Claude Chabrol: In Memoriam
Μετά τον Éric Rohmer τον Γενάρη και όσο η αμερικάνικη Ακαδημία έψαχνε τον Jean-Luc Godard να προλάβει να τον τιμήσει, πέθανε από ανακοπή καρδιάς χτες σε ηλικία 80 ετών ο Claude Chabrol, δημιουργός ελεύθερος, απρεπής, ιδεολόγος και λαλίστατος σύμφωνα με τον Christophe Girard, ότι πιο ανώτατο επίσημο είχε η πόλη του Παρισιού για να το ανακοινώσει. Η εξέταση DNA που θα αποδείκνυε ποιος ήταν ο πραγματικός πατέρας της nouvelle vague δεν έγινε ποτέ, και είναι ακόμα πιο αμφίβολο αν ο συν-συγγραφέας (μαζί με τον Rohmer) του Hitchcock θα διεκδικούσε καν τη πατρότητα πια, δεδομένα η πορεία του τον έφερε μακριά μέχρι παρεξηγήσεως από το κύμα, στη δημιουργία δικιάς του υπογραφής, κοντά σε αυτή του Sir Alfred που θαύμαζε σε βαθμό να κουτουλάει σε συντριβάνια μετά τις συναντήσεις τους.
Ο Άκης Καπράνος ψάχνει τη διαπόμπευση της μπουρζουαζίας στο mainstream έργο του πρώτου πρακτικού του σημαντικότερου κύματος κινηματογραφικής εικονοκλασίας, όσο τη σκεπάζει το χώμα.
Πίσω από τις αγωνιώδεις σεκάνς που κοσμούν την φιλμογραφία του Claude Chabrol άκουγες πάντα το σαρκαστικό γέλιο ενός παρατηρητή που, με τη σειρά του, πίσω από τους μηχανισμούς των φρικτών φονικών παρατηρούσε καγχάζοντας μια κοινωνία τόσο ηλίθια που καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να την κατατροπώσει. Ο Chabrol έπιασε κι αυτός το νήμα της αρχαίας τραγωδίας, μόνο που αντικατέστησε το υπαρξιακό της βάθος με την τραγωδία του μικροαστισμού – που ως γνωστόν, έχει βάθος δαχτυλήθρας. Γι' αυτό είναι θλιβερή και ξεκαρδιστική μαζί. Και γι' αυτό θα μας λείψει πολύ, κι ας αφήνει πίσω του ένα μεγάλο έργο. Γιατί λίγοι σκηνοθέτες μέχρι σήμερα είχαν αυτή την διορατικότητα και, ακόμη λιγότεροι την συνδύασαν με τέτοια βαθιά γνώση της κινηματογραφικής τεχνικής. Από το σασπένς του Να Πεθάνει Το Κτήνος (1969) μέχρι το βάρβαρο ξέσπασμα της Τελετής (1995), ο Chabrol έκοψε την ανάσα σε πολλούς, και έθεσε αιχμηρά ερωτήματα σε ακόμη περισσότερους. Τον θυμάμαι σε ένα ντοκιμαντέρ για το Monsieur Verdoux (1947) του Chaplin (ο Chabrol είχε επίσης γυρίσει μια ταινία για τον κατά συρροή δολοφόνο Henri Désiré Landru), να χαμογελά σαν έφηβος περιγράφοντας τα traveling που τον γοήτευσαν περισσότερο, αλλά και τον βαθύ, σκατόψυχο κυνισμό της. Έδειχνε να έχει πλήρη αντίληψη της ταινίας σε κάθε επίπεδο, και ο λόγος του σε μάγευε.
Λογικό, ο άνθρωπος ήταν σπουδαγμένος. Παράτησε την ιατρική για να ιδρύσει τα Cahiers du Cinéma, μαζί με τους Truffaut, Godard, Rohmer και Rivette, η πρώτη του ταινία, ο Ωραίος Σέργιος (1958), αποτελεί και την πρώτη του κινήματος της Nouvelle Vague. Χρηματοδότησε ταινίες του Rivette, βοήθησε τον Truffaut και τον Godard στα πρώτα τους βήματα. Αλλά ο Chabrol είχε και αγάπες για πιο παραδοσιακά πράγματα. Ή έβλεπε σε αυτά την πραγματική τους αξία. Πρώτος αυτός, το 1957, καταπιάστηκε ως θεωρητικός με το σινεμά του Hitchcock, δημοσιεύοντας μια μελέτη πάνω στο έργο του, σε μια εποχή που κανείς δεν το έπαιρνε στα σοβαρά. Και σιγά-σιγά, οι ασκήσεις σασπένς έκαναν ολοένα και πιο συχνά την εμφάνιση τους στο δικό του έργο. Άλλωστε ήταν παραγωγικότατος: 63 ταινίες συμπεριλαμβάνει η φιλμογραφία του, χώρια τις τηλεοπτικές του δουλειές. Όχι όλες τους καλές. Ο ίδιος μάλιστα πίστευε πως μία από αυτές, το Folies Bourgeoises (1976) με τον Bruce Dern είναι η "δεύτερη χειρότερη στην ιστορία του σινεμά". Ποτέ όμως δεν σταμάτησε να δουλεύει. Και τα διαμάντια της καριέρας του, πολλά – πιάνουν και τον 21ο αιώνα: το παγερά νεκρικό Merci pour le Chocolat (2000) το αποδεικνύει. Οι Αμερικάνοι ακόμη τον μελετούν: το Unfaithful (2002) του Adrian Lyne αποτελεί ριμέικ της σαμπρολικής Άπιστης Γυναίκας του 1969, μόνο που το αμφίσημο και μάλλον τρυφερό φινάλε του πρώτου ελάχιστη σχέση έχει με αυτό του πρωτότυπου. Και όταν ήθελε να παίξει λογοτεχνικά, (όπως στην Madame Bovary (1991) του) το έκανε πάντα με βαθιά γνώση του πρωτότυπου, αλλά και σαφήνεια στην εικονική του μετάφραση.