Medianeras (2011)
Μεσοτοιχίες / Sidewalls
Σκηνοθεσία: Gustavo Taretto
Σενάριο: Gustavo Taretto
Παίζουν: Javier Drolas, Pilar López de Ayala
Πρακτικά γείτονες και κατά σύμβαση φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, νέοι, ωραίοι και προβληματικοί, ζουν αποξενωμένοι στα σπιρτόκουτά τους στη πρωτεύουσα της χρεοκοπημένης Αργεντινής. Όπως μπορεί να ομολογήσει και ο Sean Ellis για παράδειγμα, το να μετατρέψεις ένα ξεχωριστό ιδιότροπο φιλμάκι σε μεγάλου μήκους, χωρίς να καταλήξεις σε υπερβολική δόση χιψστεριάς, δεν είναι και τόσο εύκολο, ειδικά αν οι ήρωές σου είναι ο Woody Allen και ο Michel Gondry. Παρολαυτά ο Αργεντίνος Gustavo Taretto επέκτεινε με σχετική επιτυχία στο Medianeras (2011) την ομώνυμη 30λεπτη ταινία του από το 2005, μετατρέποντάς τη σε δικό του σχολιασμό της ζωής στον 21ο αιώνα, και έτσι οι αρχικές θεματικές --μια αιτιολογημένη αίτηση επανεξέτασης του αστικού τοπίου και μια γλυκερή ιστορία ιδανικών αλλά ασύνδετων εραστών-- δε κραυγάζουν τόσο ώστε να γίνονται αφόρητες. Το άρωμα του σχολιασμού είναι οικείο, οι καταθλιπτικοί, υποχονδριακοί και εξοικειωμένοι με την κατάστασή τους χαρακτήρες παραπέμπουν σε συγκεκριμένο διάσημο διοπτροφόρο, αλλά αντίθετα με την εισαγωγή του Manhattan (1979) και των τουριστικών οδηγών που έκανε στη συνέχεια ο Allen, ο Taretto παρουσιάζει στο ξεκίνημα της δικιάς του δημιουργίας το Buenos Aires σαν υπεύθυνο για τις νευρώσεις και τη συναισθηματική καταστολή (μέχρι αυτοκτονίας μιλάμε) ακόμα και των σκύλων που το κατοικούν, και αντίθετα με την επίφαση υπερ-διανόησης στο έργο του Νεοϋορκέζου η αφήγηση των Μεσοτοιχιών ενδιαφέρεται για την απλότητα και τις αποχρώσεις που ταιριάζουν στην (κατονομαζόμενη) ψηφιακή γενιά. Στον άλλον προφανή ήρωά του, στον Gondry, ο σκηνοθέτης παραπέμπει με εύρος λεπτομερειών και.. πλάτος ποικιλμάτων, με κάδρα που συνεχίζουν τις αρχιτεκτονικές γραμμές και τις φωτογραφικές εστιάσεις και με αχρείαστα γραφικά για καθυστερημένους πλέον, αλλά δε τολμάει και κανέναν αντίστοιχο αφηγηματικό σουρεαλισμό, αντίθετα όσο περνάει η ώρα η ταινία τσαλαβουτάει στη κοινοτοπία, διαγράφει σαν μελλοντική ευτυχία την κοινή, ομώνυμη, έλξη προς την "ιδιαιτερότητα" του μέσου όρου, την αφομοιωμένη τέχνη.