Life Aquatic, The - Review

The Life Aquatic – Υδάτινες Ιστορίες
(3.5/5)

Σκηνοθεσία: Wes Anderson
Σενάριο: Wes Anderson, Noah Baumbach
Παίζουν: Bill Murray, Owen Wilson, Cate Blanchett, Anjelica Huston

Βλέποντας την ταινία, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δηλαδή για την ακρίβεια, πολλά δεν πήγαιναν καλά. Θέλω να πω, υπήρχε το σωστό κλίμα που πρέπει να ντύνει μια ταινία του Wes Anderson, και όσοι έχουν παρακολουθήσει τις ταινίες του, ή έστω έχουν δει μόνο την τελευταία του δουλειά, την Οικογένεια Τένεμπαουμ (2001), ξέρουν τι εννοώ. Αυτό το μείγμα γλυκόπικρου δράματος με κρυμμένες ανάσες έξυπνης, παιχνιδιάρικης κωμωδίας, που έγινε το trademark ενός μοναδικού στο είδος του σκηνοθέτη-σεναριογράφου του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου. Όλο αυτό ήταν εκεί, μαζί με την αγάπη του Anderson να σκορπά αλλόκοτους χαρακτήρες, και στο μέσον τους να συνθέτει δυσλειτουργικές οικογένειες για να τις αποδομήσει στη συνέχεια με σαδιστικό σαρκασμό. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν του πέτυχε η αναλογία.

Ο Steve Zissou, ο μεγάλος ωκεανολόγος, ξεκινά για το τελευταίο του ταξίδι με σκοπό να αναστήσει την ολοένα και συρρικνούμενη φήμη του, αλλά και να σκοτώσει τον καρχαρία Jaguar, ένα νέο είδος σαρκοβόρου ψαριού, η ανακάλυψη του οποίου κόστισε τη ζωή του καλού του συνεργάτη και πολύ κοντινού του φίλου. Καινούριοι σύντροφοι σ’ αυτήν του την περιπέτεια, μια έγκυος νεαρή ρεπόρτερ που θα κεντρίσει τον ανδρισμό του, και ένας πιτσιρικάς που ισχυρίζεται ότι είναι ο χαμένος του γιος.

Η ιδέα και μόνο ενός ωκεανογράφου-φιλμικού αντίστοιχου του Jaques Causteu, που ως άλλος κάπταιν Άχαμπ ξεκινά να σεργιανίσει τους ωκεανούς για να βρει τον καρχαρία που έφαγε το φίλο του και να πάρει εκδίκηση, είναι αρκετά φευγάτη για να υποσχεθεί ένα καλό σεναριακό background, αλλά το inside joke καταναλώνεται αρκετά σύντομα. Στη συνέχεια οι χαρακτήρες αποδεικνύονται πολύ αδύναμοι για να κερδίσουν το ενδιαφέρουν του θεατή, που μένει να προσπαθεί να ισορροπήσει στις τάσεις του Anderson να συγκεράσει κινηματογραφικά ήδη όπως η περιπέτεια, το kung-fu και οι πειρατικές ταινίες, με έναν τρόπο που, το μόνο που μπορώ να πώ, είναι ότι προκαλεί αμηχανία. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Γιατί αυτό το φιλμικό αξιοπερίεργο, σε συνδυασμό με την ιδιοφυή επιλογή του Anderson να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά Computer Generated εικόνες σε πανέμορφα έντονα παστέλ χρώματα για να απεικονίσει το βυθό και τα πλάσματά του, σκηνοθετικά κολπάκια όπως η απεικόνιση των διαμερισμάτων του πλοίου μέσω τομής (ακριβώς όπως στην ταινία του Jerry Lewis The Ladies’ Man του 1961) και η μαγευτική εμφάνιση του Bill Murray στον low key πρωταγωνιστικό ρόλο, συνθέτουν μια τόσο διαφορετική ταινία απ’ όσα έχετε συνηθίσει, που ακόμη κι αν σας κουράσει, θα σας φρεσκάρει το βλέμμα, και αν μη τι άλλο, θα σας ανακατέψει και το μυαλό. Αφήστε που θα σας δείξει τον βυθό, όπως θα τον έβλεπε ο Κουστώ αν ήταν χασικλής.

News: Το αντι-Ομηρικό πανηγύρι ξεκίνησε ξανά

Ματαιώθηκε την Τετάρτη η προβολή της ταινίας Όμηρος του Κωνσταντίνου Γιάνναρη στον κινηματογράφο «Ολύμπιον» της Θεσσαλονίκης, μετά από τηλεφώνημα για βόμβα.

Νωρίτερα, ο πατέρας του Γιώργου Κουλούρη, που είχε χάσει τη ζωή του κατά τον αιματηρό τερματισμό της λεωφορειοπειρατείας, τον Ιούνιο του 1999, επί αλβανικού εδάφους, εισήλθε στην αίθουσα του κινηματογράφου και εξέφρασε ιδιαίτερα έντονα την αγανάκτηση του για την προβολή της ταινίας, η οποία, όπως υποστηρίζει, προσβάλλει τη μνήμη του παιδιού του.

Ο πατέρας του Γιώργου Κουλούρη φώναζε συνθήματα εναντίον του σκηνοθέτη, αλλά και των θεατών, υποστηρίζοντας ότι το σενάριο διάκειται θετικά υπέρ του Αλβανού δράστη.

Ακολούθησε ένταση στο χώρο του κινηματογράφου, ενώ στη συνέχεια τηλεφώνημα αγνώστων στην Άμεσο Δράση περί τοποθέτησης βόμβας στο «Ολύμπιον» είχε ως συνέπεια την εκκένωση της αίθουσας και τη ματαίωση της προβολής.

Πηγή: in.gr

Αν και η θεωρία όλο αυτό το σύστριγγλο να είναι υποκινούμενο απο την εταιρεία διανομής της ταινίας, θα έφτιαχνε ένα υπέροχο σενάριο συνομωσίας, το πράγμα έχει πάει τόσο μακριά που απο στιγμή σε στιγμή περιμένω την εμφάνιση της κυρίας Λουκά με Καλάσνικοφ και μολότωφ να καλεί το λαό σε εξέγερση και αντίσταση στη Γιανναρική λαίλαπα.

Το πανηγύρι του μποϋκοτάζ έχει ξεκινήσει. Κάντε μια βόλτα απ'το επίσημο forum του Ομήρου για τρελό αποκριάτικο κέφι


Τεστοστερόνη - Review

Τεστοστερόνη
(4/5)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος
Σενάριο: Αύγουστος Κορτώ
Παίζουν: Δημήτρης Λιακόπουλος, Καίτη Παπανίκα, Δήμητρα Ματσούκα, Ναταλία Δραγούμη

Στο ανακριτικό δωμάτιο αεροδρομίου της Αγγλίας, οι τελωνειακοί υπάλληλοι προσπαθούν να βρουν άκρη με το αινιγματικό περιστατικό ενός νεαρού Έλληνα φοιτητή που στη βαλίτσα του μεταφέρει περισσότερα πακετάκια τυλιγμένα με αλουμινόχαρτο, απ’ ότι ρούχα. Μόνο που στο αλουμινόχαρτο, αντί για ναρκωτικά, κρύβονται… σουτζουκάκια!

Α, όχι, λάθος, αυτό είναι από διαφήμιση κουζίνας… Όμως έχει κοινά με την καινούρια ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου. Για παράδειγμα, και στα δυο πρωταγωνιστεί η ίδια φάτσα. Και βεβαίως, έχουν και η δυο έναν αέρα κωμικής πρωτοτυπίας και φρεσκάδας. Και πότε ήταν η τελευταία φορά που ελληνική κωμωδία σας φάνηκε φρέσκια;

Η φρεσκάδα αυτή λοιπόν, οφείλεται κυρίως στο σενάριο του Αύγουστου Κορτώ, παιδί-θαύμα του ελληνικού μυθιστορήματος, που η φήμη τον θέλει να είχε ονειρευτεί ότι ήταν αποκλεισμένος σε ένα νησί γεμάτο γυναίκες διψασμένες για το σπέρμα του. Έτσι ακριβώς γίνεται και στην Τεστοστερόνη, μια σεξοκωμωδία καταστάσεων, όπου στέλνει το νεαρό πρωταγωνιστή του στη Νάξο με αφορμή ένα παλιό αμάξι, για να τον αποκλείσει εκεί -μοναδικό άντρα σε όλο το νησί- και να εξαπολύσει εναντίον του την ακόρεστη σεξουαλικότητα όλων των γυναικών του νησιού.

Με έξυπνο, κοφτερό χιούμορ, ο Κορτώ εμπλουτίζει το αρχέγονο όνειρο (ή εφιάλτη) του κάθε άντρα με πρωτότυπες κωμικές καταστάσεις, φίνο λεκτικό χιούμορ, αλλά και όλες τις ετεροφυλόφιλες σεξουαλικές φαντασιώσεις που κυκλοφορούν (σεξ με παιδική σου φίλη, με αντρογύναικα, με μηχανόβια, με χήρα, με μάνα, με δυο γυναίκες συγχρόνως, με μάνα και κόρη συγχρόνως, με την αδερφή σου, με υπερήλικη, μέχρι και με γοργόνα πάει, ε, δε μένει και τίποτε άλλο νομίζω) που ανανεώνουν το από κάποιο σημείο κι έπειτα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

Έτερος παράγων φρεσκάδας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Δημήτρης Λιακόπουλος, η φάτσα που λέγαμε, που ανακάλυψε ο Πανουσόπουλος στην προαναφερθείσα διαφήμιση, και μετέτρεψε σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο 20χρονος Λιακόπουλος, σα να μην έλειπε που έκανε όλα αυτά που έκανε στο νησί, με μια ερμηνεία που ισορροπεί χαριτωμένα ανάμεσα στον ερασιτεχνισμό και το πηγαίο υποκριτικό ταλέντο, είναι στην ταινία τόσο αξιαγάπητος, που κέρδισε και το βραβείο του Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ, ενώ η ταινία κέρδισε το 3ο βραβείο Μυθοπλασίας. Και παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να δηλώνει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, ότι δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με την υποκριτική! Κορίτσια, φάτε τον.

Όμηρος - Review

Όμηρος
(4/5)

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
Σενάριο: Κωνσαντίνος Γιάνναρης
Παίζουν: Άρτο Απαρτιάν, Στάθης Παπαδόπουλος, Γιάννης Στάνκογλου, Μαριλού Κάππα Βαλεοντή

Βασισμένος στο αληθινό περιστατικό της λεωφορειοπειρατείας του ’99, από τον νεαρό Αλβανό που επιχείρησε να επιστρέψει στον πατρίδα του καταλαμβάνοντας ένα λεωφορείο από τη Νέα Μάκρη μαζί με τους επιβάτες -περιπέτεια που έληξε με την εκτέλεση τόσο του «πειρατή» όσο και ενός εκ των ομήρων του από τις αλβανικές ειδικές δυνάμεις-, ο Γιάνναρης παρουσιάζει ίσως την καλύτερη δουλειά του μέχρι σήμερα, και σίγουρα μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.

Σκηνοθετημένος με νεύρο και ένταση, με ασφυκτικά γκρο-πλαν στα πρόσωπα των χαρακτήρων του, με εξαιρετικό ρυθμό στη μονταζιέρα, και τα beat της μουσικής του Νίκου Πατρελάκη να κλωτσάνε το στομάχι στις σωστές στιγμές, ο Όμηρος είναι ό,τι πιο κοντινό σε ψυχολογικό θρίλερ έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική παραγωγή.

Μια παραγωγή αριστοτεχνικά φτιαγμένη, αν αναλογιστεί κανείς τα πενιχρά μέσα που έχει στη διάθεσή του ένας ανεξάρτητος Έλληνας κινηματογραφιστής, η συνολική εικόνα του Ομήρου αδικείται μόνο από την τελική αίσθηση ότι εκμεταλλεύεται περισσότερο τη δύναμη της ιστορίας του απ’ όσο είναι διατεθιμένος να την αποδομήσει και να την αναλύσει, τουλάχιστον δημιουργώντας δυνατότερους χαρακτήρες, με συνασιθηματικό-ψυχολογικό υπόβαθρο πιο στέρεο από μερικές κλεφτές ματιές με υπονοούμενα έξω απ’ τα παράθυρα της κινούμενης φυλακής τους.

Εκεί είναι που εντοπίζεται η αδυναμία της ταινίας, και έρχεται να γύρει την πλάστιγγα προς το μέρος του πρωταγωνιστή της ιστορίας, του Ελιόν, που στην πραγματικότητα το μόνο που θέλει είναι να κάνει τα πράγματα όπως ήταν πριν, όταν είχε περάσει τα σύνορα ως άγραφη σελίδα, με την ελπίδα να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Πριν πηδήξει τη γυναίκα του αφεντικού του, πριν ενοχοποιηθεί απ’ αυτόν για εμπόριο όπλων, πριν βιαστεί από τους φύλακές του, πριν ξεφτιλιστεί στην πατρίδα του.

Όλες αυτές τις ιστορίες για αγιοποίησή του, εγώ δεν τις καταλαβαίνω. Λογικό κι αναμενόμενο βέβαια, μιας και ξεκίνησαν από τους συγγενείς του παιδιού που γνώρισε το θάνατο σ’ αυτό το λεωφορείο, οι οποίοι αν θα ήθελαν ποτέ να δουν την ιστορία του να γίνεται ταινία, σίγουρα δε θα ήθελαν να έχει για πρωταγωνιστή τον Αλβανό που τον οδήγησε στο θάνατο. Αλλά πέρα απ’ αυτό, και πέρα απ’ το ότι δεν παρακολουθούμε μάθημα ιστορίας αλλά ταινία, ακόμη και αν θέλει κανείς να σταθεί στον χαρακτήρα του Ελιόν, θα συναντήσει έναν ανισόρροπο νέο, που είδε τη ζωή του να καταστρέφεται επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει κλειστό το φερμουάρ του (που μεταξύ μας, αν αυτή η γυναίκα ήταν η Θεοφανία Παπαθωμά, εγώ δεν ξέρω πόσοι άντρες θα αντιστέκονταν), και πιάστηκε ο ίδιος Όμηρος σε μια αφελή και ανώριμη ιδέα για το πώς να κερδίσει πίσω τη χαμένη του τιμή. Όλα αυτά, δεν είναι αγιοποίηση του ήρωα, είναι προβλήματα του σεναρίου.

Εκτός κι αν πρέπει πια να κατηγορήσουμε τον Γιάνναρη γιατί υπεννόησε ότι μια (Ελληνίδα) γυναίκα ήταν λίγο… φιλελεύθερη με τη σεξουαλικότητά της! Ε δε γίνεται έτσι να αντιμετωπίζουμε μια ταινία. Εγώ σας προκαλώ να βγάλετε από το μυαλό σας την αληθινή ιστορία, να δείτε την ταινία, και μετά να βγείτε από την αίθουσα και να πείτε ότι δεν ήταν εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, του Collateral.


In Good Company - Review

In Good Company
(2/5)

Σκηνοθεσία: Paul Weitz
Σενάριο: Paul Weitz
Παίζουν: Dennis Quaid, Topher Grace, Scarlet Johansson

Εικοσιεξάχρονος γιάπης αναστατώνει τη ζωή πενηντάχρονου επικεφαλής διαφημιστικού τμήματος πολυεθνικής, τόσο στη δουλειά όταν γίνεται διευθυντής του, όσο και στο σπίτι όταν τα φτιάχνει με την κόρη του.

Θα μπορούσε να είναι άλλη μια κλασσική αμερικάνικη εφηβική σαχλοκομεντί, όμως οι ήρεμοι ρυθμοί, η τάση για ψυχαναλυτική παρουσίαση των (επιφανειακών) χαρακτήρων και η αποφυγή χρήσης εκβιαστικών μηχανισμών κωμωδίας (πού φτάσαμε, να είναι θετικό για μια ταινία όταν κάτι τέτοιο λείπει…), μειώνουν τα επίπεδα χαζοχαρουμενιάς στο minimum, κάνοντάς την από υποφερτή μέχρι και απολαύσιμη.

Όπως και να ’χει όμως, δεν είναι δα και το ψυχόδραμα του σύγχρονου επιχειρηματία (όσο κι αν θα το ήθελε), και σύντομα αρχίζει να βουλιάζει στη χλιαρότητά του, για να τα τινάξει όλα στον αέρα με την γελοία, κακογραμμένη και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, δήθεν επικράτηση των ανθρωπίνων σχέσεων έναντι του καπιταλισμού.

Αλλά όταν τελειώσει η ταινία, θα αναρωτηθείτε και μόνοι σας: πόσα να περιμένει κανείς από έναν σκηνοθέτη-σεναριογράφο, που σπαταλάει τη Johansson σε ένα ρολάκι 20 λεπτών το πολύ;

Constantine - Review

Constantine
(2/5)

Σκηνοθεσία: Francis Lawrence
Σενάριο: Kevin Brodbin, Frank Capello (από το comic Hellblazer)
Παίζουν: Keanu Reeves, Rachel Weisz

Ο Keanu Reeves είναι o John Constantine, το νόθο παιδί του Harry Callahan που μεγάλωσε ο Πατήρ Damien Karras λίγο πριν πηδήξει απ’ το παράθυρο. Ένας αλκοολικός μανιώδης καπνιστής, που πήγε ταξίδι ως την κόλαση και πάλι πίσω, και του φαίνεται. Περίπου όπως στο Bill And Ted’s Exciting Journey.

Έχοντας δει την Κόλαση, ένα μετα-Αποκαλυπτικό τοπίο που μοιάζει να ξεπήδησε απ’ το hangover CGI σχεδιαστών, ο Keanu έχει πια μια αποστολή: να βρει και να ξαποστείλει όσους δαίμονες χρειαστεί απ’ αυτούς που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, για να κερδίσει την εύνοια των εξαπτέρυγων κι ένα οικοπεδάκι σε τόπο χλοερό. Κι έχει και κάτι φοβερά οπλάκια, όπως το Holy Shotgun (ένα τουφέκι striker με κοτσαρισμένο πάνω του έναν σταυρό), αμπούλες με αγιασμό απ’ τον Ιορδάνη και ένα σπιρτόκουτο με σκαθάρια. Κι έχει και την ικανότητα να ξαναγυρνάει στην κόλαση όποτε θέλει, βάζοντας τα παπούτσια του σε μια γάστρα με νερό. Κι έχει και την Rachel Weisz, που θέλει να σώσει την αδερφή της από την Κόλαση. Και βέβαια έχει και καρκίνο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που δεν έχει, είναι χρόνος.

Ξεκινώντας σαν υβρίδιο του Dirty Harry με τους Ghostbusters και τον Εξορκιστή (η πρώτη σκηνή είναι ένας εξορκισμός όπου ο Constantine αποκαλεί τον δαίμονα «μαλάκα»), αποκτά μια γεύση από αλά Μάτριξ φιλοσοφία σουπερμάρκετ όταν ο Keanu αρχίζει να μιλά για την «πραγματικότητα πίσω απ’ την πραγματικότητα», και καταλήγει να σε κάνει να αισθάνεσαι εσύ ο δαιμονισμένος που χρειάζεται εξορκισμό, όταν φτάνει στο φινάλε που είναι πιο βασανιστικό κι απ’ το να ακούς τον αγουροξυπνημένο Keanu να σου απαγγέλλει τις Γραφές στα Λατινικά, και μάλιστα ανάποδα.

Μεταφέροντας στην οθόνη το underground comic της DC με τον γλαφυρό τίτλο Hellblazer, ο βετεράνος βιντεοκλιπας Francis Lawrence στήνει μια εντυπωσιακή ατμόσφαιρα film noir, γύρω από μια ταινία που δίνει καινούριο νόημα στον όρο camp, με τη θολούρα που επικρατεί στα θεολογικά ζητήματα που αγγίζει, τη γενικότερη περιρρέουσα αφέλεια στη δομή της, μα κυρίως και πάνω απ’ όλα, το ρεσιτάλ κακής, κακής ηθοποιίας από τον Neo. Συγγνώμη, τον Reeves.

Υποτίθεται πως καπνίζει «30 τσιγάρα την ημέρα από τα 15» και ακόμη κρατάει το τσιγάρο του σα φλώρος; Οι μύες του προσώπου είναι νεκροί; Χωρίς τα γυαλιά ηλίου του Matrix, δε δείχνει πιο spaced out από ποτέ; Ερωτήματα που θα κληθείτε να απαντήσετε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Δεν ξέρω τι ακριβώς του βρήκαν οι δημιουργοί και κόλλησαν μαζί του, αλλά το ότι χρειάστηκε να μεταφέρουν όλη την ιστορία από το Λονδίνο (όπου αρχικά θα διαδραματιζόταν, όπως και στο κόμικ) στο Λος Άντζελες, επειδή ο πρωταγωνιστής δε μπορούσε με τίποτα να πετύχει πειστική βρετανική προφορά, λέει αρκετά. Άραγε ο Sting, στη φυσιογνωμία του οποίου είχε βασιστεί ο ήρωας του κόμικ, πώς να αισθάνεται τώρα;

Ωστόσο, το Constantine παίζει να είναι η πιο αποτελεσματική αντικαπνιστική προπαγάνδα που έχω δει. Με τον τρόπο που ρουφάει ο Keanu το τσιγάρο, και όλον αυτόν τον καπνό που κυκλοφορεί τριγύρω, μέχρι το διάλειμμα της προβολής είναι πιο πιθανό να σας έχει πιαστεί το στέρνο, παρά να έχετε χαρμανιάσει. Κι αυτό από ανθρωπιστικής απόψεως δεν είναι άσχημο.

Όπως και να ’χει, δεν αποκλείεται σε κάνα δυο χρόνια να διπλασίαζα τη βαθμολογία της ταινίας αν την ξαναέγραφα, μόνο και μόνο για το camp value και τις αμέτρητες κωμικές στιγμές που -άθελά της- προσφέρει.

Όνειρο του Σκύλου, To - Review

Το Όνειρο του Σκύλου
(3/5)

Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής
Σενάριο: Άγγελος Φραντζής, Σπύρος Κρίμπαλης
Παίζουν: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Άρης Σερβετάλης, Λίνα Σακκά, Πέγκυ Τρικαλιώτη

Μαγευτική ατμόσφαιρα που ενισχύεται από τα μεθυστικά traveling της κάμερας στις πανέμορφα φωτογραφημένες ασχημογειτονιές της Αθήνας. Οι ζωές τεσσάρων φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους ανθρώπων, συνδέονται μέσα από τις ονειρικές διαδρομές του αφηγητή, και πλαισιώνονται από αρκετούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, σχετικά άσχετους με την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά και πάλι όμορφα στημένους και χρησιμοποιημένους. Βέβαια δεν περνάει απαρατήρητο ότι η οργανική τους λειτουργία στο σενάριο του Άγγελου Φραντζή και του Σπύρου Κρίμπαλη, είναι να ωθούν την ιστορία προς το τέλος της, χωρίς να αναγκάζονται οι σεναριογράφοι να επικεντρωθούν στους κεντρικούς τους ήρωες και να τους στηρίξουν σεναριακά, αλλά πάλι έτσι δε γίνεται στα όνειρα; Οι χαρακτήρες δε χρειάζεται να εξελιχθούν, γιατί όλοι οι χαρακτήρες των ονείρων σου, δεν είναι παρά αντανακλάσεις κομματιών του εαυτού σου.

Αν και ο βασικός πυρήνας της πλοκής είναι δύο παράλληλα εξελισσόμενα love stories, συχνά-πυκνά ο Φραντζής ξεστρατίζει και παρακολουθεί διάφορες υποπλοκές που ελάχιστη σύνδεση έχουν με το στόρι, κι έτσι δε δίνεται ούτε αρκετός χώρος στην ιστορία να πάει κάπου, αλλά ούτε και στους τρεις σημαντικούς ηθοποιούς της νέας γενιάς του ελληνικού κινηματογράφου-τηλεόρασης (Τρικαλιώτη, Μαρκουλάκης, Σερβετάλης, η Σακκά είναι επιπλέον και μια οπτασία) να αναπτύξουν ιδιαίτερα τις ικανότητές τους. Όμως η σταθερά σε υψηλά επίπεδα αισθητικής και αποτελεσματικότητας ατμοσφαιρικότητα, ο υπνωτιστικός ρυθμός και η φωτογραφία, καταφέρνουν να σχεδιάσουν την ονειρική νεφέλη που χρειάζεται η ταινία για να απορροφήσει τον θεατή, που εν τέλει καλείται να βρει και να εκτιμήσει την ομορφιά στην απλότητα των όσων παρακολουθεί, και να μην ξεχάσει ότι στο τέλος, όλα αυτά είναι ένα όνειρο.


Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.