Neka Ostane Medju Nama (2010)
Εντελώς Μεταξύ μας / Just Between Us
Σκηνοθεσία: Rajko Grlic
Σενάριο: Rajko Grlic, Ante Tomic
Παίζουν: Miki Manojlovic, Bojan Najovec, Daria Lorenci κ.ά.
Δυο αδέρφια χάνουν τον πατέρα τους κι ύστερα τα αυγά και τα πασχάλια με τις γυναίκες που έχουν ανταλλάξει, τους απογόνους που έχουν σκορπίσει και τις γκόμενες που έχουν πηδήσει, μέχρι να ξαναβρούν την ομορφιά της οικογένειας. Χαρακτηριστική περίπτωση δραμεντί για την ανδρική κρίση της μέσης ηλικίας, εμπλουτισμένη με λίγο άρωμα από Βαλκάνια για πιο πικάντικη γεύση, η ταινία του Rajko Grlic είναι ικανή να σε αφήσει με την εντύπωση ότι το Ζάγκρεπ δεν πρέπει να’χει παραπάνω από 10-15 κατοίκους όλους κι όλους, άντε και καμιά 50αριά κομπάρσες γύρω-γύρω, για να’χουν οι πρωταγωνιστές κι από κάπου αλλού ν’ αντλήσουν γκόμενες να πηδήξουν, όταν δεν επιδίδονται σε χαριτωμένα ημιαιμομηχτικά κερατώματα. Σα να πήρε τη βάση για κλασική αρχαιοελληνική τραγωδία, να την έντυσε κωμωδία καταστάσεων και να την πέταξε στη βαθιά άγρια θάλασσα του χολιγουντιανού ρομάντζου για να δει τι ψαριά θα πιάσει, ο Κροάτης σκηνοθέτης καταφέρνει να μασκάρει το εν δυνάμει εξωφρενικό σε ανάλαφρα κωμικό και σε κάποιο βαθμό, κοινωνιολογικά υπαινικτικό, στήνοντας ένα κωμικόδραμα χαρακτήρων που κουβαλούν την ιστορία της χώρας τους στα οικογενειακά τους γονίδια, ως γιοί καλλιτέχνη, οι οποίοι χάραξαν διαφορετικές ζωές, με τον έναν να φεύγει για την Αμερική για να πάρει μάστερ καπιταλιστή, και τον άλλο να μένει πίσω για να γίνει ανάδελφος συνομωσιολάγνος λούζερ χαραμοφάης. Όμως κι οι δυο στην ίδια χώρα ζουν στο τέλος, την ίδια κουλτούρα κουβαλούν, κι ακόμη κι αν δεν φορούν ίδια κοστούμια, ίδιες ορέξεις έχουν όταν ξεγυμνώνονται, κι ως επί το πλείστον, τις ίδιες γκόμενες πηδάνε, οπότε μπορείς να πεις πως ό,τι κι αν κάνουν, όλα στην οικογένεια τα κρατάνε, κι αυτή την αξία της οικογένειας, ως θελκτική φωλιά σιγουριάς, ασφάλειας, αποδοχής κι αλληλοϋποστήριξης, είναι που βάζει στην καρδιά σου ο σκηνοθέτης, ακόμη κι αν ακολουθεί μια φουλ ανορθόδοξη διαδρομή για να φτάσει ως εκεί, και σε γεμίζει στην πορεία μ’ αυτήν την παρανοϊκή βακχική ευδαιμονία της αέναης λίμπιντο και του τρόπου που οι σαρκικές ορέξεις θαμπώνουν όχι μονάχα τις όποιες κοινωνικές επιταγές ορθής χρήσης του διπλανού σου, αλλά και της κοινής λογικής για τα όρια που πρέπει να κρατήσεις, αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, τουλάχιστον για να ξέρεις ποιον πρέπει να φωνάζεις γιο και ποιον ανεψιό σου, ας πούμε.