Written by
verbal
in
no category
Garden State - Review
Garden State
(3,5/5)
Σκηνοθεσία: Zach Braff
Σενάριο: Zach Braff
Παίζουν: Zach Braff, Natalie Portman, Peter Sarsgaard, Ian Holm
Λοιπόν, να κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει συχνά στο Hollywood. Νεαρός ηθοποιός, ανερχόμενο αστέρι και πρωταγωνιστής επιτυχημένης τηλεοπτικής κωμικής σειράς, μαζεύει τους πρώτους του μισθούς και πάει και γυρίζει την ολόδική του ταινία.
Ο Zach Braff, που έχει φτιάξει το όνομά του στην Αμερική με το sitcom Scrubs –απ’ τα ελάχιστα που τα πάνε καλά και με τους κριτικούς αυτήν την περίοδο- γράφει, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί και κάνει και την παραγωγή μιας ρομαντικής δραματικής κομεντί γι’ αυτήν την περίεργη σέκτα ανθρώπων που τους πιάνει κατάθλιψη στην ιδέα ότι πρέπει να επιστρέψουν στο πατρικό τους στην επαρχία. Δεν υπάρχουν πολλοί, αλλά πιστέψτε με, ξέρω κι εγώ μερικούς τέτοιους. Έναν μάλιστα, τον βλέπω κάθε φορά που ξυρίζομαι.
Αν και ο ίδιος είναι υπεραρκετός για να γεμίσει την οθόνη, μ’ αυτή τη μειλίχια μελαγχολία στο πρόσωπο και το αυτοκτονικό «ωχ παρατήστε με» στο βλέμμα, στο πλευρό του σύντομα εμφανίζεται η πανέμορφη Natalie Portman στο πιο γλυκό και ερωτεύσιμό της μέχρι τώρα, και σύντομα τριγύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι υπέροχοι νεαροί ηθοποιοί που κλέβουν μερικές σκηνές από ‘δω κι από ‘κει. Και φυσικά υπάρχει κι ο Ian Holm στο ρόλο του πατέρα.
Να επανέλθουμε όμως στον Braff, που είναι και ο πρωταγωνιστής. Το πρόβλημα του χαρακτήρα του, του Andrew, ξεκινάει από τις τύψεις που αισθανόταν από παιδί, όταν προκάλεσε το ατύχημα που άφησε ανάπηρη τη μητέρα του, αλλά κι ο ψυχίατρος πατέρας του δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα, αντιθέτως τον έκλεισε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, καταδικάζοντάς τον σε αιώνια τριπάκια λιθίου. Τα χρόνια έχουν περάσει, ο Andrew έχει μετακομίσει στο Hollywood με το όνειρο να γίνει ηθοποιός (βέβαια δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά, όλοι τον θυμούνται για το ρόλο του ως καθυστερημένου ποδοσφαιριστή), και τώρα που η μητέρα του πέθανε, πρέπει να επιστρέψει για την κηδεία. Έτσι, γνωρίζει τη Sam, ίσως το μόνο κορίτσι που θα μπορούσε να είναι πιο περίεργο κι απ’ αυτόν, και σε μια από τις πιο τρυφερές ρομαντικές συναντήσεις που έχουν απαθανατιστεί σε φιλμ, κάνουν κλικ. Η Sam, που είναι πανέμορφη, πολύ εκδηλωτική, ανοιχτή, έξυπνη, πανέμορφη, αστεία, τρυφερή και φυσικά, πανέμορφη, είναι αρκετή για να του αλλάξει τη ζωή. Και η χημεία μεταξύ τους, είναι εκπληκτική.
Ένα γλυκό αλλά και τόσο εκκεντρικό όσο και οι πρωταγωνιστές του love story αρχίζει να αναπτύσσεται, καθώς περίεργοι χαρακτήρες από τα παιδικά χρόνια του Andrew εμφανίζονται για να το εμπλουτίσουν. Αν και ο Peter Sarsgaard (που αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους νέους καρατερίστες της Αμερικής) είναι ο βασικός δευτερορολίτης της ταινίας, ο αγαπημένος μου είναι ένας τύπος που έβγαλε ένα σκασμό λεφτά εφευρίσκοντας το «αθόρυβο βέλκρο»!
Με ιδανικό ρυθμό, αξιαγάπητους χαρακτήρες, σκηνοθετική δεξιοτεχνία που αναδεικνύει μαγευτικές λεπτομέρειες, σωστές δόσεις συγκίνησης και σκοτεινού χιούμορ, η μαγεία της ταινίας κρύβεται τόσο στην απλότητά της, όσο και στην ικανότητα του δημιουργού της να ξεφύγει απ’ όλες τις παγίδες του είδους, απ’ την αρχή, μέχρι το αμφιλεγόμενα happy φινάλε.
Το Garden State είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες που σε κάνουν να αισθάνεσαι αυτή τη ζεστασιά μέσα σου, αυτές που συνήθως τους κρεμάνε την ταμπέλα “feel-good”. Μόνο που τις ξεπερνά, γιατί είναι η πιο σκοτεινή κι αντισυμβατική απ’ όλες τους.

Σκηνοθεσία: Zach Braff
Σενάριο: Zach Braff
Παίζουν: Zach Braff, Natalie Portman, Peter Sarsgaard, Ian Holm
Λοιπόν, να κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει συχνά στο Hollywood. Νεαρός ηθοποιός, ανερχόμενο αστέρι και πρωταγωνιστής επιτυχημένης τηλεοπτικής κωμικής σειράς, μαζεύει τους πρώτους του μισθούς και πάει και γυρίζει την ολόδική του ταινία.

Αν και ο ίδιος είναι υπεραρκετός για να γεμίσει την οθόνη, μ’ αυτή τη μειλίχια μελαγχολία στο πρόσωπο και το αυτοκτονικό «ωχ παρατήστε με» στο βλέμμα, στο πλευρό του σύντομα εμφανίζεται η πανέμορφη Natalie Portman στο πιο γλυκό και ερωτεύσιμό της μέχρι τώρα, και σύντομα τριγύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι υπέροχοι νεαροί ηθοποιοί που κλέβουν μερικές σκηνές από ‘δω κι από ‘κει. Και φυσικά υπάρχει κι ο Ian Holm στο ρόλο του πατέρα.

Ένα γλυκό αλλά και τόσο εκκεντρικό όσο και οι πρωταγωνιστές του love story αρχίζει να αναπτύσσεται, καθώς περίεργοι χαρακτήρες από τα παιδικά χρόνια του Andrew εμφανίζονται για να το εμπλουτίσουν. Αν και ο Peter Sarsgaard (που αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους νέους καρατερίστες της Αμερικής) είναι ο βασικός δευτερορολίτης της ταινίας, ο αγαπημένος μου είναι ένας τύπος που έβγαλε ένα σκασμό λεφτά εφευρίσκοντας το «αθόρυβο βέλκρο»!

Το Garden State είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες που σε κάνουν να αισθάνεσαι αυτή τη ζεστασιά μέσα σου, αυτές που συνήθως τους κρεμάνε την ταμπέλα “feel-good”. Μόνο που τις ξεπερνά, γιατί είναι η πιο σκοτεινή κι αντισυμβατική απ’ όλες τους.
Written by
verbal
in
no category
Jacket, The - Review
The Jacket – Η τελευταία φορά που πέθανα
(1,5/5)
Σκηνοθεσία: John Maybury
Σενάριο: Massy Tadjenin
Παίζουν: Adrien Brody, Keira Knightley, Kris Kristofferson
Είναι λίγες οι φορές που τόσο νωρίς σε μια ταινία ακούς μια τόσο προφητική συμβουλή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, όσο στο The Jacket με την παραίνεση της Keira Knigthley που στο τέταρτο επάνω αρχίζει να κραυγάζει “Get out!”
Ο Adrien Brody είναι αμερικανός πεζοναύτης που στον Πόλεμο του Κόλπου τρώει σφαίρα κατακούτελα. Αυτή, είναι η «πρώτη φορά» που πεθαίνει. Λίγα λεπτά αργότερα, ανασταίνεται, μεταφέρεται στην πατρίδα, και περπατάει στους χιονισμένους δρόμους της Αμερικής. Βοηθάει ένα κοριτσάκι και τη μητέρα της που έχουν προβλήματα με το αμάξι, μετά κάνει ωτοστόπ, μπλέκεται σε φόνο αστυνομικού, και καταλήγει σε ψυχιατρικό άσυλο for the criminally insane. Εκεί του εφαρμόζουν μια πρωτότυπη σωφρονιστική μέθοδο, που περιλαμβάνει τρομπάρισμα με φάρμακα, έναν ζουρλομανδύα (το εν λόγω jacket), και ένα συρτάρι νεκροτομείου. Που να ‘ξεραν οι θεράποντες, ότι η μέθοδος αυτή δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή τους να βολτάρει στο μέλλον… Ο Brody λοιπόν, απ’ το ‘92 πάει στο 2007, βρίσκει τη μικρή που είχε βοηθήσει –η οποία έχει μεταλλαχθεί στην Keira Knightley, οπότε προκύπτει και το απαραίτητο love story-, και μαθαίνει ότι σε τέσσερις μέρες (απ’ αυτές του ‘92) θα πεθάνει. Βέβαια, αντί να προσπαθήσει να το αποτρέψει, περνάει όλες τις μέρες του πηγαίνοντας μπρος-πίσω στο χρόνο και προσπαθώντας να μάθει το πώς θα γίνει –ή το πώς έγινε, εξαρτάται από πού το βλέπει κανείς.
Ο σεναριογράφος, που φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση τόσο από το βιβλίο «10 Τρόποι να Αντιγράψετε τους 12 Πιθήκους» -ανάγνωσμα σαφώς κατώτερο του «10 Τρόποι να Γράψετε τους 12 Πιθήκους»- όσο και από το «Λογική: Αυτός ο Άγνωστος», κερδίζει πόντους χάρη στην ευσυνείδητη επιλογή του να μείνει μακριά από τα παράδοξα του ταξιδιού στο χρόνο, για να αποφύγει τη γιούχα.
Όμως τι να γλιτώσεις, όταν βάζεις τον πρωταγωνιστή σου να μη χρειάζεται να πάρει το σώμα του μαζί όταν ταξιδεύει στο χρόνο, όταν οι χαρακτήρες σου μοιάζουν να προέκυψαν από εγχειρίδια για πετυχημένα κλισέ, κι όταν πετάς από ‘δω κι από ‘κει ρετάλια από υποπλοκές για να μπορέσεις να φτιάξεις φινάλε. Αν δεν ένιωθε κι αυτήν την αναθεματισμένη ανάγκη να χώσει κάπου και το ρομάντζο, ίσως τουλάχιστον να έδινε στον Maybury την ευκαιρία να δώσει στην ταινία έναν κάποιο ρυθμό.
Πάντως, αν σας λέει κάτι η Keira Knightley, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το ένα της στήθος. Αν πάλι δε σας λέει τίποτα, θα έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσετε τις αντοχές σας με τους over the top μελοδραματισμούς της. Ο δε Brody, αν και παίζει την κάθε σκηνή σα να πρόκειται για το μονόλογο του Brando στο Λιμάνι της Αγωνίας, κερδίζει τις εντυπώσεις με διαφορά… μύτης, της οποίας το ερμηνευτικό μέγεθος και βάθος, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τονίσει όσο πιο συχνά μπορεί. Ορκίζομαι ότι σε ένα από τα γκρο-πλαν του, σχεδόν είδα στο αριστερό του ρουθούνι να μπαίνει φως από το αυτί του. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ρεσιτάλ ανικανότητας του σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.
Αν είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω στο χρόνο, θα πήγαινα πίσω σ’ εκείνο το πρώτο 15λεπτο μετά τους τίτλους αρχής, και θα ακολουθούσα τη συμβουλή της Keira. Αν ευθύνεται κάποιος που με κράτησε στην αίθουσα, είναι ο Peter Deming, που με ξεγέλασε με την ενδιαφέρουσα φωτογραφία του.

Σκηνοθεσία: John Maybury
Σενάριο: Massy Tadjenin
Παίζουν: Adrien Brody, Keira Knightley, Kris Kristofferson
Είναι λίγες οι φορές που τόσο νωρίς σε μια ταινία ακούς μια τόσο προφητική συμβουλή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, όσο στο The Jacket με την παραίνεση της Keira Knigthley που στο τέταρτο επάνω αρχίζει να κραυγάζει “Get out!”

Ο σεναριογράφος, που φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση τόσο από το βιβλίο «10 Τρόποι να Αντιγράψετε τους 12 Πιθήκους» -ανάγνωσμα σαφώς κατώτερο του «10 Τρόποι να Γράψετε τους 12 Πιθήκους»- όσο και από το «Λογική: Αυτός ο Άγνωστος», κερδίζει πόντους χάρη στην ευσυνείδητη επιλογή του να μείνει μακριά από τα παράδοξα του ταξιδιού στο χρόνο, για να αποφύγει τη γιούχα.

Πάντως, αν σας λέει κάτι η Keira Knightley, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το ένα της στήθος. Αν πάλι δε σας λέει τίποτα, θα έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσετε τις αντοχές σας με τους over the top μελοδραματισμούς της. Ο δε Brody, αν και παίζει την κάθε σκηνή σα να πρόκειται για το μονόλογο του Brando στο Λιμάνι της Αγωνίας, κερδίζει τις εντυπώσεις με διαφορά… μύτης, της οποίας το ερμηνευτικό μέγεθος και βάθος, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τονίσει όσο πιο συχνά μπορεί. Ορκίζομαι ότι σε ένα από τα γκρο-πλαν του, σχεδόν είδα στο αριστερό του ρουθούνι να μπαίνει φως από το αυτί του. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ρεσιτάλ ανικανότητας του σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.
Αν είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω στο χρόνο, θα πήγαινα πίσω σ’ εκείνο το πρώτο 15λεπτο μετά τους τίτλους αρχής, και θα ακολουθούσα τη συμβουλή της Keira. Αν ευθύνεται κάποιος που με κράτησε στην αίθουσα, είναι ο Peter Deming, που με ξεγέλασε με την ενδιαφέρουσα φωτογραφία του.
Written by
verbal
in
no category
Be Cool
Be Cool
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: F. Gary Gray
Σενάριο: Peter Seinfeld (από τη νουβέλα του Elmore Leonard)
Παίζουν: John Travolta, Uma Thurman, Vince Vaughn
Ο Elmore Leonard είναι ένας από τους σημαντικότερους pulp λογοτέχνες της Αμερικής σήμερα. Ξεκινώντας την καριέρα του στις αρχές του 1950 γράφοντας westerns για 2 σεντς τη λέξη (το 3:10 to Yuma και το Hombre ήταν τα σουξέ εκείνης του της εποχής), στράφηκε στα αστυνομικά μια δεκαετία αργότερα, όπου και μεγαλούργησε, δίνοντας μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες των βιβλίων του, και τις έντονες pop αναφορές στις ιστορίες και τους διάλογούς τους. Παράλληλα έγραφε σενάρια για το Hollywood και αρκετές φορές διασκέυασε τα δικα του έργα για τη μεγάλη οθόνη, απασχόληση από την οποία προέκυψαν σπουδαίες ταινίες του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά, όπως το Out of Sight, το Jackie Brown και, φυσικά, το Get Shorty.
Η τεράστια επιτυχία του Get Shorty, το οποίο το ’95 έπιασε εισπράξεις σχεδόν ίσες με 5 φορές το budget του, δε θα μπορούσε παρά να ανοίξει την όρεξη των παραγωγών για ένα sequel. Αυτό που είναι παράδοξο, είναι ότι άνοιξε και την όρεξη του Leonard, ο οποίος όταν είδε το σουξέ, έκατσε κι έγραψε ένα ολοκαίνουριο βιβλίο, με σκοπό να το κάνει ταινία. Και μπορεί να πήρε μια δεκαετία στους εμπλεκόμενους να μπορέσουν να συγχρονίσουν τα προγράμματά τους, αλλά κάπως έτσι, προέκυψε το Be Cool.
Ο πάντα cool, ντυμένος στην τρίχα με διακριτικά σκουρόχρωμα κοστούμια και πουκάμισα που κουμπώνουν ψηλά στο λαιμό Chili Palmer, που από τοκογλύφος αποφάσισε να γίνει κινηματογραφικός παραγωγός γιατί «πόσο δύσκολο μπορεί να είναι», τώρα αηδιασμένος από την κατάντια της show biz, αποφασίζει εγκαταλείψει το το Hollywood και να ασχοληθεί με τη μουσική βιομηχανία. Τη βιομηχανία που, όπως σύντομα θα μάθει, δεν μπορείς να βάλεις τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλεις επειδή είσαι wise guy, γιατί εκεί όλοι είναι wise guys.
Κάπως έτσι λοιπόν, μια δεκαετία μετά και το Pulp Fiction, ο John Travolta συναντά ξανά και την Uma Thurman, η οποία στο ρόλο μιας παλιάς του φίλης, θα του ανοίξει τις πόρτες για τη βιομηχανία της μουσικής. Και οι δυο τους, θα μας χαρίσουν άλλον έναν υπέροχο χορό. Βέβαια μην περιμένετε ούτε την ίδια χημεία μεταξύ τους, γιατί ούτε ο Travolta είναι στη φόρμα του Vince Vega, ούτε η Uma στης Mia Wallace, ούτε βέβαια οι Black Eyed Peas είναι Chuck Berry. Γενικά οι δύο ηθοποιοί μοιάζουν αρκετά ξεκούρδιστοι για το μεγαλύτερο διάστημα της ταινίας, έστω κι αν ο Travolta είναι ακόμη πιο cool απ’ όσο ήταν στο Get Shorty, κι έστω κι αν η Uma είναι στο πιο στυλάτο της εδώ και καιρό.
Η δε Christian Milian, η πιτσιρίκα που παίζει το ταλέντο που οι δυο ήρωες θέλουν να κάνουν αστέρι για να μπορέσουν να σώσουν και τη δισκογραφική τους από τη διάλυση, είναι ενοχλητικά σφιχτή και στημένη, πράγμα που είναι λογικό, μιας και είναι στην πραγματικότητα τραγουδίστρια, όχι ηθοποιός. Έτσι ο Harvey Keitel και ο Cedric the Entertainer κλέβουν την παράσταση στους ρόλους των ανταγωνιστών, που στήνουν ένα απίθανο πανηγύρι αντιμαχόμενων συμφερόντων και ύπουλων δολοπλοκιών. Ο δε Vince Vaughn αρχικά κερδίζει τις εντυπώσεις στον… εκκεντρικό χαρακτήρα ενός λευκού που νομίζει ότι είναι μαύρος στο γκέτο, και έχει καταπιεσμένες τάσεις μανιακού δολοφόνου, αλλά σύντομα γίνεται κουραστικός.
Εν γένει οι χαρακτήρες η ταινία είναι στο μεγάλυτερο μέρος της εξαιρετικά ευχάριστη χάρη στους εκκεντρικούς της χαρακτήρες και την αίσθηση φρεσκάδας στο στόρυ και την εξέλιξή του, όμως τα σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό, μερικά αστεία που επαναλαμβάνονται περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε, και η λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν διάρκειά της, ενδέχεται να κουράσουν. Ωστόσο ενδείκνυται για τους fans του Leonard και κυρίως για όσους εκτιμούν τις ταινίες με αυτήν την ειρωνική αυτοαναφορικότητα που χαρίζει στοιχεία αυτοπαρωδίας.

Σκηνοθεσία: F. Gary Gray
Σενάριο: Peter Seinfeld (από τη νουβέλα του Elmore Leonard)
Παίζουν: John Travolta, Uma Thurman, Vince Vaughn
Ο Elmore Leonard είναι ένας από τους σημαντικότερους pulp λογοτέχνες της Αμερικής σήμερα. Ξεκινώντας την καριέρα του στις αρχές του 1950 γράφοντας westerns για 2 σεντς τη λέξη (το 3:10 to Yuma και το Hombre ήταν τα σουξέ εκείνης του της εποχής), στράφηκε στα αστυνομικά μια δεκαετία αργότερα, όπου και μεγαλούργησε, δίνοντας μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες των βιβλίων του, και τις έντονες pop αναφορές στις ιστορίες και τους διάλογούς τους. Παράλληλα έγραφε σενάρια για το Hollywood και αρκετές φορές διασκέυασε τα δικα του έργα για τη μεγάλη οθόνη, απασχόληση από την οποία προέκυψαν σπουδαίες ταινίες του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά, όπως το Out of Sight, το Jackie Brown και, φυσικά, το Get Shorty.
Η τεράστια επιτυχία του Get Shorty, το οποίο το ’95 έπιασε εισπράξεις σχεδόν ίσες με 5 φορές το budget του, δε θα μπορούσε παρά να ανοίξει την όρεξη των παραγωγών για ένα sequel. Αυτό που είναι παράδοξο, είναι ότι άνοιξε και την όρεξη του Leonard, ο οποίος όταν είδε το σουξέ, έκατσε κι έγραψε ένα ολοκαίνουριο βιβλίο, με σκοπό να το κάνει ταινία. Και μπορεί να πήρε μια δεκαετία στους εμπλεκόμενους να μπορέσουν να συγχρονίσουν τα προγράμματά τους, αλλά κάπως έτσι, προέκυψε το Be Cool.
Ο πάντα cool, ντυμένος στην τρίχα με διακριτικά σκουρόχρωμα κοστούμια και πουκάμισα που κουμπώνουν ψηλά στο λαιμό Chili Palmer, που από τοκογλύφος αποφάσισε να γίνει κινηματογραφικός παραγωγός γιατί «πόσο δύσκολο μπορεί να είναι», τώρα αηδιασμένος από την κατάντια της show biz, αποφασίζει εγκαταλείψει το το Hollywood και να ασχοληθεί με τη μουσική βιομηχανία. Τη βιομηχανία που, όπως σύντομα θα μάθει, δεν μπορείς να βάλεις τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλεις επειδή είσαι wise guy, γιατί εκεί όλοι είναι wise guys.
Κάπως έτσι λοιπόν, μια δεκαετία μετά και το Pulp Fiction, ο John Travolta συναντά ξανά και την Uma Thurman, η οποία στο ρόλο μιας παλιάς του φίλης, θα του ανοίξει τις πόρτες για τη βιομηχανία της μουσικής. Και οι δυο τους, θα μας χαρίσουν άλλον έναν υπέροχο χορό. Βέβαια μην περιμένετε ούτε την ίδια χημεία μεταξύ τους, γιατί ούτε ο Travolta είναι στη φόρμα του Vince Vega, ούτε η Uma στης Mia Wallace, ούτε βέβαια οι Black Eyed Peas είναι Chuck Berry. Γενικά οι δύο ηθοποιοί μοιάζουν αρκετά ξεκούρδιστοι για το μεγαλύτερο διάστημα της ταινίας, έστω κι αν ο Travolta είναι ακόμη πιο cool απ’ όσο ήταν στο Get Shorty, κι έστω κι αν η Uma είναι στο πιο στυλάτο της εδώ και καιρό.
Η δε Christian Milian, η πιτσιρίκα που παίζει το ταλέντο που οι δυο ήρωες θέλουν να κάνουν αστέρι για να μπορέσουν να σώσουν και τη δισκογραφική τους από τη διάλυση, είναι ενοχλητικά σφιχτή και στημένη, πράγμα που είναι λογικό, μιας και είναι στην πραγματικότητα τραγουδίστρια, όχι ηθοποιός. Έτσι ο Harvey Keitel και ο Cedric the Entertainer κλέβουν την παράσταση στους ρόλους των ανταγωνιστών, που στήνουν ένα απίθανο πανηγύρι αντιμαχόμενων συμφερόντων και ύπουλων δολοπλοκιών. Ο δε Vince Vaughn αρχικά κερδίζει τις εντυπώσεις στον… εκκεντρικό χαρακτήρα ενός λευκού που νομίζει ότι είναι μαύρος στο γκέτο, και έχει καταπιεσμένες τάσεις μανιακού δολοφόνου, αλλά σύντομα γίνεται κουραστικός.
Εν γένει οι χαρακτήρες η ταινία είναι στο μεγάλυτερο μέρος της εξαιρετικά ευχάριστη χάρη στους εκκεντρικούς της χαρακτήρες και την αίσθηση φρεσκάδας στο στόρυ και την εξέλιξή του, όμως τα σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό, μερικά αστεία που επαναλαμβάνονται περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε, και η λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν διάρκειά της, ενδέχεται να κουράσουν. Ωστόσο ενδείκνυται για τους fans του Leonard και κυρίως για όσους εκτιμούν τις ταινίες με αυτήν την ειρωνική αυτοαναφορικότητα που χαρίζει στοιχεία αυτοπαρωδίας.
Written by
verbal
in
no category
Melinda and Melinda - Review
Melinda and Melinda
(3/5)
Σκηνοθεσία: Woody Allen
Σενάριο: Woody Allen
Παίζουν: Will Ferrell, Radha Mitchell, Chloe Sevigny
Τα τελευταία χρόνια ο Woody Allen είναι η πιο σταθερή σε απόδοση μηχανή κινηματογραφικής παραγωγής στον κόσμο. Με μια ταινία το χρόνο, πάντα έτοιμη για ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ (συνήθως προτιμά τις Κάννες), ο Woody δουλεύει σα ρολόι, πράγμα που είναι και καλό και κακό. Καλό γιατί οι fans του δεν έχουν ακόμη κινδυνέψει να πάθουν σύνδρομο στέρησης. Κακό γιατί οι fans του έχουν αρχίσει να βγαίνουν πάντα από την αίθουσα με την πρόταση «κλασικός Woody Allen» στο στόμα. Το οποίο μεταφράζεται ως: μια απ’ τα ίδια. Ε λοιπόν, φέτος θα εκπλαγούν. Γιατί το Melinda and Melinda, είναι η λιγότερο Γουντυαλλενική ταινία που έχει γυρίσει ο Woody Allen.
Καθώς δειπνούν σε ένα μπιστρό, τέσσερις φίλοι φιλοσοφούν γύρω από τα όρια της κωμωδίας και της τραγωδίας, και ένας απ’ αυτούς, αναφέρει την ιστορία της Melinda, μιας κοπέλας που εμφανίζεται ξαφνικά κι απροειδοποίητα σ’ ένα δείπνο και ανατρέπει τη ζωή των φίλων της. Οι άλλοι, προσπαθούν να φανταστούν την εξέλιξη της ιστορίας, ως κωμωδία και ως τραγωδία.
Η βασική πλοκή και των δύο ιστοριών είναι αρκετά απλή, καθώς ο Allen μεταφέρει το ενδιαφέρον από τις καταστάσεις, σ’ αυτά που λέγονται και στον τρόπο που λέγονται, έτσι ώστε να κάνει πιο ξεκάθαρες τις αλληγορικές προεκτάσεις της ταινίας. Θυμίζοντας περισσότερο Linklater, ή ακόμη και Jarmousch, με τους ήρεμους, μακρόσυρτους και γεμάτους πολυσύλλαβες λέξεις διαλόγους, το Melinda and Melinda ενδέχεται να φανεί κομπασμένο και βαρύγδουπο σε αρκετούς.
Και δεν θα τους αδικούσα, αφού υπάρχουν στιγμές που η ταινία φαίνεται να παίρνει τον εαυτό της για κάτι πιο φιλοσοφημένη απ’ ό,τι είναι. Γιατί τελικά ούτε η κωμωδία είναι τόσο αστεία, ούτε η τραγωδία τόσο δραματική, ώστε στο τέλος της κουβέντας των τεσσάρων να έχει εμφανιστεί κάποια σημαντική απόσταση ανάμεσα στις δύο εκδοχές τις ιστορίας, που να δικαιολογεί κάποια άλλη διδαχή του πειράματος από το ότι «η ζωή είναι τόσο κωμωδία, όσο και τραγωδία». Εντάξει, το ξέρουμε αυτό…
Όπως και να ‘χει όμως, είναι μια ενδιαφέρουσα αλλαγή στην καριέρα του Allen, μιας και το Melinda and Melinda μοιάζει με πειραματικό μεταβατικό στάδιο από την κωμωδία στο δράμα, και είναι κάτι τόσο διαφορετικό από τον «κλασικό Woody», που εκτός από αυτούς που ήδη τον αγαπούν πραγματικά, ενδέχεται να ενθουσιάσει και μερικούς απ’ τους απ’ έξω.

Σκηνοθεσία: Woody Allen
Σενάριο: Woody Allen
Παίζουν: Will Ferrell, Radha Mitchell, Chloe Sevigny
Τα τελευταία χρόνια ο Woody Allen είναι η πιο σταθερή σε απόδοση μηχανή κινηματογραφικής παραγωγής στον κόσμο. Με μια ταινία το χρόνο, πάντα έτοιμη για ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ (συνήθως προτιμά τις Κάννες), ο Woody δουλεύει σα ρολόι, πράγμα που είναι και καλό και κακό. Καλό γιατί οι fans του δεν έχουν ακόμη κινδυνέψει να πάθουν σύνδρομο στέρησης. Κακό γιατί οι fans του έχουν αρχίσει να βγαίνουν πάντα από την αίθουσα με την πρόταση «κλασικός Woody Allen» στο στόμα. Το οποίο μεταφράζεται ως: μια απ’ τα ίδια. Ε λοιπόν, φέτος θα εκπλαγούν. Γιατί το Melinda and Melinda, είναι η λιγότερο Γουντυαλλενική ταινία που έχει γυρίσει ο Woody Allen.

Η βασική πλοκή και των δύο ιστοριών είναι αρκετά απλή, καθώς ο Allen μεταφέρει το ενδιαφέρον από τις καταστάσεις, σ’ αυτά που λέγονται και στον τρόπο που λέγονται, έτσι ώστε να κάνει πιο ξεκάθαρες τις αλληγορικές προεκτάσεις της ταινίας. Θυμίζοντας περισσότερο Linklater, ή ακόμη και Jarmousch, με τους ήρεμους, μακρόσυρτους και γεμάτους πολυσύλλαβες λέξεις διαλόγους, το Melinda and Melinda ενδέχεται να φανεί κομπασμένο και βαρύγδουπο σε αρκετούς.

Όπως και να ‘χει όμως, είναι μια ενδιαφέρουσα αλλαγή στην καριέρα του Allen, μιας και το Melinda and Melinda μοιάζει με πειραματικό μεταβατικό στάδιο από την κωμωδία στο δράμα, και είναι κάτι τόσο διαφορετικό από τον «κλασικό Woody», που εκτός από αυτούς που ήδη τον αγαπούν πραγματικά, ενδέχεται να ενθουσιάσει και μερικούς απ’ τους απ’ έξω.
Written by
verbal
in
no category
Hitch - Review
Hitch – Ο Μετρ του Ζευγαρώματος
(3/5)
Σκηνοθεσία: Andy Tennant
Σενάριο: Kevin Bisch
Παίζουν: Will Smith, Eva Mendes, Kevin James
Δεν ξέρω (αλλά μπορώ να φανταστώ) πώς αισθανόταν ο Ronald Reagan όταν γινόταν ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε μια τετραετία διακοπών στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου, αλλά αυτό που πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, είναι πώς θα αισθανόταν αν έβλεπε στη θέση του τον Will Smith. Τον Πρίγκιπα του Βell Air, τον πιλότο που έδωσε νέο συμβολισμό στην Ημέρα Ανεξαρτησίας, το Κακό Παιδί που έγινε Άντρας με τα Μαύρα, τον δημοφιλέστερο αυτή τη στιγμή μαύρο ηθοποιό και μια από τις λαοφιλέστερες περσόνες όλων στη χώρα του.
Μπορεί να μην τα πηγαίνει καλά με τους κριτικούς, αλλά σίγουρα έχει τον τρόπο του με το κοινό, γεγονός που επιβεβαιώνεται κάθε φορά που οι εισπράξεις μιας ταινίας εκτινάσσονται στα ύψη, απλά και μόνο γιατί έχει το όνομά του στα credits της. Η τελευταία του μάλιστα, το Hitch, ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες, σημειώνοντας το μεγαλύτερο άνοιγμα όλων των εποχών για ρομαντική κομεντί.
Έπρεπε να το περιμένω λοιπόν, ότι σ’ αυτήν την ταινία, ο Will Smith έχει βρει το πραγματικό κάλεσμά του. Έχοντας περάσει από όλα τα εμπορικά ήδη κινηματογράφου, από κωμωδία σε περιπέτεια και από αστυνομικό σε sci-fi, ο Smith βρίσκεται στην κορυφή της φόρμας του στο ρόλο του Alex ‘Hitch’ Hitchens, ενός δόκτορα του έρωτα. Όχι, δεν υπάρχει μεγαλύτερο κλισέ απ’ αυτό, αλλά ο Smith παίζει το ρόλο τόσο προσγειωμένα και άνετα, που πετυχαίνει ακριβώς στο κέντρο το στόχο του ρομαντικού ρεαλισμού που χρειάζονται αυτού του είδους οι ταινίες.
Κι όταν μιλάω για ρομαντικό ρεαλισμό, εννοώ τον τύπο του ρομάντζου όπου το πρώτο ραντεβού είναι ένα ταξίδι με jet ski από τη μαρίνα της Νέας Υόρκης στο νησί Ellis, που περιλαμβάνει πριβέ περιήγηση από τον φύλακα του μουσείου και πειραγμένα κειμίλια ώστε να απευθύνονται προσωπικά στον υποψήφιο στόχο του Δόκτορος. Αυτό το larger than life στοιχείο, που κάνει τα κοριτσάκια να αναστενάζουν κουρνιασμένα στις αγκαλιές των αγοριών τους, οι οποίοι με τη σειρά τους βλέπουν με περηφάνια τον εκπρόσωπο του φύλου τους.
Κινούμενο βέβαια αυστηρά μέσα στις αμερικάνικες κινηματογραφικές φόρμες, το Hitch καταφέρνει ωστόσο να έχει περισσότερα κοινά με τα ρομάντζα παλιότερων εποχών, παρά με τις σύγχρονες μετεφηβικές σάχλες. Κρατάει βέβαια λίγο περισσότερο, αλλά κυρίως γιατί αργεί να πάρει μπρός, αφού το πρώτο 15λεπτο αναλώνεται σε χοντροκομμένες φάρσες και παγωμένο χιούμορ. Όμως όσο προχωράει, σε κάνει να ξεχάσεις την κακή σας πρώτη γνωριμία, και είναι αρκετά αποτελεσματικό στο γέλιο (συνήθως) και στο δάκρυ (όσο φτάνει στο φινάλε) που σχεδόν σε κάνει να το ερωτευτείς.

Σκηνοθεσία: Andy Tennant
Σενάριο: Kevin Bisch
Παίζουν: Will Smith, Eva Mendes, Kevin James
Δεν ξέρω (αλλά μπορώ να φανταστώ) πώς αισθανόταν ο Ronald Reagan όταν γινόταν ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε μια τετραετία διακοπών στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου, αλλά αυτό που πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, είναι πώς θα αισθανόταν αν έβλεπε στη θέση του τον Will Smith. Τον Πρίγκιπα του Βell Air, τον πιλότο που έδωσε νέο συμβολισμό στην Ημέρα Ανεξαρτησίας, το Κακό Παιδί που έγινε Άντρας με τα Μαύρα, τον δημοφιλέστερο αυτή τη στιγμή μαύρο ηθοποιό και μια από τις λαοφιλέστερες περσόνες όλων στη χώρα του.

Έπρεπε να το περιμένω λοιπόν, ότι σ’ αυτήν την ταινία, ο Will Smith έχει βρει το πραγματικό κάλεσμά του. Έχοντας περάσει από όλα τα εμπορικά ήδη κινηματογράφου, από κωμωδία σε περιπέτεια και από αστυνομικό σε sci-fi, ο Smith βρίσκεται στην κορυφή της φόρμας του στο ρόλο του Alex ‘Hitch’ Hitchens, ενός δόκτορα του έρωτα. Όχι, δεν υπάρχει μεγαλύτερο κλισέ απ’ αυτό, αλλά ο Smith παίζει το ρόλο τόσο προσγειωμένα και άνετα, που πετυχαίνει ακριβώς στο κέντρο το στόχο του ρομαντικού ρεαλισμού που χρειάζονται αυτού του είδους οι ταινίες.

Κινούμενο βέβαια αυστηρά μέσα στις αμερικάνικες κινηματογραφικές φόρμες, το Hitch καταφέρνει ωστόσο να έχει περισσότερα κοινά με τα ρομάντζα παλιότερων εποχών, παρά με τις σύγχρονες μετεφηβικές σάχλες. Κρατάει βέβαια λίγο περισσότερο, αλλά κυρίως γιατί αργεί να πάρει μπρός, αφού το πρώτο 15λεπτο αναλώνεται σε χοντροκομμένες φάρσες και παγωμένο χιούμορ. Όμως όσο προχωράει, σε κάνει να ξεχάσεις την κακή σας πρώτη γνωριμία, και είναι αρκετά αποτελεσματικό στο γέλιο (συνήθως) και στο δάκρυ (όσο φτάνει στο φινάλε) που σχεδόν σε κάνει να το ερωτευτείς.
Written by
verbal
in
no category
Ο Tom Haden Church πιάνει αράχνες

Στην τρίτη ταινία της σειράς, που προγραμματίζεται να βγει στις αίθουσες στις αρχές του Μάη του 2007, ο ηθοποιός με το πλούσιο βιογραφικό σε τηλεοπτικές σειρές, θα παίξει το ρόλο της νέμεσης του ήρωα με τα μπλέ κολάν και τους ιστούς στους καρπούς, σύμφωνα με ανακοίνωση του σκηνοθέτη της ταινίας Sam Raimi την περασμένη Δευτέρα. Δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη, ποιον από τους δεκάδες εχθρούς του Spider-Man θα υποδυθεί.
Written by
verbal
in
no category
Ring Two, The - Review
The Ring Two – Σήμα Κινδύνου 2
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Hideo Nakata
Σενάριο: Ehren Kruger
Παίζουν: Naomi Watts, David Dorfman, Simon Baker
Είναι πολύ, πολύ λυπηρό να βλέπεις ένα από τα πιο τρομακτικά κινηματογραφικά φαντάσματα των τελευταίων ετών, να επιστρέφει αμήχανο, άνευρο και γλυκανάλατα αναποτελεσματικό, στο sequel της ταινίας του. Από την άλλη βέβαια, είναι καθησυχαστικό, από την άποψη ότι επιβεβαιώνει πως οι θεμελιώδεις νόμοι του σύμπαντός μας, εξακολουθούν να ισχύουν.
Το 1998 ο Hideo Nakata έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του παγκόσμιου τρόμου, μεταφέροντας στην οθόνη τη νουβέλα του συμπατριώτη του Kuji Suzuki, και όχι μόνο γέννησε ένα ανεπανάληπτο cult φαινόμενο στην ιαπωνική κοινωνία, αλλά έστρεψε και το βλέμμα των αμερικανικών στούντιο στην ανατολίτικη φιλμογραφία. Λίγο πολύ την ιστορία του πως φτάσαμε εδώ την ξέρετε, και αν όχι, μπορείτε να κάνετε ένα κλικ εδώ.
Το σημαντικό είναι πως, μετά την εισπρακτική επιτυχία του The Ring πριν από τρία χρόνια, δια χειρός Gore Verbinski, ήταν λογικό ο Nakata να θελήσει να καρπωθεί κι αυτός ένα μερίδιο της τρομακτικής επιτυχίας του νέου αμερικάνικου franchise. Και λογικό, αυτός το γέννησε άλλωστε! Οπότε καβάλησε την καρέκλα του σκηνοθέτη για το αμερικάνικο sequel, που θέλει τη Rachel (Naomi Watts) και το γιό της Aiden (David Dorfman) να έχουν μετακομίσει στην επαρχιακή Αμερική, ψάχνοντας ηρεμία μακριά από τη στοιχειωμένη κασέτα που έδενε όποιον την έβλεπε με μια θανατηφόρα κατάρα, την οποία μπορούσε να σπάσει μόνο αν έδειχνε το αβανταδόρικο ασπρόμαυρο περιεχόμενό της σε κάποιον άλλο. Σιγά που θα ηρεμούσε βέβαια. Η Samara, εκείνο το σκιαχτικό, λιγδιάρικο κοριτσάκι με τα μαύρα μακριά μαλιά μπροστά απ’το πρόσωπο, που κατοικεί στο πηγάδι της κασέτας, βρίσκει το δρόμο της για το ήσυχο χωριουδάκι της Astoria, και βάζει σκοπό της να κάνει την Rachel μαμά του.
Ο Nakata φέρνει στο sequel αρκετή από την ατμοσφαιρικότητα που κυριαρχούσε στην ιαπωνική βερζιόν, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι ξέρει να στήσει σωστά τα «μπου!» του, ακόμη κι αν αναγκάζεται αρκετές φορές να δώσει μια MTV-ζουσα χρειά στις εικόνες του, για να ικανοποιήσει το αμερικάνικο κοινό. Το μεγάλο πρόβλημα, το έχει ο σεναριογράφος του, ο Ehren Kruger, ο οποίος μη έχοντας αντίστοιχο αρχικό υλικό για να στηριχθεί (οι παραγωγοί δεν ήθελαν να κάνουν remake του γιαπωνέζικου sequel βέβαια, sequel του αμερικάνικου remake ήθελαν) χάνεται ανάμεσα στην ανατολίτικη προέλευση της ταινίας και τον δυτικό προσανατολισμό του τμήματος marketing του στούντιο, και σε στιγμές κατεβάζει το IQ της ρασιοναλίστριας πρωταγωνίστριάς του, αλλά και του θεατή, για να πετάξει μερικά ξεκρέμαστα μεταφυσικά στοιχεία, ενώ πολύ σύντομα το στόρυ φαίνεται να του ξεφεύγει, και από The Ring να γίνεται Εξορκιστής.
Παραδόξως, οι έντονες φοβίες απέναντι στην τεχνολογία (τα βίντεο, τις οθόνες, την καταγραφή του κόσμου και κατ’ επέκταση την καταγραφή του «άλλου κόσμου») που ήταν βασικά χαρακτηριστικά του Ringu, είναι εδώ περισσότερο παρόντα απ’ ό,τι στο The Ring, γεγονόςπου ενισχύει τις υποψίες μου ότι ο Nakata συμπλήρωνε σημειώσεις στο σενάριο κρυφά από τον Kruger. Εν κατακλείδι, το Ring 2 είναι μια κλασσική καλοστημένη μα κακογραμμένη ιστορία φαντασμάτων, με ελάχιστα πραγματικά τρομάγματα (δύο μέτρησα εγώ), στιγμές που ο ρυθμός παγώνει, κι ένα φινάλε που φαίνεται πως μάλλον από κάπου αλλού τους είχε περισσέψει.

Σκηνοθεσία: Hideo Nakata
Σενάριο: Ehren Kruger
Παίζουν: Naomi Watts, David Dorfman, Simon Baker
Είναι πολύ, πολύ λυπηρό να βλέπεις ένα από τα πιο τρομακτικά κινηματογραφικά φαντάσματα των τελευταίων ετών, να επιστρέφει αμήχανο, άνευρο και γλυκανάλατα αναποτελεσματικό, στο sequel της ταινίας του. Από την άλλη βέβαια, είναι καθησυχαστικό, από την άποψη ότι επιβεβαιώνει πως οι θεμελιώδεις νόμοι του σύμπαντός μας, εξακολουθούν να ισχύουν.



Παραδόξως, οι έντονες φοβίες απέναντι στην τεχνολογία (τα βίντεο, τις οθόνες, την καταγραφή του κόσμου και κατ’ επέκταση την καταγραφή του «άλλου κόσμου») που ήταν βασικά χαρακτηριστικά του Ringu, είναι εδώ περισσότερο παρόντα απ’ ό,τι στο The Ring, γεγονόςπου ενισχύει τις υποψίες μου ότι ο Nakata συμπλήρωνε σημειώσεις στο σενάριο κρυφά από τον Kruger. Εν κατακλείδι, το Ring 2 είναι μια κλασσική καλοστημένη μα κακογραμμένη ιστορία φαντασμάτων, με ελάχιστα πραγματικά τρομάγματα (δύο μέτρησα εγώ), στιγμές που ο ρυθμός παγώνει, κι ένα φινάλε που φαίνεται πως μάλλον από κάπου αλλού τους είχε περισσέψει.