθρωπος στη σχέση του με τον άνθρωπό του, και τους ρόλους που αυτά επιβάλουν, κάνοντάς τον ταυτόχρονα ίδιο, μα και διαφορετικό, με τον ίδιο μα και με τον διπλανό του. Οι χωρίς προειδοποίηση αλλαγές, απλώνουν και διάφορα είδη αμηχανίας στον θεατή που δεν πιάνει απαραίτητα το τί συμβαίνει όταν το βλέπει, αλλά εδώ που τα λέμε, ποιος σου είπε ότι θα ενημερωθείς για το πότε αλλάζεις κι εσύ ο ίδιος;
Previously on Movies for the Masses: Tamara Drewe (2010): Hors compétition extraits