Written by
verbal
in
no category
Lemony Snicket - Review
Lemony Snicket’s a Series of Unfortunate Events
(3/5)
Σκηνοθεσία: Brad Silberling
Σενάριο: Robert Gordon (από τα τρία πρώτα της σειράς βιβλίων του Daniel Handler, που υπογράφει ως Lemony Snicket)
Παίζουν: Emily Browning, Liam Aiken, Jim Carrey
Όταν η ταινία βγήκε στην Αμερική, πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το επερχόμενο κινηματογραφικό franchise, ως το καινούριο Harry Potter saga. Όσον αφορά την ατμόσφαιρα της ταινίας και το υποφώσκον μακάβριο του σεναρίου, δεν έχουν άδικο. Όμως πολύ αμφιβάλλω για το αν θα ισχύσει το ίδιο και στις εισπράξεις, τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από την πρώτη ταινία, που τουλάχιστον στην Αμερική, ουδεμία σχέση είχε με την πορεία του Potter.
Στο μοτίβο του ορφανού, μπορεί να εντοπίσει κανείς την πρώτη ομοιότητα ανάμεσα στις δύο σειρές, με τα παιδιά της οικονομικά εύρωστης οικογένειας Μπωντλέρ, να γίνονται ξαφνικά τα ορφανά Μπωντλέρ, όταν οι γονείς τους χάνονται σε μια μυστηριώδη πυρκαϊά στο σπίτι τους. Τώρα, τα ορφανά πρέπει να αντιμετωπίσουν τον αναδόχό τους Κόμη Όλαφ -που τα παίρνει υπό τη σκέπη του μόνο για να κερδίσει την περιουσία τους- και μια σειρά από άλλα ατυχή περιστατικά. Αντλώντας έμπνευση από τα τρία πρώτα βιβλία του Daniel Handler -ο οποίος με το ψευδώνυμο Lemony Snicket έχει ήδη απλώσει τις ιστορίες των Μποντλέρ σε 8 χαριτωμένα μικρά διηγηματάκια- η ταινία του Brad Silberling φέρει μια σειρά ατυχών χαρακτηριστικών. Και εντοπίζονται όλα στο σενάριο.
Αν και η πείρα του Robert Gordon είναι σχετικά μικρή, θα περίμενε κανείς ο σεναριογράφος να μπορέσει να φτιάξει ένα πιο δυνατό στόρι από το πλήθος των περιπετειών και των χαρακτήρων που βρίσκονται στα τρία βιβλία του Snicket, όμως ο Gordon δείχνει μια εμφανή αδυναμία να χειριστεί σωστά την πηγή του, και το τελικό αποτέλεσμα στερείται τόσο σταθερού ρυθμού, όσο και ενιαίου χαρακτήρα. Σαν συρραφή highlights χωρίς συνοχή, το πρώτο Lemony Snicket’s καταλήγει να μοιάζει με πιλότο, σα δοκιμαστικό επεισόδιο με σκοπό να κρίνει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν τα sequels, χαρακτηριστικό που δεν είναι απαραίτητα καταστροφικό, αν ο θεατής δεν ενοχλείται από την αίσθηση ότι του παίρνουν τα μέτρα για να βρουν το σωστό τρόπο να του πάρουν και τα λεφτά.
Ο Silberling πάντως, πλησιάζοντας περισσότερο στο mood της πρώτης του ταινίας, του Casper, δείχνει ότι έχει σαφώς εξελιχθεί σαν σκηνοθέτης, και εκμεταλλεύεται το χορταστικό budget του για να μας προσφέρει εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, υποβλητικής gothic αισθητικής, και βυθίζει έτσι τον θεατή σε μια ατμοσφαιρικότητα που θυμίζει τον Barry Sonnenfeld του Adam’s Family και Tim Burton του Ψαλιδοχέρη. Το σκοτεινό, μακάβριο χιούμορ -χαρακτηριστικό και των βιβλίων του Snicket- αναδεικνύεται αποτελεσματικά, όμως εύκολα αισθάνεται κανείς ότι αυτό που πραγματικά λείπει από την ταινία είναι η παιχνιδιάρικη διάθεση, η υποχθώνια ενέργεια που χαρακτηρίζει τις ταινίες των δύο προαναφερθέντων σκηνοθετών. Άδικη η σύγκριση, το ξέρω, αλλά είναι κι άδικο που τα βιβλία αυτά δεν έπεσαν σε πραγματικά άξια χέρια.
Ο Jim Carrey, που κρατάει το ρόλο του Κόμη Όλαφ, φαίνεται αρκετά μουδιασμένος κάτω από τις αμέτρητες στρώσεις μακιγιάζ που κουβαλάει, και λίγο διστακτικός για το πόσο στα σοβαρά πρέπει να πάρει το ρόλο του, και πόσο να τον ποτίσει με τα παλιά screwball στοιχεία του. Χωρίς βέβαια να είναι ούτε στιγμή κατώτερος των περιστάσεων, αρκετά σφιγμένος ώστε να αφήσει αρκετό χώρο στην Meryl Streep και τον Billy Connelly να κλέψουν την παράσταση στα δυο κομμάτια της ταινίας που εμφανίζονται, αλλά και στους νεαρούς Emily Brown και Liam Aiken να τραβούν περισσότερο ενδιαφέρον στις σκηνές που μοιράζονται μαζί του.

Σκηνοθεσία: Brad Silberling
Σενάριο: Robert Gordon (από τα τρία πρώτα της σειράς βιβλίων του Daniel Handler, που υπογράφει ως Lemony Snicket)
Παίζουν: Emily Browning, Liam Aiken, Jim Carrey
Όταν η ταινία βγήκε στην Αμερική, πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το επερχόμενο κινηματογραφικό franchise, ως το καινούριο Harry Potter saga. Όσον αφορά την ατμόσφαιρα της ταινίας και το υποφώσκον μακάβριο του σεναρίου, δεν έχουν άδικο. Όμως πολύ αμφιβάλλω για το αν θα ισχύσει το ίδιο και στις εισπράξεις, τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από την πρώτη ταινία, που τουλάχιστον στην Αμερική, ουδεμία σχέση είχε με την πορεία του Potter.



Ο Jim Carrey, που κρατάει το ρόλο του Κόμη Όλαφ, φαίνεται αρκετά μουδιασμένος κάτω από τις αμέτρητες στρώσεις μακιγιάζ που κουβαλάει, και λίγο διστακτικός για το πόσο στα σοβαρά πρέπει να πάρει το ρόλο του, και πόσο να τον ποτίσει με τα παλιά screwball στοιχεία του. Χωρίς βέβαια να είναι ούτε στιγμή κατώτερος των περιστάσεων, αρκετά σφιγμένος ώστε να αφήσει αρκετό χώρο στην Meryl Streep και τον Billy Connelly να κλέψουν την παράσταση στα δυο κομμάτια της ταινίας που εμφανίζονται, αλλά και στους νεαρούς Emily Brown και Liam Aiken να τραβούν περισσότερο ενδιαφέρον στις σκηνές που μοιράζονται μαζί του.
Written by
verbal
in
no category
Bride and Prejudice - Review
Bride and Prejudice
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Gurinder Chadha
Σενάριο: Gurinder Chadha, Paul Mayeda Bergers (βασισμένοι στη νουβέλα Pride and Prejudice)
Παίζουν: Aishwarya Rai, Martin Henderson, Nadira Babbar
Πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω ασφαλής με την ιδέα ότι η φρίκη του κύματος των αμερικάνικων παραγωγών τύπου Bollywood σταμάτησε πριν δυο-τρία χρόνια στο Guru και το Bollywood-Hollywood κι εκείνο το τραγούδι της διαφήμισης του Peugeot 306, να σου που πετάγεται η νέα ταινία της σκηνοθέτιδας του Bend It Like Beckham και με λούζει πάλι κρύος ιδρώτας.
Η Chadha παίρνει το βιβλίο της Jane Austen, το γεμίζει ανατολίτικα χρώματα, μουσικές και προφορές, και το μετατρέπει σε κατά τα αμερικάνικα πρότυπα εύπεπτο κινηματογραφικό ρομάντζο. Η οικογένεια Bakshi είναι ευλογημένη με τέσσερα πανέμορφα κορίτσια, τα δύο εκ των οποίων είναι σε ηλικία παντρειάς. Καθώς η μητέρα τους ψάχνει τον κατάλληλο γαμπρό –ο οποίος πρέπει να είναι πλούσιος, Ινδός και κάτοχος πράσινης κάρτας- οι δυο αδερφές ερωτεύονται δυο φίλους που γνώρισαν σε γάμο τρίτου. Ο ένας είναι Ινδός, ο άλλος Αμερικάνος, έτσι απ’ τα δύο ειδύλλια, την αποκλειστικότητα στην οθόνη κερδίζει το δεύτερο, που έχει και τη δυναμική πολιτισμικών συγκρούσεων.
Το Bride and Prejudice είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες, για τις οποίες η δουλειά της κριτικής ξεκινά και τελειώνει στην αναφορά του genre. Ξέρει κανείς από πριν τι θα δει: μέσα σε μια θάλασσα από κλισέ, τα ήθη της Δύσης συναντούν αυτά της Ανατολής, όταν ο Αμερικάνος ερωτευέται την Ινδή. Με συνοπτικές διαδικασίες αποδεικνύεται (;) ότι οι δύο πολιτισμοί δε διαφέρουν και τόσο (τουτέστιν οι δυτικοί δεν είναι όσο προχωρημένοι νομίζουν), για τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας τα πιτσουνάκια βρίσκονται αντιμέτωπα με ανεπαρκώς σεναριακά υποστηριζόμενες παρεξηγήσεις, τριγύρω τους πηγαινοέρχονται μερικές αδιάφορες υποπλοκές, και στο τέλος έρχεται το αναπόφευκτο happy end. Δεν ξαναβλέπετε το Ae Fond Kiss καλύτερα;
Απ’ αυτές τις ταινίες του αμερικανοποιημένου Bollywood, -και το Bride and Prejudice είναι από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα- λείπουν οι αβάσταχτες ποσότητες μελό που χαρακτηρίζουν την ινδική φιλμογραφία. Τα υπόλοιπα όμως -ινδική μουσική, παραδοσιακοί χωροί (στο πιο μοντέρνο τους), πολύχρωμα κοστούμια, ξεκάρφωτα musical ιντερλούδια, ύμνοι στο κιτς- είναι όλα εκεί. Αν είναι του γούστου σας, θα εκτιμήσετε ακόμη περισσότερο το ότι τούτο ‘δω το δείγμα, είναι τουλάχιστον προσεγμένη παραγωγή.

Σκηνοθεσία: Gurinder Chadha
Σενάριο: Gurinder Chadha, Paul Mayeda Bergers (βασισμένοι στη νουβέλα Pride and Prejudice)
Παίζουν: Aishwarya Rai, Martin Henderson, Nadira Babbar
Πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω ασφαλής με την ιδέα ότι η φρίκη του κύματος των αμερικάνικων παραγωγών τύπου Bollywood σταμάτησε πριν δυο-τρία χρόνια στο Guru και το Bollywood-Hollywood κι εκείνο το τραγούδι της διαφήμισης του Peugeot 306, να σου που πετάγεται η νέα ταινία της σκηνοθέτιδας του Bend It Like Beckham και με λούζει πάλι κρύος ιδρώτας.



Written by
verbal
in
no category
Interpreter, The - Review
The Interpreter
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Sydney Pollack
Σενάριο: Charles Randolph, Scott Frank, Steven Zaillian
Παίζουν: Nicole Kidman, Sean Penn, Catherine Keener
Ταινίες σαν ετούτη εδώ, είναι ικανές να σου αποκαλύψουν πόσο κατά διαόλου πάνε τα πράματα με τους νεαρούς σκηνοθέτες που τσιμπάει το Hollywood απ’ το MTV και τους βάζει στα τιμόνια των περιπετειών και των θρίλερ.
Πολιτικές ίντριγκες και δολοπλοκίες ξεδιπλώνονται στους στενούς διαδρόμους του μεγάρου του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη -που για πρώτη φορά ανοίγει τις πόρτες του για κινηματογραφικά συνεργεία (στο παρελθόν είχε αρνηθεί να το κάνει για τον Hitchcock)- όταν μια διερμηνέας (Nicole Kidman) τυχαίνει να κρυφακούσει διάλογο για το σχεδιασμό της δολοφονίας ενός Αφρικανού πολιτικού ηγέτη, που μεταξύ μας πολλοί στον ΟΗΕ θα ήθελαν να βγει εκτός. Σύντομα δύο εδικοί πράκτορες (Sean Penn, Catherine Keener) καταφθάνουν για να διαχειριστούν την κατάσταση, ενώ μια από τις αρμοδιότητές τους είναι και το να δουν πόσο και πώς εμπλέκεται στην όλη ιστορία και η ίδια η πληροφοριοδότης τους.
Ο Sydney Pollack, μετά από 6 χρόνια αποχής από την ενεργό δράση, επιστρέφει στη φόρμα που τον ανέδειξε, για να μας ξαναθυμίσει γιατί λατρεύτηκε. Ο άνθρωπος όχι μόνο δείχνει πως ξέρει τι κάνει, αλλά το κάνει και τόσο καλά, που αν έχεις συνηθίσει λίγο σ’ όλες αυτές τις μπουρδίτσες που κυκλοφορούν στα multiplex, με τη Διερμηνέα του μπορεί να πάθεις σοκ.
Εκπληκτική σκηνοθεσία με γρήγορο μοντάζ και νευρικές εναλλαγές πλάνων, εκείνη η μαγική σκηνή στο λεωφορείο που δείχνει πως μπορούν να τινάξουν στον αέρα τα κλισέ οι βιρτουόζοι όταν έχουν κέφια, αλλά και στιγμές που οι ρυθμοί πέφτουν για να αναδειχθεί η αξία των καλών διαλόγων (και) σ’ αυτού του είδους τις ταινίες και οι ικανότητες των πρωταγωνιστών. Μ’ αυτό το σφιχτό πολιτικό θρίλερ, ο Pollack μπορεί να μην επανεφευρίσκει τον τροχό, όμως μας θυμίζει πώς θα έπρεπε να κυλάει.

Σκηνοθεσία: Sydney Pollack
Σενάριο: Charles Randolph, Scott Frank, Steven Zaillian
Παίζουν: Nicole Kidman, Sean Penn, Catherine Keener
Ταινίες σαν ετούτη εδώ, είναι ικανές να σου αποκαλύψουν πόσο κατά διαόλου πάνε τα πράματα με τους νεαρούς σκηνοθέτες που τσιμπάει το Hollywood απ’ το MTV και τους βάζει στα τιμόνια των περιπετειών και των θρίλερ.


Εκπληκτική σκηνοθεσία με γρήγορο μοντάζ και νευρικές εναλλαγές πλάνων, εκείνη η μαγική σκηνή στο λεωφορείο που δείχνει πως μπορούν να τινάξουν στον αέρα τα κλισέ οι βιρτουόζοι όταν έχουν κέφια, αλλά και στιγμές που οι ρυθμοί πέφτουν για να αναδειχθεί η αξία των καλών διαλόγων (και) σ’ αυτού του είδους τις ταινίες και οι ικανότητες των πρωταγωνιστών. Μ’ αυτό το σφιχτό πολιτικό θρίλερ, ο Pollack μπορεί να μην επανεφευρίσκει τον τροχό, όμως μας θυμίζει πώς θα έπρεπε να κυλάει.
Written by
verbal
in
no category
Sideways' side effects
"If anyone orders merlot, I'm leaving. I am not drinking any fuckin' merlot."
About halfway through the wine-loving buddy movie "Sideways," the film's main character shows shocking disdain for merlot, America's most popular varietal of red wine. It was a throwaway line that the movie's writers didn't think would generate much reaction from audiences, but now merlot, a drinkable and uncomplicated Everyman's red, is fighting to be cool again. Its sales growth sputtered a bit when the movie came out and it's been the butt of jokes among the wine-savvy.
On the flip side, in the wake of the success of "Sideways," sales of pinot noir jumped 15 percent in the three months ended Jan. 15, according to ACNielsen. Retailers and wineries, pushing pinot with all kinds of "Sideways" tie-ins, say the movie has prompted the biggest buzz in the wine industry since a 1991 "60 Minutes" program touted the health benefits of red wine.
About halfway through the wine-loving buddy movie "Sideways," the film's main character shows shocking disdain for merlot, America's most popular varietal of red wine. It was a throwaway line that the movie's writers didn't think would generate much reaction from audiences, but now merlot, a drinkable and uncomplicated Everyman's red, is fighting to be cool again. Its sales growth sputtered a bit when the movie came out and it's been the butt of jokes among the wine-savvy.
On the flip side, in the wake of the success of "Sideways," sales of pinot noir jumped 15 percent in the three months ended Jan. 15, according to ACNielsen. Retailers and wineries, pushing pinot with all kinds of "Sideways" tie-ins, say the movie has prompted the biggest buzz in the wine industry since a 1991 "60 Minutes" program touted the health benefits of red wine.
Written by
verbal
in
no category
Robots - Review
Robots
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Chris Wedge, Carlos Saldanha
Σενάριο: Lowell Ganz, Babaloo Mandel
Ακούγονται: Ewan McGregor, Robin Williams, Halle Berry
Έχουμε τα τελευταία χρόνια συνηθίσει τα animation να μας έρχονται από δύο μόνο εταιρείες (τους κολοσσούς του χώρου Pixar και Dreamworks), που όταν κάτι χρωματιστό και τρισδιάστατο έχει άλλη φίρμα, αποσυντονιζόμαστε λίγο. Αν και η Fox είχε κάνει αίσθηση (αδικαιολόγητη κατά τη γνώμη μου) πριν μερικά χρόνια με το Ice Age, γενικά η μικρή παράδοση των τρίτων εταιρειών και άρα το μικρό team στο animation, δικαιολογούν μάλλον τη σπάνια παρουσία τους. Αν όμως είναι να μας δίνουν και ταινίες σαν το Robots, αξίζει η αναμονή.
Η ιστορία θέλει τον Rodney (Ewan McGregor), νεαρό ρομπότ με έφεση στις εφευρέσεις, να ταξιδεύει στη Robot City γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες, που στραπατσάρονται όταν στη θέση του Bigweld (Mel Brooks), του ιδεαλιστή διευθυντή της (μοναδικής και παντοδύναμης) εταιρείας παρασκευής ρομπότ και εξαρτημάτων και ίνδαλμα του Rodney, βρίσκει τον Ratchet (Greg Kinnear), γλοιώδες καπιταλιστικό ρομπότ, που θέλει να αντικαταστήσει τα εξαρτήματα από τις πιο ντιζαϊνάτες και (άρα ακριβότερες) αναβαθμίσεις. Στο σχέδιό του να αλλάξει τα εμπορικά δεδομένα βοηθά η υποχθόνια μητέρα του (Jim Broadbent), που σε μια χωματερή καταστρέφει όλα τα διαθέσιμα στην αγορά εξαρτήματα. Όμως ο Rodney, μαζί με μια ομάδα παράνομων περιθωριακών, των λεγόμενων outmodes, αποφασίζει να επαναφέρει τα πράγματα στη σωστή τους βάση.
Εκεί που ο Asimov συναντά τον Dickens λοιπόν, η δύναμη των ονείρων και το θάρρος να τα κυνηγήσουμε γίνεται ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίον περιστρέφεται η ταινία, ενώ ένα σωρό άλλα ιδανικά όπως η φιλία, η συντροφικότητα και η αγαθή καρδιά, αναδεικνύονται με αξιοζήλευτη διακριτικότητα. Τέτοια που όχι μόνο επιτρέπει στους γονείς να απολαύσουν τους απύθμενα διασκεδαστικούς χαρακτήρες (κορυφαίος φυσικά αυτός του Robin Williams) και τους πανέξυπνους διάλογους –οι οποίοι απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτούς, ιδίως αν είναι αρκετά καλοί γνώστες της αγγλικής για να πιάσουν τα λεκτικά αστεία που δύσκολα περνάνε στη μετάφραση-, αλλά μπορεί να τους φτάσει και στο σημείο να συγκινηθούν από τα αγνά μηνύματα που η ταινία περνάει στα παιδάκια τους.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό και αναζωογονητικό στο χιούμορ του Robots, είναι ότι δε χρειάζεται απαραίτητα κινηματογραφικές αναφορές και νύξεις σε current events για να ξεδιπλωθεί, στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει και διαχρονικότητα στην ταινία, αν δεν ήταν στην ουσία ένα επαναλαμβανόμενο –παρ’ ότι με εφευρετικότητα και φαντασία- αστείο, σχετικά με το πώς «μεταφράζεται» η ανθρώπινη πραγματικότητα σε όρους της ρομποτικής.
Όσο για τις γραμμές της Fox, αυτές μπορεί να μην έχουν τη φινέτσα της Pixar και τα ρομπότ της να μην είναι τόσο γλυκούλικα όσο τα ζουζούνια της Dreamworks, αλλά είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστεί κανείς από τα επιμέρους στοιχεία της ταινίας, όπως η αρχιτεκτονική των κτηρίων, η διαρρύθμιση της πόλης των ρομπότ και οι φουτουριστικές συγκοινωνίες της (αυτό πρέπει να το δείτε για να το καταλάβετε). Ιδίως μέσα στον roller-coaster ρυθμό που κινούνται όλα.

Σκηνοθεσία: Chris Wedge, Carlos Saldanha
Σενάριο: Lowell Ganz, Babaloo Mandel
Ακούγονται: Ewan McGregor, Robin Williams, Halle Berry
Έχουμε τα τελευταία χρόνια συνηθίσει τα animation να μας έρχονται από δύο μόνο εταιρείες (τους κολοσσούς του χώρου Pixar και Dreamworks), που όταν κάτι χρωματιστό και τρισδιάστατο έχει άλλη φίρμα, αποσυντονιζόμαστε λίγο. Αν και η Fox είχε κάνει αίσθηση (αδικαιολόγητη κατά τη γνώμη μου) πριν μερικά χρόνια με το Ice Age, γενικά η μικρή παράδοση των τρίτων εταιρειών και άρα το μικρό team στο animation, δικαιολογούν μάλλον τη σπάνια παρουσία τους. Αν όμως είναι να μας δίνουν και ταινίες σαν το Robots, αξίζει η αναμονή.



Όσο για τις γραμμές της Fox, αυτές μπορεί να μην έχουν τη φινέτσα της Pixar και τα ρομπότ της να μην είναι τόσο γλυκούλικα όσο τα ζουζούνια της Dreamworks, αλλά είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστεί κανείς από τα επιμέρους στοιχεία της ταινίας, όπως η αρχιτεκτονική των κτηρίων, η διαρρύθμιση της πόλης των ρομπότ και οι φουτουριστικές συγκοινωνίες της (αυτό πρέπει να το δείτε για να το καταλάβετε). Ιδίως μέσα στον roller-coaster ρυθμό που κινούνται όλα.
Written by
verbal
in
no category
Garden State - Review
Garden State
(3,5/5)
Σκηνοθεσία: Zach Braff
Σενάριο: Zach Braff
Παίζουν: Zach Braff, Natalie Portman, Peter Sarsgaard, Ian Holm
Λοιπόν, να κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει συχνά στο Hollywood. Νεαρός ηθοποιός, ανερχόμενο αστέρι και πρωταγωνιστής επιτυχημένης τηλεοπτικής κωμικής σειράς, μαζεύει τους πρώτους του μισθούς και πάει και γυρίζει την ολόδική του ταινία.
Ο Zach Braff, που έχει φτιάξει το όνομά του στην Αμερική με το sitcom Scrubs –απ’ τα ελάχιστα που τα πάνε καλά και με τους κριτικούς αυτήν την περίοδο- γράφει, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί και κάνει και την παραγωγή μιας ρομαντικής δραματικής κομεντί γι’ αυτήν την περίεργη σέκτα ανθρώπων που τους πιάνει κατάθλιψη στην ιδέα ότι πρέπει να επιστρέψουν στο πατρικό τους στην επαρχία. Δεν υπάρχουν πολλοί, αλλά πιστέψτε με, ξέρω κι εγώ μερικούς τέτοιους. Έναν μάλιστα, τον βλέπω κάθε φορά που ξυρίζομαι.
Αν και ο ίδιος είναι υπεραρκετός για να γεμίσει την οθόνη, μ’ αυτή τη μειλίχια μελαγχολία στο πρόσωπο και το αυτοκτονικό «ωχ παρατήστε με» στο βλέμμα, στο πλευρό του σύντομα εμφανίζεται η πανέμορφη Natalie Portman στο πιο γλυκό και ερωτεύσιμό της μέχρι τώρα, και σύντομα τριγύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι υπέροχοι νεαροί ηθοποιοί που κλέβουν μερικές σκηνές από ‘δω κι από ‘κει. Και φυσικά υπάρχει κι ο Ian Holm στο ρόλο του πατέρα.
Να επανέλθουμε όμως στον Braff, που είναι και ο πρωταγωνιστής. Το πρόβλημα του χαρακτήρα του, του Andrew, ξεκινάει από τις τύψεις που αισθανόταν από παιδί, όταν προκάλεσε το ατύχημα που άφησε ανάπηρη τη μητέρα του, αλλά κι ο ψυχίατρος πατέρας του δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα, αντιθέτως τον έκλεισε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, καταδικάζοντάς τον σε αιώνια τριπάκια λιθίου. Τα χρόνια έχουν περάσει, ο Andrew έχει μετακομίσει στο Hollywood με το όνειρο να γίνει ηθοποιός (βέβαια δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά, όλοι τον θυμούνται για το ρόλο του ως καθυστερημένου ποδοσφαιριστή), και τώρα που η μητέρα του πέθανε, πρέπει να επιστρέψει για την κηδεία. Έτσι, γνωρίζει τη Sam, ίσως το μόνο κορίτσι που θα μπορούσε να είναι πιο περίεργο κι απ’ αυτόν, και σε μια από τις πιο τρυφερές ρομαντικές συναντήσεις που έχουν απαθανατιστεί σε φιλμ, κάνουν κλικ. Η Sam, που είναι πανέμορφη, πολύ εκδηλωτική, ανοιχτή, έξυπνη, πανέμορφη, αστεία, τρυφερή και φυσικά, πανέμορφη, είναι αρκετή για να του αλλάξει τη ζωή. Και η χημεία μεταξύ τους, είναι εκπληκτική.
Ένα γλυκό αλλά και τόσο εκκεντρικό όσο και οι πρωταγωνιστές του love story αρχίζει να αναπτύσσεται, καθώς περίεργοι χαρακτήρες από τα παιδικά χρόνια του Andrew εμφανίζονται για να το εμπλουτίσουν. Αν και ο Peter Sarsgaard (που αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους νέους καρατερίστες της Αμερικής) είναι ο βασικός δευτερορολίτης της ταινίας, ο αγαπημένος μου είναι ένας τύπος που έβγαλε ένα σκασμό λεφτά εφευρίσκοντας το «αθόρυβο βέλκρο»!
Με ιδανικό ρυθμό, αξιαγάπητους χαρακτήρες, σκηνοθετική δεξιοτεχνία που αναδεικνύει μαγευτικές λεπτομέρειες, σωστές δόσεις συγκίνησης και σκοτεινού χιούμορ, η μαγεία της ταινίας κρύβεται τόσο στην απλότητά της, όσο και στην ικανότητα του δημιουργού της να ξεφύγει απ’ όλες τις παγίδες του είδους, απ’ την αρχή, μέχρι το αμφιλεγόμενα happy φινάλε.
Το Garden State είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες που σε κάνουν να αισθάνεσαι αυτή τη ζεστασιά μέσα σου, αυτές που συνήθως τους κρεμάνε την ταμπέλα “feel-good”. Μόνο που τις ξεπερνά, γιατί είναι η πιο σκοτεινή κι αντισυμβατική απ’ όλες τους.

Σκηνοθεσία: Zach Braff
Σενάριο: Zach Braff
Παίζουν: Zach Braff, Natalie Portman, Peter Sarsgaard, Ian Holm
Λοιπόν, να κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει συχνά στο Hollywood. Νεαρός ηθοποιός, ανερχόμενο αστέρι και πρωταγωνιστής επιτυχημένης τηλεοπτικής κωμικής σειράς, μαζεύει τους πρώτους του μισθούς και πάει και γυρίζει την ολόδική του ταινία.

Αν και ο ίδιος είναι υπεραρκετός για να γεμίσει την οθόνη, μ’ αυτή τη μειλίχια μελαγχολία στο πρόσωπο και το αυτοκτονικό «ωχ παρατήστε με» στο βλέμμα, στο πλευρό του σύντομα εμφανίζεται η πανέμορφη Natalie Portman στο πιο γλυκό και ερωτεύσιμό της μέχρι τώρα, και σύντομα τριγύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι υπέροχοι νεαροί ηθοποιοί που κλέβουν μερικές σκηνές από ‘δω κι από ‘κει. Και φυσικά υπάρχει κι ο Ian Holm στο ρόλο του πατέρα.

Ένα γλυκό αλλά και τόσο εκκεντρικό όσο και οι πρωταγωνιστές του love story αρχίζει να αναπτύσσεται, καθώς περίεργοι χαρακτήρες από τα παιδικά χρόνια του Andrew εμφανίζονται για να το εμπλουτίσουν. Αν και ο Peter Sarsgaard (που αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους νέους καρατερίστες της Αμερικής) είναι ο βασικός δευτερορολίτης της ταινίας, ο αγαπημένος μου είναι ένας τύπος που έβγαλε ένα σκασμό λεφτά εφευρίσκοντας το «αθόρυβο βέλκρο»!

Το Garden State είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες που σε κάνουν να αισθάνεσαι αυτή τη ζεστασιά μέσα σου, αυτές που συνήθως τους κρεμάνε την ταμπέλα “feel-good”. Μόνο που τις ξεπερνά, γιατί είναι η πιο σκοτεινή κι αντισυμβατική απ’ όλες τους.
Written by
verbal
in
no category
Jacket, The - Review
The Jacket – Η τελευταία φορά που πέθανα
(1,5/5)
Σκηνοθεσία: John Maybury
Σενάριο: Massy Tadjenin
Παίζουν: Adrien Brody, Keira Knightley, Kris Kristofferson
Είναι λίγες οι φορές που τόσο νωρίς σε μια ταινία ακούς μια τόσο προφητική συμβουλή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, όσο στο The Jacket με την παραίνεση της Keira Knigthley που στο τέταρτο επάνω αρχίζει να κραυγάζει “Get out!”
Ο Adrien Brody είναι αμερικανός πεζοναύτης που στον Πόλεμο του Κόλπου τρώει σφαίρα κατακούτελα. Αυτή, είναι η «πρώτη φορά» που πεθαίνει. Λίγα λεπτά αργότερα, ανασταίνεται, μεταφέρεται στην πατρίδα, και περπατάει στους χιονισμένους δρόμους της Αμερικής. Βοηθάει ένα κοριτσάκι και τη μητέρα της που έχουν προβλήματα με το αμάξι, μετά κάνει ωτοστόπ, μπλέκεται σε φόνο αστυνομικού, και καταλήγει σε ψυχιατρικό άσυλο for the criminally insane. Εκεί του εφαρμόζουν μια πρωτότυπη σωφρονιστική μέθοδο, που περιλαμβάνει τρομπάρισμα με φάρμακα, έναν ζουρλομανδύα (το εν λόγω jacket), και ένα συρτάρι νεκροτομείου. Που να ‘ξεραν οι θεράποντες, ότι η μέθοδος αυτή δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή τους να βολτάρει στο μέλλον… Ο Brody λοιπόν, απ’ το ‘92 πάει στο 2007, βρίσκει τη μικρή που είχε βοηθήσει –η οποία έχει μεταλλαχθεί στην Keira Knightley, οπότε προκύπτει και το απαραίτητο love story-, και μαθαίνει ότι σε τέσσερις μέρες (απ’ αυτές του ‘92) θα πεθάνει. Βέβαια, αντί να προσπαθήσει να το αποτρέψει, περνάει όλες τις μέρες του πηγαίνοντας μπρος-πίσω στο χρόνο και προσπαθώντας να μάθει το πώς θα γίνει –ή το πώς έγινε, εξαρτάται από πού το βλέπει κανείς.
Ο σεναριογράφος, που φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση τόσο από το βιβλίο «10 Τρόποι να Αντιγράψετε τους 12 Πιθήκους» -ανάγνωσμα σαφώς κατώτερο του «10 Τρόποι να Γράψετε τους 12 Πιθήκους»- όσο και από το «Λογική: Αυτός ο Άγνωστος», κερδίζει πόντους χάρη στην ευσυνείδητη επιλογή του να μείνει μακριά από τα παράδοξα του ταξιδιού στο χρόνο, για να αποφύγει τη γιούχα.
Όμως τι να γλιτώσεις, όταν βάζεις τον πρωταγωνιστή σου να μη χρειάζεται να πάρει το σώμα του μαζί όταν ταξιδεύει στο χρόνο, όταν οι χαρακτήρες σου μοιάζουν να προέκυψαν από εγχειρίδια για πετυχημένα κλισέ, κι όταν πετάς από ‘δω κι από ‘κει ρετάλια από υποπλοκές για να μπορέσεις να φτιάξεις φινάλε. Αν δεν ένιωθε κι αυτήν την αναθεματισμένη ανάγκη να χώσει κάπου και το ρομάντζο, ίσως τουλάχιστον να έδινε στον Maybury την ευκαιρία να δώσει στην ταινία έναν κάποιο ρυθμό.
Πάντως, αν σας λέει κάτι η Keira Knightley, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το ένα της στήθος. Αν πάλι δε σας λέει τίποτα, θα έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσετε τις αντοχές σας με τους over the top μελοδραματισμούς της. Ο δε Brody, αν και παίζει την κάθε σκηνή σα να πρόκειται για το μονόλογο του Brando στο Λιμάνι της Αγωνίας, κερδίζει τις εντυπώσεις με διαφορά… μύτης, της οποίας το ερμηνευτικό μέγεθος και βάθος, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τονίσει όσο πιο συχνά μπορεί. Ορκίζομαι ότι σε ένα από τα γκρο-πλαν του, σχεδόν είδα στο αριστερό του ρουθούνι να μπαίνει φως από το αυτί του. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ρεσιτάλ ανικανότητας του σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.
Αν είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω στο χρόνο, θα πήγαινα πίσω σ’ εκείνο το πρώτο 15λεπτο μετά τους τίτλους αρχής, και θα ακολουθούσα τη συμβουλή της Keira. Αν ευθύνεται κάποιος που με κράτησε στην αίθουσα, είναι ο Peter Deming, που με ξεγέλασε με την ενδιαφέρουσα φωτογραφία του.

Σκηνοθεσία: John Maybury
Σενάριο: Massy Tadjenin
Παίζουν: Adrien Brody, Keira Knightley, Kris Kristofferson
Είναι λίγες οι φορές που τόσο νωρίς σε μια ταινία ακούς μια τόσο προφητική συμβουλή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, όσο στο The Jacket με την παραίνεση της Keira Knigthley που στο τέταρτο επάνω αρχίζει να κραυγάζει “Get out!”

Ο σεναριογράφος, που φαίνεται να έχει αντλήσει έμπνευση τόσο από το βιβλίο «10 Τρόποι να Αντιγράψετε τους 12 Πιθήκους» -ανάγνωσμα σαφώς κατώτερο του «10 Τρόποι να Γράψετε τους 12 Πιθήκους»- όσο και από το «Λογική: Αυτός ο Άγνωστος», κερδίζει πόντους χάρη στην ευσυνείδητη επιλογή του να μείνει μακριά από τα παράδοξα του ταξιδιού στο χρόνο, για να αποφύγει τη γιούχα.

Πάντως, αν σας λέει κάτι η Keira Knightley, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το ένα της στήθος. Αν πάλι δε σας λέει τίποτα, θα έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσετε τις αντοχές σας με τους over the top μελοδραματισμούς της. Ο δε Brody, αν και παίζει την κάθε σκηνή σα να πρόκειται για το μονόλογο του Brando στο Λιμάνι της Αγωνίας, κερδίζει τις εντυπώσεις με διαφορά… μύτης, της οποίας το ερμηνευτικό μέγεθος και βάθος, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τονίσει όσο πιο συχνά μπορεί. Ορκίζομαι ότι σε ένα από τα γκρο-πλαν του, σχεδόν είδα στο αριστερό του ρουθούνι να μπαίνει φως από το αυτί του. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι ρεσιτάλ ανικανότητας του σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του.
Αν είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω στο χρόνο, θα πήγαινα πίσω σ’ εκείνο το πρώτο 15λεπτο μετά τους τίτλους αρχής, και θα ακολουθούσα τη συμβουλή της Keira. Αν ευθύνεται κάποιος που με κράτησε στην αίθουσα, είναι ο Peter Deming, που με ξεγέλασε με την ενδιαφέρουσα φωτογραφία του.