Written by
verbal
in
no category
Monster in Law - Review
Monster in Law – Κακιά Πεθερά
(2/5)
Σκηνοθεσία: Robert Luketic
Σενάριο: Anya Kochoff
Παίζουν: Jennifer Lopez, Jane Fonda, Michael Vartan, Wanda Sykes
Είναι πάντα μια σκληρή μέρα, η μέρα που μια ηθοποιός θα κληθεί να παίξει τη μητέρα αντί για την κόρη. Όμως όποια έχει ελάχιστη επίγνωση της κατάστασής της, αντιλαμβάνεται πότε έρχεται εκείνη η ώρα που δεν μπορεί πια να παίζει την 25άρα. Δυστυχώς, η J-Lo δε φαίνεται να είναι μια απ’ αυτές. Η J-Fo(nda) απ’ την άλλη, δεν έχει και πολλά περιθώρια, οπότε αναμενόμενο είναι να θέλει να βγάλει κι ένα easy dollar, όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτήν.
Η Charlie (J-Lo) είναι νεαρή φιλοσοφημένη και πολυτάλαντη κοπέλα -με έφεση στο σχέδιο και τη ζωγραφική- που ψάχνει τον Mr. Perfect της και στο μεταξύ περνάει το χρόνο της έχοντας τουλάχιστον τρεις προσωρινές δουλειές (dogwalker, σερβιτόρα και υποδοχή σε κλινική). Τον βρίσκει στο πρόσωπο του Kevin (Michael Vartan), φοβερού και τρομερού χειρουργού με εμφάνιση μοντέλου, ο οποίος τυγχάνει και ηλιθιωδώς πλούσιος. Για την περιουσία αλλά και τις γνωριμίες που θα ζήλευε και Πλανητάρχης, μπορεί να ευχαριστεί τη μητέρα του, Viola (Jane Fonda), μεγαλοδημοσιογράφο υπερεπιτυχημένου τηλεοπτικού talk show, από την οποία το πέρασμα του χρόνου στέρησε τη δουλειά και σημαντικό κομμάτι των λογικών της. Λίγο λοιπόν η τρέλα της, λίγο η υπερβολική αγάπη για το γιο της, την μετατρέπουν στη νυφο-νέμεση της Charlie, την φονική πεθερά που θα κάνει τα πάντα για να εμποδίσει αυτό το γάμο. Κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε φόνο.
Το στόρι έχει τις δυνατότητες να ακουστεί σχεδόν διασκεδαστικό, αν και η αλήθεια είναι πως, όσο να ‘ναι, το όνομα της Jennifer Lopez στη μαρκίζα γεννά κάποιες αρνητικές προδιαθέσεις. Και φευ… τα κοτσιδάκια και οι πλεξούδες και τα χαρούμενα χοροπηδητά, κάθε άλλο παρά καμουφλάρουν το γεγονός ότι η Lopez καμία σχέση δεν έχει με την νεαρή κοπελίτσα που βρήκε τον πρίγκιπα και ζει το μελιστάλαχτο παραμύθι της, και βέβαια το ερμηνευτικό της ταλέντο (ή η έλλειψή του, αν θέλετε), επίσης δεν βοηθά καθόλου. Στα 35 της χρόνια και με τον παγκόσμιο τύπο στο σύνολό του να μας έχει αποκαλύψει όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του παρελθόντος της, το προφίλ της πρωταγωνίστριας δε θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς συμβατό με το ρόλο της. Κρίμα που η κοπέλα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί.
Ο συνδυασμός του παραπάνω, με τις απιθανότητες και τις υπερβολές του σεναρίου (βέβαια αυτό το λέω εγώ που είμαι ανύπαντρος, οπότε που να ξέρω κιόλας, αλλά οκ), δίνει σύνθημα για έναν ανελέητο κανιβαλισμό κάθε έννοιας αληθοφάνειας, η οποία βέβαια μπορεί να μην είναι και το ζητούμενο, αλλά κακό δε θα έκανε. Το ζητούμενο είναι να δουλεύουν τα comic gags της Lopez με την Jane Fonda, για να ξεχνιόμαστε από τις σποραδικές υπερζαχαρώδεις εκκρίσεις του ρομάντζου της Lopez με τον Vartan. Απ’ αυτήν την άποψη λοιπόν, η ταινία είναι ένα έτσι-κι-έτσι πιάτο ξαναζεσταμένου φαγητού, με φορμουλαϊκή σκηνοθεσία και μηδενική πρωτοτυπία σε οποιονδήποτε τομέα, το οποίο, αν δεν είστε αλλεργικοί στα συστατικά του, δυσάρεστη γεύση δε θα σας αφήσει.

Σκηνοθεσία: Robert Luketic
Σενάριο: Anya Kochoff
Παίζουν: Jennifer Lopez, Jane Fonda, Michael Vartan, Wanda Sykes
Είναι πάντα μια σκληρή μέρα, η μέρα που μια ηθοποιός θα κληθεί να παίξει τη μητέρα αντί για την κόρη. Όμως όποια έχει ελάχιστη επίγνωση της κατάστασής της, αντιλαμβάνεται πότε έρχεται εκείνη η ώρα που δεν μπορεί πια να παίζει την 25άρα. Δυστυχώς, η J-Lo δε φαίνεται να είναι μια απ’ αυτές. Η J-Fo(nda) απ’ την άλλη, δεν έχει και πολλά περιθώρια, οπότε αναμενόμενο είναι να θέλει να βγάλει κι ένα easy dollar, όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτήν.



Written by
verbal
in
no category
And They Lived Happily Ever After
And They Lived Happily Ever After – Κι έζησαν αυτοί καλά
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Yvan Attal
Σενάριο: Yvan Attal
Παίζουν: Yvan Attal, Charlotte Gainsbourg, Alain Chabat, Alain Cohen
Ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης για να γυρνάει ταινίες για τη γυναίκα του. Πολύ ωραίο και ρομαντικό, και μάλλον θα ‘ναι και αρκετά κερδοφόρο, αφού βρίσκει λεφτά για να συνεχίσει να το κάνει, αλλά... εμάς μας αφορά;
Πριν τέσσερα χρόνια είχαμε δει στην Ελλάδα την πρώτη ταινία του Attal, η οποία φυσικά ήταν αφιερωμένη στη γυναίκα του, τη Charlotte Gainsbourg, και με τον εύγλωττο τίτλο «Η γυναίκα μου είναι ηθοποιός» εξιστορούσε τις αγωνίες και τις χαρές ενός αθλητικογράφου που ήταν παντρεμένος με μια ηθοποιό. Φυσικά το ποια πρωταγωνιστούσε είναι προφανές (η γυναίκα του, η Charlotte Gainsbourg, χαζούλη), όμως αυτό που πραγματικά κινούσε την ταινία, ήταν η φρεσκάδα και η χαριτωμένη αφέλεια του σεναρίου της, που μαζί με τους γρήγορους ρυθμούς, την ισορροπημένη σκηνοθεσία και τη λατρεία του φακού για την Gainsbourg, έδιναν ένα ευχάριστο και εύπεπτο συνολάκι, μια χαρά για θερινό.
Φέτος, ο Attal ρίχνει τους τόνους για να ερευνήσει τις ιστορίες τριών φίλων, εκ των οποίων ο ένας, ο Fred(Alain Cohen), είναι ρέμπελος εργένης και οι άλλοι δύο είναι οικογενειάρχες που ζηλεύουν την τύχη του φίλου τους. Απ’ αυτούς τους δύο τώρα, ο George (Alain Chabat) είναι παντρεμένος με μια νεοφώτιστη φεμινίστρια μέγαιρα που του καταρρακώνει την αυτοεκτίμηση, και ο Vincent (Yvan Attal) έχει την καλύτερη σύζυγο, την Gabrielle (Charlotte Gainsbourg), το πιο ήσυχο παιδάκι, και γενικά την ζωή-υπόδειγμα, που κάθε οικογενειάρχης θα ονειρευόταν. Αν σας έλεγα πως ένας από τους τρεις θα απατήσει τη γυναίκα του, θα μαντεύατε ποιος; Πάντως δε θα είναι ο George.
Η δεύτερη λοιπόν σκηνοθετική δουλειά του Attal (εξαιρουμένης της μικρού μήκους του), είναι σχεδόν εκ των πραγμάτων αρκετά πιο σκοτεινή. Κρατώντας τη λατρεία του για τη φιγούρα της γλυκιάς του Gainsbourg, και αφήνοντας όλα τα άλλα, του προκύπτει άλλη μια γαλλική ταινία που προσπαθεί να εισχωρήσει διερευνητικά στην καθημερινότητα του γάμου και τη φύση της απιστίας, όμως ο σκηνοθέτης του -που φαίνεται να μπορεί να χειριστεί την κάμερα όταν ξέρει τι θέλει να την κάνει- δείχνει εξαιρετικά νευρικός κι απρόθυμος να κάνει τη βουτιά στα βαθιά και να επικεντρωθεί στα δύσκολα ερωτηματικά του σεναρίου του όταν έρχεται η ώρα να το κάνει.
Γι’ αυτό προσπαθεί όσο μπορεί να τα αποφύγει, όμως έτσι πριν τα μισά ακόμη της ταινίας, παγώνει το ρυθμό και θολώνει το στόχο, με μόνο τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλο το cast να κρατάνε κάπως την κατάσταση. Τι να σου κάνουν όμως κι αυτές όταν περπατάνε στον αέρα; Τα πράγματα σα να αρχίζουν να παίρνουν μπρος λίγο πριν το φινάλε, όταν μια σουρεάλ σύμπτωση οδηγεί κάπως ξεκρέμαστα στην τελική έκβαση του δράματος, που είναι αρκετά πιστευτή για να μην ενοχλεί και αρκετά ελπιδοφόρα για να μπορεί να θεωρηθεί και happy.

Σκηνοθεσία: Yvan Attal
Σενάριο: Yvan Attal
Παίζουν: Yvan Attal, Charlotte Gainsbourg, Alain Chabat, Alain Cohen
Ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης για να γυρνάει ταινίες για τη γυναίκα του. Πολύ ωραίο και ρομαντικό, και μάλλον θα ‘ναι και αρκετά κερδοφόρο, αφού βρίσκει λεφτά για να συνεχίσει να το κάνει, αλλά... εμάς μας αφορά;

Φέτος, ο Attal ρίχνει τους τόνους για να ερευνήσει τις ιστορίες τριών φίλων, εκ των οποίων ο ένας, ο Fred(Alain Cohen), είναι ρέμπελος εργένης και οι άλλοι δύο είναι οικογενειάρχες που ζηλεύουν την τύχη του φίλου τους. Απ’ αυτούς τους δύο τώρα, ο George (Alain Chabat) είναι παντρεμένος με μια νεοφώτιστη φεμινίστρια μέγαιρα που του καταρρακώνει την αυτοεκτίμηση, και ο Vincent (Yvan Attal) έχει την καλύτερη σύζυγο, την Gabrielle (Charlotte Gainsbourg), το πιο ήσυχο παιδάκι, και γενικά την ζωή-υπόδειγμα, που κάθε οικογενειάρχης θα ονειρευόταν. Αν σας έλεγα πως ένας από τους τρεις θα απατήσει τη γυναίκα του, θα μαντεύατε ποιος; Πάντως δε θα είναι ο George.

Γι’ αυτό προσπαθεί όσο μπορεί να τα αποφύγει, όμως έτσι πριν τα μισά ακόμη της ταινίας, παγώνει το ρυθμό και θολώνει το στόχο, με μόνο τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλο το cast να κρατάνε κάπως την κατάσταση. Τι να σου κάνουν όμως κι αυτές όταν περπατάνε στον αέρα; Τα πράγματα σα να αρχίζουν να παίρνουν μπρος λίγο πριν το φινάλε, όταν μια σουρεάλ σύμπτωση οδηγεί κάπως ξεκρέμαστα στην τελική έκβαση του δράματος, που είναι αρκετά πιστευτή για να μην ενοχλεί και αρκετά ελπιδοφόρα για να μπορεί να θεωρηθεί και happy.
Written by
verbal
in
no category
Στο Βελγικό L' Enfant το Palme d' Or 2005


Οι Βέλγοι Jean-Pierre και Luc Dardenne, είναι οι μεγάλοι νικητές της 58ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ των Κανών.
Το L' Enfant, η ιστορία ενός νεαρού μικροαπατεώνα που ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες της πατρότητας, χάρισε το βράδυ του Σαββάτου στους αδερφούς Dardene τον δεύτερο Χρυσό τους Φοίνικα, μετά και την βράβευσή τους το 1999 με την Rosetta.
Για την ύψιστη των τιμών του αναμφίβολλα σημαντικότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Ευρώπης -αλλά και του πλανήτη ολόκληρου, αν προτιμάτε το σινεμά σας στο ποιοτικό του-, οι αδερφοί Dardene υπερίσχυσαν πολύ δυνατών ονομάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως αυτά των David Cronenberg, Wim Wenders, Michael Haneke, Jim Jarmusch, Lars Von Trier και Gus Van Sant.
Τη δεύτερη θέση (Grand Prix) κατέκτησε ο Jim Jarmusch με το Broken Flowers, στο οποίο ο Bill Murray υποδύεται έναν γερασμένο Δον Ζουάν, στο κυνήγι του γιου που δεν ήξερε ότι είχε.
Ο Tommy Lee Jones τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για το The Three Burials of Melquiades Estrada, ταινία που αποτελεί και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Η ταινία βραβεύτηκε και για το σενάριό της (απο τον Μεξικανό Guillermo Arriaga), το οποίο θέλει τον Jones να υποδύεται έναν Τεξανό που αναγκάζει τον φονιά του φίλου του να ξεθάψει το σώμα, να το μεταφέρει στο Μεξικό, και εκεί να του ετοιμάσει μια κανονική κηδεία.
Η Hanna Laslo κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, για το ρόλο μιας οδηγού ταξί στο Free Zone, το road movie του Ισραηλινού Amos Gitai.
Ο Αυστριακός Mikael Haneke έλαβε το βραβείο σκηνοθεσίας για το θρίλερ Hidden, στο οποίο ένα ζευγάρι τρομοκρατείται απο έναν παρανοϊκό που τους παρακολουθεί.
Την Κυριακή, το 58ο Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίστηκε ως μια διοργάνωση με καλές αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες ταινίες, θα ρίξει την αυλαία του με την επαναπροβολή των βραβευμένων ταινιών.
Το L' Enfant, η ιστορία ενός νεαρού μικροαπατεώνα που ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες της πατρότητας, χάρισε το βράδυ του Σαββάτου στους αδερφούς Dardene τον δεύτερο Χρυσό τους Φοίνικα, μετά και την βράβευσή τους το 1999 με την Rosetta.
Για την ύψιστη των τιμών του αναμφίβολλα σημαντικότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Ευρώπης -αλλά και του πλανήτη ολόκληρου, αν προτιμάτε το σινεμά σας στο ποιοτικό του-, οι αδερφοί Dardene υπερίσχυσαν πολύ δυνατών ονομάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως αυτά των David Cronenberg, Wim Wenders, Michael Haneke, Jim Jarmusch, Lars Von Trier και Gus Van Sant.


Η Hanna Laslo κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, για το ρόλο μιας οδηγού ταξί στο Free Zone, το road movie του Ισραηλινού Amos Gitai.

Την Κυριακή, το 58ο Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίστηκε ως μια διοργάνωση με καλές αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες ταινίες, θα ρίξει την αυλαία του με την επαναπροβολή των βραβευμένων ταινιών.
Περισσότερα για τη διοργάνωση και τα βραβεία,
στις σχετικές ανταποκρίσεις και τα διάφορα αφιερώματα του Cine.gr,
και του movieworld.gr(μόνο που εκεί τα links
θα πρέπει να τα βρείτε μόνοι σας, είναι λίγο πιο μπερδεμένα...).
στις σχετικές ανταποκρίσεις και τα διάφορα αφιερώματα του Cine.gr,
και του movieworld.gr(μόνο που εκεί τα links
θα πρέπει να τα βρείτε μόνοι σας, είναι λίγο πιο μπερδεμένα...).
Written by
verbal
in
no category
Star Wars - Episode III: Revenge of the Sith
Star Wars - Episode III: Revenge of the Sith
(3,5/5)
Σκηνοθεσία: George Lucas
Σενάριο: George Lucas
Παίζουν: Hayden Christensen, Ewan McGregor, Natalie Portman, Ian McDiarmid
Του πήρε 28 χρόνια, αλλά τελικά ο Lucas τα κατάφερε να ολοκληρώσει το όραμα του. Αν βέβαια δεν του ‘ρθει να περάσει και όλη την υπόλοιπη ζωή του σ’ αυτόν τον πολύ, πολύ μακρινό του γαλαξία, φτιάχνοντας άλλα τρία επεισόδια, για να συμπληρώσει εννιαλογία όπως μας είχε απειλήσει.
Από το sleeper hit του ’77 που ήρθε από το πουθενά και άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου, στο πιο πολυαναμενόμενο fuckin’-mega-budget-super-block-buster της χρονιάς, στο τρίτο επεισόδιο ο Lucas δίνει στοιχεία που πέφτουν σαν κομμάτια Tetris στα κενά, για να ολοκληρώσουν την εικόνα του έπους με τις περίεργες λέξεις όπως Wookies, Amidala, Jedi, Skywalker, Sith και Death Star.
Σ’ αυτό το πρώτο prequel του Πολέμου των Άστρων, δηλαδή το δεύτερο sequel του τρίτου prequel, ή το πρώτο sequel του δεύτερου prequel, ή τέλος πάντων στο Επεισόδιο ΙΙΙ, ο Anakin Skywalker και ο Obi-Wan Kenobi (νομίζω αυτό το όνομα το έχω δει σε κατάλογο κινέζικου delivery, στις σούπες), βρίσκονται ένα μόνο βήμα από το να τελειώσουν τον Πόλεμο των Κλώνων μια και καλή, και να εξοντώσουν τον τελευταίο από τους επαναστατημένους άρχοντες Sith. Το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να τον βρουν. Δυστυχώς για τους Jedi, τον βρίσκει πρώτος ο Anakin, του οποίου η πίστη στη Φωτεινή Πλευρά είναι ήδη κλονισμένη, και τα νεύρα του δεν είναι και πολύ καλύτερα γιατί τελευταία βλέπει ότι η πριγκίπισσα Amidala, με την οποία έχει κρυφά παντρευτεί, πεθαίνει στη γέννα του παιδιού τους. Οπότε ο Anakin δε θέλει πολύ για να αρχίσει να αλληθωρίζει προς τη Σκοτεινή Πλευρά της Δύναμης, και κάπως έτσι, γεννιέται ο Darth Vader. Και το Death Star.
Με εξαιρετική δεξιοτεχνία (για έναν άνθρωπο της ηλικίας του κιόλας, που θα περίμενε κανείς να έχει σταματήσει πια να παίζει playstation), ο George Lucas αποδεικνύεται για άλλη μια φορά μέγας μάστορας του είδους, και δίνει μαθήματα χρήσης της κινηματογραφικής τεχνολογίας αιχμής: οι περίπλοκες αερομαχίες των διαστημοπλοίων του και οι σκηνές δράσεις με τα φωτόσπαθα –ή και χωρίς- είναι ικανά να κόψουν την ανάσα, ενώ η ομάδα των designers του, έχει ετοιμάσει γι’ αυτήν την ταινία μερικά από τα πιο όμορφα και εντυπωσιακά σκηνικά όλων των επεισοδίων.
Με πληροφορίες και ανατροπές αρκετά αναπάντεχες –τουλάχιστον για κάποιον που δεν περνάει τον ελεύθερο χρόνο του φορώντας μαύρη κάσκα και απαγγέλλοντας “Luke, I am your father” με βαθιά φωνή- το Επεισόδιο ΙΙΙ θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπατε μέχρι τώρα ολόκληρη την ιστορία της οικογένειας Skywalker, και η μονομαχία του Darth Vader με τον νεαρό Jedi θα αποκτήσει εντελώς καινούριο συμβολισμό. Όμως πέραν τούτου, και αυτή η προσθήκη στο saga, αν και στέκεται ψηλότερα από τα προηγούμενα δύο Βατερλό, ούτε κατά διάνοια δεν αγγίζει τη σεναριακή βαθύτητα που συνόδευε την πρώτη και αξεπέραστη τριλογία. Την οποία, αν είστε fans, με το Επεισόδιο ΙΙΙ θα έχετε την ευκαιρία να την αποχαιρετίσετε περήφανα (αν και τα Χρυσά Βατόμουρα, πάλι δε θα σας αφήσουν ήσυχους, ειδικά στις ερμηνείες). Αν δεν είστε, ε, δε νομίζω να γίνετε τώρα.

Σκηνοθεσία: George Lucas
Σενάριο: George Lucas
Παίζουν: Hayden Christensen, Ewan McGregor, Natalie Portman, Ian McDiarmid

Από το sleeper hit του ’77 που ήρθε από το πουθενά και άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου, στο πιο πολυαναμενόμενο fuckin’-mega-budget-super-block-buster της χρονιάς, στο τρίτο επεισόδιο ο Lucas δίνει στοιχεία που πέφτουν σαν κομμάτια Tetris στα κενά, για να ολοκληρώσουν την εικόνα του έπους με τις περίεργες λέξεις όπως Wookies, Amidala, Jedi, Skywalker, Sith και Death Star.



*Όλες οι φωτογραφίες, είναι ιδιοκτησία της
"(c) Lucasfilm Ltd. & TM. All rights reserved."
"Digital work by ILM."
και υπόκεινται στις
σχετικές διαδικτυακές νομοθεσίες.
Written by
verbal
in
no category
The Edukators - Οι Μέρες της Αφθονίας Σας Είναι Μετημένες
The Edukators – Οι Μέρες της Αφθονίας σας Είναι Μετρημένες
(3/5)
Σκηνοθεσία: Hans Weingartner
Σενάριο: Hans Weingartner, Katharina Held
Παίζουν: Daniel Buhl, Julia Jentsch, Stipe Erceg

Σκηνοθεσία: Hans Weingartner
Σενάριο: Hans Weingartner, Katharina Held
Παίζουν: Daniel Buhl, Julia Jentsch, Stipe Erceg
O Jan (Daniel Buhl) και ο Peter (Stipe Erceg), είναι δύο ακτιβιστές που προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο με έναν πιο… πρακτικό τρόπο. Εισβάλλουν στα σπίτια των πλουσίων, αλλάζουν τη διαρρύθμιση των επίπλων. Εφαρμοσμένη αναρχία. Όταν όμως ο Jan, τσιμπημένος με την κοπέλα του φίλου του, της κάνει επίδειξη βάζοντάς την σε ένα σπίτι χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας για το επαναστατικό τρίο.
Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Hans Weingartner θέτει υψηλούς στόχους καθώς προσπαθεί να συνδυάσει όλα τα στοιχεία ενός καλοφτιαγμένου θρίλερ, με τις ταινίες ενηλικίωσης και την ανάγκη των νέων να επαναστατήσουν. Υπάρχει ένας εκπληκτικός διάλογος ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του The Edukators, που αναφέρει το πώς είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να κάνουν την επανάστασή τους σήμερα, που, ό,τι κάποτε ήταν ανατρεπτικό, όπως τα αυτοκόλλητα με το «Α» της αναρχίας ή οι σημαίες και τα μπλουζάκια με το πρόσωπο του Che, πωλούνται στα πολυκαταστήματα. Είναι, λέει, μια μέθοδος του «συστήματος» να επιβάλει στην κοινωνία την αίσθηση πως ό,τι μπορούσε να γίνει, έχει ήδη γίνει.
Όμως, για κάτι περισσότερο από δύο ώρες, ο σκηνοθέτης κυνηγά με την κάμερα στον ώμο τους ήρωές του μέσα από προσεγγίσεις της σύγχρονης αναρχίας, της επανάστασης στην καπιταλιστική κοινωνία και των καλύτερων στοιχείων που επιβίωσαν από κινήματα του παρελθόντος. Αν και με λίγη τεμπελιά στη μονταζιέρα, η μοντέρνα του αισθητική τόσο στη σκηνοθεσία, όσο και στην φωτογραφία, καταφέρνει με μαγευτική ευκολία να παντρέψει το θρίλερ με την πολιτική και τα ερωτικά τρίγωνα με την ιστορία ενηλικίωσης, για να βρει ότι, τελικά, οι πετυχημένες επαναστάσεις είναι αυτές που πετυχαίνουν μέσα σου.
Αν και μπορεί να τα υποψιαστεί κανείς, τα πολιτικά κίνητρα του σκηνοθέτη δεν καταλαμβάνουν τόσο το πρώτο πλάνο στην ταινία, όσο η διάθεση για αναζωογόνηση της πολιτικής σκέψης και συζήτησης στο σινεμά. Όμως, στην ουσία το Edukators, περισσότερο από πολιτική ταινία, είναι η ιστορία τριών νέων που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, η αναζήτηση για την οπτική της ζωής που θα τους κάνουν να αισθάνονται πιο εντάξει απέναντι στον καθρέφτη, και ο αγώνας να υπερνικήσουν προβλήματα που ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν ακόμη καθαρά.
Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Hans Weingartner θέτει υψηλούς στόχους καθώς προσπαθεί να συνδυάσει όλα τα στοιχεία ενός καλοφτιαγμένου θρίλερ, με τις ταινίες ενηλικίωσης και την ανάγκη των νέων να επαναστατήσουν. Υπάρχει ένας εκπληκτικός διάλογος ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του The Edukators, που αναφέρει το πώς είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να κάνουν την επανάστασή τους σήμερα, που, ό,τι κάποτε ήταν ανατρεπτικό, όπως τα αυτοκόλλητα με το «Α» της αναρχίας ή οι σημαίες και τα μπλουζάκια με το πρόσωπο του Che, πωλούνται στα πολυκαταστήματα. Είναι, λέει, μια μέθοδος του «συστήματος» να επιβάλει στην κοινωνία την αίσθηση πως ό,τι μπορούσε να γίνει, έχει ήδη γίνει.
Όμως, για κάτι περισσότερο από δύο ώρες, ο σκηνοθέτης κυνηγά με την κάμερα στον ώμο τους ήρωές του μέσα από προσεγγίσεις της σύγχρονης αναρχίας, της επανάστασης στην καπιταλιστική κοινωνία και των καλύτερων στοιχείων που επιβίωσαν από κινήματα του παρελθόντος. Αν και με λίγη τεμπελιά στη μονταζιέρα, η μοντέρνα του αισθητική τόσο στη σκηνοθεσία, όσο και στην φωτογραφία, καταφέρνει με μαγευτική ευκολία να παντρέψει το θρίλερ με την πολιτική και τα ερωτικά τρίγωνα με την ιστορία ενηλικίωσης, για να βρει ότι, τελικά, οι πετυχημένες επαναστάσεις είναι αυτές που πετυχαίνουν μέσα σου.
Αν και μπορεί να τα υποψιαστεί κανείς, τα πολιτικά κίνητρα του σκηνοθέτη δεν καταλαμβάνουν τόσο το πρώτο πλάνο στην ταινία, όσο η διάθεση για αναζωογόνηση της πολιτικής σκέψης και συζήτησης στο σινεμά. Όμως, στην ουσία το Edukators, περισσότερο από πολιτική ταινία, είναι η ιστορία τριών νέων που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, η αναζήτηση για την οπτική της ζωής που θα τους κάνουν να αισθάνονται πιο εντάξει απέναντι στον καθρέφτη, και ο αγώνας να υπερνικήσουν προβλήματα που ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν ακόμη καθαρά.
Written by
verbal
in
no category
Boogeyman - Review
Boogeyman – Εφιάλτης
(2/5)
Σκηνοθεσία: Stephen T. Kay
Σενάριο: Eric Kripke, Juliet Snowden, Stiles White
Παίζουν: Barry Watson, Emily Deschanel, Lucy Lawless
Το καλοκαίρι έρχεται, τα δροσερά θριλεράκια χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις επίσης. Ένας μπαμπούλας που στερείται κάποιου συγκεκριμένου concept ως προς την προέλευση, τον σκοπό και την απεικόνισή του στην οθόνη, βγαίνει από τη ντουλάπα και κλέβει παιδάκια και ενήλικες αδιακρίτως, για να τους πάει κάπου. Το πού, δεν γίνεται ποτέ σαφές. Ο Tim (Barry Watson) είναι ένα παιδάκι που είδε τον μπαμπούλα να του κλέβει τον πατέρα, και έκτοτε φέρει το τραύμα με τη μορφή θανάσιμου φόβου για τις σκοτεινές ντουλάπες. Όταν όμως μεγαλώνει αρκετά και επιστρέφει στο πατρικό του για την κηδεία της μητέρας του, αναγκάζεται να κυνηγήσει και να εξοντώσει τον μπαμπούλα για να σώσει την αρραβωνιαστικιά του. Το πώς το καταφέρνει, παραμένει επίσης ασαφές.
Το Boogeyman, που με κάποιον περίεργο, και ανατριχιαστικό αναμφίβολα τρόπο, κατάφερε να χρηματοδοτηθεί από τον εταιρεία του Sam Raimi, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής θρίλερ, που βλέπουμε να απλώνουν στην οθόνη το ανέμπνευστο, φορμουλαϊκό σενάριό τους, ενόσω το κοινό από κάτω καταναλώνει το ποπ κορν και το αναψυκτικό του, αδιαφορώντας για το τι βλέπει. Τουλάχιστον, υπάρχει ο Barry Watson, ο δεύτερος πιο συμπαθής ηθοποιός της δημοφιλούς στην Ελλάδα τηλεοπτικής σειράς Έβδομος Ουρανός μετά την Jessica Biel ο οποίος προσπαθεί να γεμίσει τα κενά του σεναρίου, που απειλεί να μετατρέψει όλη τη διάρκεια της ταινίας σε νεκρό χρόνο. Δεδομένης της κατάστασης, δεν τα καταφέρνει κι άσχημα. Η δική μου ντουλάπα μπορεί να μην έχει μέσα νυχτερίδες και δαίμονες, αλλά στα κέφια της είναι σίγουρα πιο τρομακτική απ’ αυτήν εδώ την ταινία. Και πιο ενδιαφέρουσα μη σου πω.

Σκηνοθεσία: Stephen T. Kay
Σενάριο: Eric Kripke, Juliet Snowden, Stiles White
Παίζουν: Barry Watson, Emily Deschanel, Lucy Lawless

Το Boogeyman, που με κάποιον περίεργο, και ανατριχιαστικό αναμφίβολα τρόπο, κατάφερε να χρηματοδοτηθεί από τον εταιρεία του Sam Raimi, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής θρίλερ, που βλέπουμε να απλώνουν στην οθόνη το ανέμπνευστο, φορμουλαϊκό σενάριό τους, ενόσω το κοινό από κάτω καταναλώνει το ποπ κορν και το αναψυκτικό του, αδιαφορώντας για το τι βλέπει. Τουλάχιστον, υπάρχει ο Barry Watson, ο δεύτερος πιο συμπαθής ηθοποιός της δημοφιλούς στην Ελλάδα τηλεοπτικής σειράς Έβδομος Ουρανός μετά την Jessica Biel ο οποίος προσπαθεί να γεμίσει τα κενά του σεναρίου, που απειλεί να μετατρέψει όλη τη διάρκεια της ταινίας σε νεκρό χρόνο. Δεδομένης της κατάστασης, δεν τα καταφέρνει κι άσχημα. Η δική μου ντουλάπα μπορεί να μην έχει μέσα νυχτερίδες και δαίμονες, αλλά στα κέφια της είναι σίγουρα πιο τρομακτική απ’ αυτήν εδώ την ταινία. Και πιο ενδιαφέρουσα μη σου πω.
Written by
verbal
in
no category
Kingdom of Heaven - Review
Kingdom of Heaven – Το Βασίλειο των Ουρανών
(1.5/5)
Σκηνοθεσία: Ridley Scott
Σενάριο: William Monahan
Παίζουν: Orlando Bloom, Eva Green, Liam Neeson
Όσο άνετα ανέστησε ο Ridley Scott το έπος-σανδάλι με τον Μονομάχο πριν 5 χρόνια, άλλο τόσο άνετα δείχνει φέτος ικανός να το σκοτώσει πάλι. Σε μια κραυγαλέα περίπτωση ταινίας-οχήματος του πρωταγωνιστή της, με απαράδεκτες ερμηνείες στους κεντρικούς ρόλους και κατασπαταλημένους ηθοποιούς στους δεύτερους, με σχηματικό σενάριο και χάρτινους χαρακτήρες και ηλιθιωδώς πομπώδεις μονολόγους και ατάκες, ο Ridley Scott, σοβαρός άνθρωπος από σπίτι και με ιστορία μεγάλη, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Περικυκλωμένος από ατάλαντους, ο Scott προσπαθεί να στήσει ένα έπος που στα πιο τρελλά του όνειρα ήθελε να είναι ο Λώρενς της Αραβίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι τόσο στείρο όσο η άμμος των ερήμων που περικυκλώνουν τα Ιεροσόλυμα. Οι αδιαμφισβήτητες σκηνοθετικές του ικανότητες είναι ο μόνος λόγος που αυτή η ταινία συνεχίζει να προβάλλεται για πάνω από δύο ώρες, χωρίς ο θεατής να εισβάλει στο δωματιάκι του προβολατζή για να τον πνίξει με το φιλμ και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Σκηνοθεσία: Ridley Scott
Σενάριο: William Monahan
Παίζουν: Orlando Bloom, Eva Green, Liam Neeson
Όσο άνετα ανέστησε ο Ridley Scott το έπος-σανδάλι με τον Μονομάχο πριν 5 χρόνια, άλλο τόσο άνετα δείχνει φέτος ικανός να το σκοτώσει πάλι. Σε μια κραυγαλέα περίπτωση ταινίας-οχήματος του πρωταγωνιστή της, με απαράδεκτες ερμηνείες στους κεντρικούς ρόλους και κατασπαταλημένους ηθοποιούς στους δεύτερους, με σχηματικό σενάριο και χάρτινους χαρακτήρες και ηλιθιωδώς πομπώδεις μονολόγους και ατάκες, ο Ridley Scott, σοβαρός άνθρωπος από σπίτι και με ιστορία μεγάλη, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Περικυκλωμένος από ατάλαντους, ο Scott προσπαθεί να στήσει ένα έπος που στα πιο τρελλά του όνειρα ήθελε να είναι ο Λώρενς της Αραβίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι τόσο στείρο όσο η άμμος των ερήμων που περικυκλώνουν τα Ιεροσόλυμα. Οι αδιαμφισβήτητες σκηνοθετικές του ικανότητες είναι ο μόνος λόγος που αυτή η ταινία συνεχίζει να προβάλλεται για πάνω από δύο ώρες, χωρίς ο θεατής να εισβάλει στο δωματιάκι του προβολατζή για να τον πνίξει με το φιλμ και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας.