Cursed - Review

Cursed
(1/5)

Σκηνοθεσία: Wes Craven
Σενάριο: Kevin Williamson
Παίζουν: Christina Ricci, Joshua Jackson, Jesse Eisenberg

Όταν πριν από 30 και κάτι χρόνια ο Wes Craven πρωτοδοκιμαζόταν στη σκηνοθεσία, άφησε εποχή στο χώρο των thrillers κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο γέμιζε τα κενά των απλοϊκών σεναρίων με σκηνές βίας χωρίς προηγούμενο την εποχή εκείνη. Κάπως έτσι, το Last House on the Left, έμεινε στην ιστορία σαν ένα camp αιματοβαμμένο φεστιβάλ σοκ μηδαμινού budget. Φέτος, επιστρέφει από πενταετή απουσία από τη σκηνοθεσία με το Cursed, μια ταινία εξίσου camp, αλλά χωρίς καθόλου αίμα, και κανένα σοκ. Εκτός ίσως από το budget της.

Γιατί δεν μπορείς να ξοδεύεις 35 εκατομμύρια δολάρια για μια ταινία με σενάριο που αδικεί τους ηθοποιούς της, διαλόγους που προσβάλουν τον θεατή, twist που είναι ο ορισμός της απάτης, και ανύπαρκτη σκηνοθετική υπογραφή. Τα κλισέ του είδους που τόσο έντεχνα κανιβάλισε ο Craven στο Scream, παίρνουν εδώ την εκδίκησή τους, βοηθώντας την ταινία να κερδίσει τον τίτλο του χειρότερου δείγματος προχειροφτιαγμένου εφηβικού θρίλερ-τσιχλόφουσκας που πέρασε φέτος απ’ τις οθόνες. Για την ώρα τουλάχιστον.

Synchronize your watches

Μετά το εμπορικό trick της ταυτόχρονης πρεμιέρας ταινιών όπως τα δυο τελευταία μέρη του Matrix, που έκαναν την πρώτη προβολή τους (σχεδόν) την ίδια ώρα σε (σχεδόν) όλον τον κόσμο, τα παιδιά του marketing περνάνε την ιδέα σε άλλο επίπεδο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πρώτη προβολή του trailer μιας ταινίας αποτελεί event, ιδίως (και κυρίως) στην Αμερική που πολλές ταινίες φτιάχνουν ειδικά διαφημιστικά σποτάκια, και οι εταιρείες τους πληρώνουν αδρά για να εξασφαλίσουν την προβολή τους κατά τη διάρκεια του Super Bowl, του τελικού του πρωταθλήματος του αμερικάνικου football. Είναι όμως η πρώτη φορά που οι εταιρείες προσπαθούν να εφαρμόσουν την τακτική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Έτσι, το Σάββατο 7 Μαΐου το trailer της νέας ταινίας φαντασίας της Disney, Τα Χρονικά της Νάρνια: Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα (φανταστείτε το σαν τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών να συναντά τον Χάρυ Πότερ και μαζί πάνε να βρουν το μάγο του Οζ, σε μια χώρα καταδισκαμένη σε ένα ξόρκι αιώνιου χειμώνα, που περιμένει τέσσερα πιτσιρίκια να μπουν εκεί απο μια μαγική ντουλάπα και να σώσουν τους φανταστικούς της κατοίκους), θα καταργήσει τα σύνορα και θα προβληθεί συγχρόνως σε 32 χώρες, φιλοδοξόντας να κεντρίσει για μερικά δευτερόλεπτα το ενδιαφέρον 200 εκατομυρίων θεατών. Στην Ελλάδα, το trailer θα προβληθεί στο Mega, κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων, αλλά φαντάζομαι αρκετοί θα είναι αυτοί που θα το έχουν τσεκάρει αρκετά νωρίτερα στο διαδίκτυο. Αλλά έτσι βγαίνουν τα δολλάρια...


Pacifier, The - Review

The Pacifier
(1/5)

Σκηνοθεσία: Adam Shankman
Σενάριο: Thomas Lennon, Robert Ben Garant
Παίζουν: Vin Diesel, Lauren Graham, Faith Ford

Η τριγωνική μάζα μυών που συνοδεύεται από δυο πόδια κι ένα γυαλιστερό καραφλό κεφάλι και ακούει στο όνομα Vin Diesel, συνεχίζει το σερί των αποτυχημένων του επιλογών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έχοντας στηρίξει το κασέ του στα τεστοστερονούχα θεμέλια των no-brainer action flicks, έχει –όπως κάθε action hero που σέβεται τον εαυτό του- φτάσει σ’ εκείνο το σημείο της καριέρας του, που νιώθει την ανάγκη να πείσει πως μπορεί να υποδυθεί. Το οποίο βέβαια είναι και λογικό και ανθρώπινο, αλλά στην περίπτωση του Vin είναι και ολότελα αστείο. Αυτό που δεν είναι αστείο, είναι η νέα κωμωδία (με εσάνς περιπέτειας), με την οποία προσπαθεί να το καταφέρει.

Ο Vin λοιπόν, είναι ο Shane Wolf, σκληροτράχηλος ΟΥΚ-ας που στην καινούρια του αποστολή αναλαμβάνει να κάνει babysitting στην οικογένεια μακαρίτη επιστήμονα, ενόσω η μητέρα της οικογένειας απουσιάζει μετα ετέρου αξιωματικού στην Ελβετία, όπου προσπαθούν να βρουν τον μυστικό κωδικό για το υπερόπλο που είχε σχεδιάσει ο εκλιπών. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα όσο φαίνονται, και σύντομα η κόλαση μεταφέρεται στη γη, για να απειλήσει την επιτυχία της αποστολής με μπιμπερό, πάνες, μωρουδίστικα κλάματα, απειθάρχητους εφήβους και καθυστερημένους νίντζα.

Αν και υποψιάζομαι ότι το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης το φέρει ο μοντέρ, ούτε το σενάριο μπορεί να πει κανείς ότι βοηθάει την ταινία να επιδείξει το παραμικρό ίχνος αυτοσυγκέντρωσης, κι έτσι η κυριότερη αδυναμία αυτού του άναρθρου κατασκευάσματος καταλήγει να είναι το ότι δεν αποφασίζει ποτέ σε ποιο κοινό θέλει να απευθυνθεί και σε ποιο genre να καταταχθεί. Ενώ του χιούμορ της ταινίας δεν είναι ιδιαίτερα βασανιστικό (ούτε και ιδιαίτερα πετυχημένο βέβαια), είναι πολύ σκόρπιο για να πει κανείς ότι βλέπει κωμωδία, ενώ οι σκηνές δράσεις, αν και αρκούντως τυποποιημένες, είναι ελάχιστες για να πεις την ταινία περιπέτεια. Απ’ την άλλη, ούτε για οικογενειακή μου κάνει, λόγω της έλλειψης οικογενειακού πυρήνα και αντίστοιχων μηνυμάτων. Είναι κι αυτή η εχθρική καράφλα του Vin στη μέση, τρέχα γύρευε. Οπότε, περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Ε, ok, για ταινία με τίτλο «Κωδικός Πιπίλα» πρόκειται. Τι περιμένετε;

Superman Returns - Preview Peek Pic

Η Warner Bros. Pictures αποκάλυψε την πρώτη φωτογραφία από την πολυαναμενόμενη επική περιπέτεια Superman Returns με τον πρωτοεμφανιζόμενο Μπράντον Ρουθ στο ρόλο του Ανθρώπου από Ατσάλι.

Η στολή μοιάζει σα να 'ναι απο χοντρό φελιζόλ, οπότε υποθέτω στις υπερδυνάμεις του καινούριου Superman θα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα μπλοκαρίσματος της εφίδρωσης, ενώ απ' αυτό το φως η κάπα μου κάνει για δερματίνη, οπότε ίσως πρέπει να περιμένουμε και ηχητικά εφέ τύπου μαστίγιο στην παραγωγή.

Κατά τα άλλα, μπορείτε να δείτε μερικές μικροαλλαγές στο logo του υπερήρωα με μερικές μοντερνίζουσες γραμμές στη ζώνη, αλλά και πάλι ρε γαμώτο, είχα ξεχάσει πόσο γελοία παρωχημένη δείχνει πιά η μπλε στολή με το βρακί απ' έξω. Είναι κι αυτή η μπουκλίτσα στο κούτελο...

Le Chiavi Di Casa - Review

Le Chiavi Di Casa
(2.5/5)

Σκηνοθεσία: Gianni Amelio
Σενάριο: Gianni Amelio, Sandro Petraglia (βασισμένο στο βιβλίο του Giuseppe Pontigia, Γεννημένος Δυο Φορές)
Παίζουν: Kim Rossi Stuart, Andrea Rossi, Charlotte Rampling

Οι ταινίες που καταπιάνονται με τα ευαίσθητα θέματα παιδιών με διανοητικά, ή άλλου είδους παρεμφερή προβλήματα, έχουν συνήθως την τάση να πνίγονται στο μελοδραματισμό τους, έρμαια των βαθιά προσωπικών απόψεων ή/και εμπειριών των σκηνοθετών και των σεναριογράφων τους. Έτσι μπορεί να είναι ιδανικές για μια συνεδρία δακρυοθεραπείας, αλλά σε διαφορετική περίπτωση, σπανίως αποτελούν την επιλογή κινηματογραφόφιλου μη μανιοκαταθλιπτικού.

Η συγκεκριμένη ταινία ωστόσο, που πραγματεύεται τις προσπάθειες του πατέρα ενός παιδιού με διανοητικά και κινητικά προβλήματα, να εξιλεωθεί και να διώξει τις τύψεις που νιώθει επειδή το εγκατέλειψε, επιστρέφοντας μετά από 15 χρόνια στη ζωή του για τη φαινομενικά ακίνδυνη διαδικασία του να το συνοδέψει στο νοσοκομείο, είναι αρκετά διαφορετική. Αν και πιστή στη μουνταμάρα του είδους, έχει μια ιδιαίτερα αισιόδοξη προσέγγιση του θέματός της και ένα ξεχωριστό γλυκόπικρο χιούμορ που αποδιώχνει την αίσθηση της ματαιότητας στις πράξεις των ηρώων. Και καταφέρνει μ’ έναν τρόπο σχεδόν μαγευτικό, να αναδείξει το αίσθημα της πατρότητας και τον τρόπο που μπορεί να φέρει κοντά του δύο χαρακτήρες που μονοπωλούν ουσιαστικά την κάμερα, με την πάντα αξιόπιστη Charlotte Rampling να συμπληρώνει ενίοτε το κάδρο.

Αν και είναι μια ταινία με περιορισμένο κοινό και περιορισμένη απήχηση ακόμη και σ’ αυτό, αν βρεθείτε στην αίθουσα που προβάλλεται η ταινία, δεν αποκλείεται μετά από δυο ώρες να βγείτε έξω νιώθοντας τυχεροί που την πετύχατε.

Lemony Snicket - Review

Lemony Snicket’s a Series of Unfortunate Events
(3/5)

Σκηνοθεσία: Brad Silberling
Σενάριο: Robert Gordon (από τα τρία πρώτα της σειράς βιβλίων του Daniel Handler, που υπογράφει ως Lemony Snicket)
Παίζουν: Emily Browning, Liam Aiken, Jim Carrey

Όταν η ταινία βγήκε στην Αμερική, πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το επερχόμενο κινηματογραφικό franchise, ως το καινούριο Harry Potter saga. Όσον αφορά την ατμόσφαιρα της ταινίας και το υποφώσκον μακάβριο του σεναρίου, δεν έχουν άδικο. Όμως πολύ αμφιβάλλω για το αν θα ισχύσει το ίδιο και στις εισπράξεις, τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από την πρώτη ταινία, που τουλάχιστον στην Αμερική, ουδεμία σχέση είχε με την πορεία του Potter.

Στο μοτίβο του ορφανού, μπορεί να εντοπίσει κανείς την πρώτη ομοιότητα ανάμεσα στις δύο σειρές, με τα παιδιά της οικονομικά εύρωστης οικογένειας Μπωντλέρ, να γίνονται ξαφνικά τα ορφανά Μπωντλέρ, όταν οι γονείς τους χάνονται σε μια μυστηριώδη πυρκαϊά στο σπίτι τους. Τώρα, τα ορφανά πρέπει να αντιμετωπίσουν τον αναδόχό τους Κόμη Όλαφ -που τα παίρνει υπό τη σκέπη του μόνο για να κερδίσει την περιουσία τους- και μια σειρά από άλλα ατυχή περιστατικά. Αντλώντας έμπνευση από τα τρία πρώτα βιβλία του Daniel Handler -ο οποίος με το ψευδώνυμο Lemony Snicket έχει ήδη απλώσει τις ιστορίες των Μποντλέρ σε 8 χαριτωμένα μικρά διηγηματάκια- η ταινία του Brad Silberling φέρει μια σειρά ατυχών χαρακτηριστικών. Και εντοπίζονται όλα στο σενάριο.

Αν και η πείρα του Robert Gordon είναι σχετικά μικρή, θα περίμενε κανείς ο σεναριογράφος να μπορέσει να φτιάξει ένα πιο δυνατό στόρι από το πλήθος των περιπετειών και των χαρακτήρων που βρίσκονται στα τρία βιβλία του Snicket, όμως ο Gordon δείχνει μια εμφανή αδυναμία να χειριστεί σωστά την πηγή του, και το τελικό αποτέλεσμα στερείται τόσο σταθερού ρυθμού, όσο και ενιαίου χαρακτήρα. Σαν συρραφή highlights χωρίς συνοχή, το πρώτο Lemony Snicket’s καταλήγει να μοιάζει με πιλότο, σα δοκιμαστικό επεισόδιο με σκοπό να κρίνει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν τα sequels, χαρακτηριστικό που δεν είναι απαραίτητα καταστροφικό, αν ο θεατής δεν ενοχλείται από την αίσθηση ότι του παίρνουν τα μέτρα για να βρουν το σωστό τρόπο να του πάρουν και τα λεφτά.

Ο Silberling πάντως, πλησιάζοντας περισσότερο στο mood της πρώτης του ταινίας, του Casper, δείχνει ότι έχει σαφώς εξελιχθεί σαν σκηνοθέτης, και εκμεταλλεύεται το χορταστικό budget του για να μας προσφέρει εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, υποβλητικής gothic αισθητικής, και βυθίζει έτσι τον θεατή σε μια ατμοσφαιρικότητα που θυμίζει τον Barry Sonnenfeld του Adam’s Family και Tim Burton του Ψαλιδοχέρη. Το σκοτεινό, μακάβριο χιούμορ -χαρακτηριστικό και των βιβλίων του Snicket- αναδεικνύεται αποτελεσματικά, όμως εύκολα αισθάνεται κανείς ότι αυτό που πραγματικά λείπει από την ταινία είναι η παιχνιδιάρικη διάθεση, η υποχθώνια ενέργεια που χαρακτηρίζει τις ταινίες των δύο προαναφερθέντων σκηνοθετών. Άδικη η σύγκριση, το ξέρω, αλλά είναι κι άδικο που τα βιβλία αυτά δεν έπεσαν σε πραγματικά άξια χέρια.

Ο Jim Carrey, που κρατάει το ρόλο του Κόμη Όλαφ, φαίνεται αρκετά μουδιασμένος κάτω από τις αμέτρητες στρώσεις μακιγιάζ που κουβαλάει, και λίγο διστακτικός για το πόσο στα σοβαρά πρέπει να πάρει το ρόλο του, και πόσο να τον ποτίσει με τα παλιά screwball στοιχεία του. Χωρίς βέβαια να είναι ούτε στιγμή κατώτερος των περιστάσεων, αρκετά σφιγμένος ώστε να αφήσει αρκετό χώρο στην Meryl Streep και τον Billy Connelly να κλέψουν την παράσταση στα δυο κομμάτια της ταινίας που εμφανίζονται, αλλά και στους νεαρούς Emily Brown και Liam Aiken να τραβούν περισσότερο ενδιαφέρον στις σκηνές που μοιράζονται μαζί του.

Bride and Prejudice - Review

Bride and Prejudice
Image hosted by Photobucket.com (2.5/5)

Σκηνοθεσία: Gurinder Chadha
Σενάριο: Gurinder Chadha, Paul Mayeda Bergers (βασισμένοι στη νουβέλα Pride and Prejudice)
Παίζουν: Aishwarya Rai, Martin Henderson, Nadira Babbar

Πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω ασφαλής με την ιδέα ότι η φρίκη του κύματος των αμερικάνικων παραγωγών τύπου Bollywood σταμάτησε πριν δυο-τρία χρόνια στο Guru και το Bollywood-Hollywood κι εκείνο το τραγούδι της διαφήμισης του Peugeot 306, να σου που πετάγεται η νέα ταινία της σκηνοθέτιδας του Bend It Like Beckham και με λούζει πάλι κρύος ιδρώτας.

Η Chadha παίρνει το βιβλίο της Jane Austen, το γεμίζει ανατολίτικα χρώματα, μουσικές και προφορές, και το μετατρέπει σε κατά τα αμερικάνικα πρότυπα εύπεπτο κινηματογραφικό ρομάντζο. Η οικογένεια Bakshi είναι ευλογημένη με τέσσερα πανέμορφα κορίτσια, τα δύο εκ των οποίων είναι σε ηλικία παντρειάς. Καθώς η μητέρα τους ψάχνει τον κατάλληλο γαμπρό –ο οποίος πρέπει να είναι πλούσιος, Ινδός και κάτοχος πράσινης κάρτας- οι δυο αδερφές ερωτεύονται δυο φίλους που γνώρισαν σε γάμο τρίτου. Ο ένας είναι Ινδός, ο άλλος Αμερικάνος, έτσι απ’ τα δύο ειδύλλια, την αποκλειστικότητα στην οθόνη κερδίζει το δεύτερο, που έχει και τη δυναμική πολιτισμικών συγκρούσεων.

Το Bride and Prejudice είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες, για τις οποίες η δουλειά της κριτικής ξεκινά και τελειώνει στην αναφορά του genre. Ξέρει κανείς από πριν τι θα δει: μέσα σε μια θάλασσα από κλισέ, τα ήθη της Δύσης συναντούν αυτά της Ανατολής, όταν ο Αμερικάνος ερωτευέται την Ινδή. Με συνοπτικές διαδικασίες αποδεικνύεται (;) ότι οι δύο πολιτισμοί δε διαφέρουν και τόσο (τουτέστιν οι δυτικοί δεν είναι όσο προχωρημένοι νομίζουν), για τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας τα πιτσουνάκια βρίσκονται αντιμέτωπα με ανεπαρκώς σεναριακά υποστηριζόμενες παρεξηγήσεις, τριγύρω τους πηγαινοέρχονται μερικές αδιάφορες υποπλοκές, και στο τέλος έρχεται το αναπόφευκτο happy end. Δεν ξαναβλέπετε το Ae Fond Kiss καλύτερα;

Απ’ αυτές τις ταινίες του αμερικανοποιημένου Bollywood, -και το Bride and Prejudice είναι από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα- λείπουν οι αβάσταχτες ποσότητες μελό που χαρακτηρίζουν την ινδική φιλμογραφία. Τα υπόλοιπα όμως -ινδική μουσική, παραδοσιακοί χωροί (στο πιο μοντέρνο τους), πολύχρωμα κοστούμια, ξεκάρφωτα musical ιντερλούδια, ύμνοι στο κιτς- είναι όλα εκεί. Αν είναι του γούστου σας, θα εκτιμήσετε ακόμη περισσότερο το ότι τούτο ‘δω το δείγμα, είναι τουλάχιστον προσεγμένη παραγωγή.

Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.