Rampart (2011)
Στα Όρια
Σκηνοθεσία: Oren Moverman
Σενάριο: James Ellroy, Oren Moverman
Παίζουν: Woody Harrelson, Robin Wright, Sigourney Weaver
Μπάτσος με ζόρικο παρελθόν, κάνει ακόμη πιο ζόρικο το παρόν του, αρνούμενος να δει τη δουλειά του με δημοσιοϋπαλληλίστικη αδιαφορία, παρά επιμένοντας να την αντιμετωπίζει σαν ανώτερο κάλεσμα για τη διατήρηση της λογικής στους δρόμους. Αντλώντας έμπνευση απ’ τα περιστατικά των τελών του ’90, που είδαν την αστυνομική δύναμη του Los Angeles να μεταφέρεται στο στόχαστρο μαζικών εκδηλώσεων οργής κι αγανάκτησης πολιτών, με σειρά σκανδάλων κι αποκαλύψεων περιστατικών κατάχρησης εξουσίας, παραποίησης στοιχείων και άλλων χαριτωμένων, βασικά προερχόμενων απ’ το αστυνομικό τμήμα του τίτλου, ο Oren Moverman, που είχε δει τον Woody Harrelson να φτάνει στις υποψηφιότητες των Όσκαρ πριν δυο χρόνια με το The Messenger (2009), φορτώνει ξανά στον πρωταγωνιστή του ολόκληρη την ταινία, γραμμένη απ’ τον ίδιο, με τη βοήθεια του James Ellroy, που αφήνει την σφραγίδα του στο βάρος της αρχιδάτης παρουσίας του κεντρικού ρόλου, σαν μοναχικού και μόνου καουμπόη, σε μια Άγρια Δύση που έχει από καιρό παραδώσει τα εξάσφαιρα για χάρη των δολοφονικών δυνατοτήτων των πενών, των μικροφώνων και των κοστουμιών της πολιτικής. Με σχεδόν αποκλειστική κινητήρια δύναμη την εμφάνιση του Harrelson, που αφήνει εδώ ερμηνευτική παρακαταθήκη πιο επιβλητική από εκείνη του The Messenger και πιο μαγνητική κι από εκείνη του The People vs Larry Flint (1996), ο Moverman σε σπρώχνει όλο και πιο βαθιά όχι στην βρώμα και τη δυσωδία διαφθοράς και σαπίλας που θα περίμενες απ’ τον τίτλο, αλλά στην τρικυμία του κρανίου και της ζωής ενός ανθρώπου που μετά από μακρά σειρά αποπειρών να επιβάλει στον κόσμο γύρω του, την δική του άποψη για το πώς θα έπρεπε να γυρίζει, βλέπει την αποφασιστικότητά του να τού γυρνάει τούμπα για να του σπάσει το κεφάλι με τις αστοχίες του για βαριοπούλα. Ενσαρκώνοντας το φίνο σημείο που συναντιέται η κτηνώδης αγριάδα με εκείνη την ευφυΐα που είναι αρκετά βαθιά για να ξέρει πως πρέπει να ’ναι και βουβή τις περισσότερες ώρες της ημέρας, ο Harrelson εντοπίζει και σκιαγραφεί μια ανατριχιαστικά εσωτερικευμένη εκδοχή του σαδισμού, για να παραδώσει με αριστοτεχνική λιτότητα, έναν χαρακτήρα πλούσιο σε σκοτάδια φθοράς, πιο βαθιάς απ’ αυτήν που αφήνουν να φανούν τα περιστασιακά μισανθρωπικά του ξεσπάσματα. Περισσότερο ψυχολογικό δράμα, παρά νουάρ εξερεύνηση της εποχής του, το Rampart δεν έχει και πολλά περισσότερα απ' την tour de force του πρωταγωνιστή του να επιδείξει, ταλαιπωρείται από μια κάποια έλλειψη στην πλοκή του, ιδίως στο δεύτερο μισό, που πια έχουν εμφανιστεί όσοι ήταν να βάλουν καρφιά στον σταυρό του αντιήρωά σου, η αντισυμβατικότητα της οικογενειακής του κατάστασης παραχτυπάει ως φτιαχτή στην έμπνευση, όταν αποκαλύπτεται και η συμβατικότητα της εξέλιξής της, ενώ και η ξαφνική στροφή της σκηνοθεσίας σε παραισθησιογόνες εικονογραφήσεις, προκαλεί μια κάποια αμηχανία εκεί στα τελειώματα, μιας και συνδυάζεται με ένα αλαφρό βάλτωμα στην πορεία του χαρακτήρα προς την κόλαση.