Written by
verbal
in
no category
Mr and Mrs Smith - Review
Mr and Mrs Smith
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Doug Liman
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Brad Pitt, Angelina Jolie, Vince Vaughn, Kerry Washington
Η ταινία που έγινε η αφορμή για ένα από τα πιο ωραία σκάνδαλα της φετινής σαιζόν, επιτέλους έφτασε. Κι αν το timing του χωρισμού του Brad Pitt από την Jennifer Aniston λόγω της κρυφής του σχέσης με την Angelina Jolie δεν ήταν το καλύτερο δυνατό για να προωθήσει την ταινία, το Mr & Mrs Smith εξακολουθεί να είναι η ταινία που έχει στα credits της τα δυο πιο καυτά ονόματα του Hollywood.
Κρίμα που η χημεία ανάμεσά τους είναι χαμηλότερη από την ιδεατή, αυτό όμως μάλλον είναι κάτι που οφείλεται στην αγάπη της φύσης για την ισορροπία. Πάντως ακόμη κι αν η Angelina ήταν πιο σέξι ως Lara, ή ακόμη και ως Ολυμπιάδα, κι ακόμη κι αν ο Pitt δε θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τον εικονικό ρόλο του στο Fight Club ή να ξαναγεμίσει την οθόνη με τον ίδιο τρόπο που το έκανε στην Τροία, οι δυο τους εξακολουθούν να αποτελούν την προσωποποίηση των ερωτικών φαντασιώσεων straight, bi και gay θεατών στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.
Ο John και η Jane Smith είναι ένα συνηθισμένο παντρεμένο ζευγάρι που ζει στα προάστια ένα συνηθισμένο, ρουτινιάρικο, έγγαμο βίο. Φυσικά, αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που συνοδεύουν την προηγούμενη πρόταση. Ωστόσο, ο καθένας τους κρύβει κάτι που ο άλλος θα σκότωνε για να μάθει: ο Κος και η Κα Smith είναι ακριβοπληρωμένοι επαγγελματίες δολοφόνοι που δουλεύουν σε δύο άκρως ανταγωνιστικούς οργανισμούς. Όταν οι δυο τους αναλαμβάνουν την ίδια αποστολή, μαθαίνει ο ένας το μυστικό του άλλου, και τότε ξεκινά το πάρτι. Αν θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους και τη ζωή τους, θα πρέπει να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον.
Το σενάριο του Kinberg παίρνει ένα αρκετά μαύρο concept και το χειρίζεται έξυπνα, στολίζοντας το με παιχνιδιάρικες ατάκες και σπιρτόζικες εμπνεύσεις όπως τα παιχνίδια εξουσίας στο τραπέζι, με το σούρτα-φέρτα της αλατιέρας -ένα παιχνίδι καθοριστικής σημασίας για το ποιος φοράει τα παντελόνια στο σπίτι. Όσοι είναι παντρεμένοι για αρκετό καιρό το ξέρουν αυτό, και ξέρουν επίσης ότι δε χρειάζεται κανείς να είναι πληρωμένος δολοφόνος για να θελήσει κάποια στιγμή να σκοτώσει τον/την σύζυγό του. Αλλά αν ήταν επαγγελματίας εκτελεστής, σίγουρα θα τα πράγματα θα γινόταν πιο εύκολα. Αν μη τι άλλο, θα είχε να διαλέξει εργαλείο από ένα σωρό ωραία, μεγάλα και γυαλιστερά όπλα.
Με αυτά τα όπλα και τις σφαίρες τους, ο Liman στήνει μαγευτικές χορογραφίες τύπου John Woo, ενώ αποδεικνύει για άλλη μια φορά μετά το Bourne Identity, ότι μπορεί να γίνει ο καινούριος άρχων των σοβαρών ταινιών δράσης και των κατασκοπικών φιλμ. Με εξαιρετικό στυλ και άριστο timing, η σκηνή της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στους δυο Smiths μπορεί άνετα να γραφτεί στα χρονικά ως το πέρασμα του Πολέμου των Ρόουζ στη νέα εποχή, ενώ όλες οι σκηνές δράσης εμπλουτίζονται με ανορθόδοξες γωνίες λήψεις και εξαιρετική αίσθηση συγχρονισμού.
Το πρόβλημα της ταινίας όμως είναι η αναποφασιστικότητα των παραγωγών για το πού θέλουν να την κατατάξουν. Αν και ως μαύρη κωμωδία θα μπορούσε να λειτουργεί περίφημα, η ταινία προσπαθεί να γίνει κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που είναι. Ανάμεσα στις κυνικές ατάκες και τις στροφές του σεναρίου, παρεμβάλλεται περισσότερη δράση απ’ όση χρειάζεται και παρ’ ότι ο Liman προσπαθεί να της δώσει στυλ, το αποτέλεσμα είναι άνισο και καταστροφικό για το ρυθμό.
Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται και ο μοντέρ, που εκτός από κάποια μικροπροβληματάκια ασυνέχειας -απαγορευμένα σε παραγωγές τέτοιου επιπέδου-, αρκετά από τα μεγάλα μπουμ και τα πολύχρωμα μπαμ θα μπορούσαν επίσης να έχουν μείνει στα extras του dvd για να είναι η ταινία πιο σπηντάτη και απολαυστική.
Όπως και να ’χει όμως, ο κύριος και η κυρία Σμιθ παραμένουν ένα από τα πιο δροσιστικά blockbuster ζευγάρια που θα σας ψήσουν pop-corn και nachos στη φετινή καλοκαιρινή σαιζόν.

Σκηνοθεσία: Doug Liman
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Brad Pitt, Angelina Jolie, Vince Vaughn, Kerry Washington
Η ταινία που έγινε η αφορμή για ένα από τα πιο ωραία σκάνδαλα της φετινής σαιζόν, επιτέλους έφτασε. Κι αν το timing του χωρισμού του Brad Pitt από την Jennifer Aniston λόγω της κρυφής του σχέσης με την Angelina Jolie δεν ήταν το καλύτερο δυνατό για να προωθήσει την ταινία, το Mr & Mrs Smith εξακολουθεί να είναι η ταινία που έχει στα credits της τα δυο πιο καυτά ονόματα του Hollywood.





Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται και ο μοντέρ, που εκτός από κάποια μικροπροβληματάκια ασυνέχειας -απαγορευμένα σε παραγωγές τέτοιου επιπέδου-, αρκετά από τα μεγάλα μπουμ και τα πολύχρωμα μπαμ θα μπορούσαν επίσης να έχουν μείνει στα extras του dvd για να είναι η ταινία πιο σπηντάτη και απολαυστική.
Όπως και να ’χει όμως, ο κύριος και η κυρία Σμιθ παραμένουν ένα από τα πιο δροσιστικά blockbuster ζευγάρια που θα σας ψήσουν pop-corn και nachos στη φετινή καλοκαιρινή σαιζόν.
Written by
verbal
in
no category
Hitchhiker’s Guide to the Galaxy - Review
The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy – Γυρίζοντας τον Γαλαξία με Ωτοστόπ
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Garth Jennings
Σενάριο: Karey Kirkpatrick, (από τη σειρά βιβλίων του Douglas Adams)
Παίζουν: Martin Freeman, Zooey Deschanel, Sam Rockwell
Η μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη, είναι ούτως ή άλλως το new hot thing για το Hollywood, που ψάχνει best sellers να μετατρέψει σε blockbusters. Μόδα γνωστή και επιβεβαιωμένη, όμως το Ταξιδεύοντας το Γαλαξία με Ωτοστόπ, δεν ανήκει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία.
Στη διαδικασία του development (δηλαδή στη διαδικασία για να πάρει το πράσινο φως και να μπει στο pre-production) για δυο δεκαετίες περίπου, η ιστορία του γήινου που επέζησε από την καταστροφή του πλανήτη του και γυρνάει τον γαλαξία με ωτοστόπ (αλλά φαντάζομαι αυτό το είχατε καταλάβει), είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικό σήριαλ, για να γίνει μετά σειρά βιβλίων, τηλεοπτική μίνι-σειρά, ηλεκτρονικό παιχνίδι, σειρά κόμικς και –επιτέλους- ταινία.
Από τα κλασσικότερα δείγματα φλεγματικού βρετανικού χιούμορ, το ομότιτλο βιβλίο του Douglas Adams (και αυτά που ακολούθησαν) βασίζεται στην ικανότητα του συγγραφέα του να παίρνει τυπικά εκνευριστικά γήινα χαρακτηριστικά και περιστατικά, και να τα προσωποποιεί σε ολόκληρες εξωγήινες φυλές, ή συνήθειες του σύμπαντος. Για να το κάνω πιο απλό, θα μπείτε αμέσως στο κλίμα, όταν δείτε τον Arthur Dent να ξυπνάει ένα όμορφο αγγλικό πρωινό στην όμορφη αγγλική ύπαιθρο, για να βρει ένα μάτσο μπουλντόζες να κοιτάζουν το σπίτι του με εχθρικές διαθέσεις, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από την ιδιοκτησία του πρέπει να περάσει ένας αυτοκινητόδρομος. Ένα τυπικό γήινο περιστατικό. Μερικά λεπτά αργότερα, ένα μάτσο Βογκονιανά κατεδαφιστικά διαστημόπλοια διαγράφουν τη Γη από το Σύμπαν, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από εκεί πρέπει να περάσει ένας, ας πούμε, διαστημοπλοιόδρομος.
Βέβαια ο Arthur γλιτώνει, γιατί, όπως λέγαμε, πρέπει να γυρίσει τον Γαλαξία, κι έτσι οι παρόμοιοι συσχετισμοί συνεχίζονται και απογειώνονται, ενώ η σελίδες του βιβλίου εμπλουτίζονται με ευφάνταστες περιπέτειες, που ξεχειλίζουν από την ειρωνική διάθεση και το σαρκαστικό χιούμορ του συγγραφέα.
Όμως να μην πω άλλα για τα βιβλία του Adams, τα οποία πιθανώς θα αδικήσω, μιας και δεν μπορώ να πω αρκετά γι’ αυτά πέρα απ’ το ότι τα τρία που διάβασα μου χάρισαν δύο από τις πιο απολαυστικές εβδομάδες ανάγνωσης που θυμάμαι.
Δε νομίζω ότι θα αδικήσω την ταινία όμως, λέγοντας ότι όσο δροσερή κι αν είναι η χάρη της σχετικά πλούσιας παραγωγής και η φρεσκάδα των ψιλό-άγνωστων προσώπων ακολουθούν την πρόθεση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου να υπηρετήσουν το πνεύμα των βιβλίων, το τελικό αποτέλεσμα στερείται ξεχωριστού χαρακτήρα, και ιδιαίτερης συνοχής. Λιγότερο pop θέαμα απ’ όσο pop ανάγνωσμα ήταν ο Οδηγός του Γαλαξία, προσφέρει δύο ευχάριστες ώρες στον θεατή με χαρακτήρες και στιγμές που θα απολαύσει, αλλά το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι κάτι έλειπε –κάτι που θα βρει στα βιβλία.
Αν πάλι, έχει διαβάσει από πριν τα βιβλία, θα μπει πιο εύκολα στο κλίμα της ταινίας, θα καταλάβει τι έλειπε, θα καταλάβει γιατί έλειπε αυτό που έλειπε, και το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι τελικά θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει σπίτι με την πετσέτα του. Έτσι γίνεται όταν η πολυπλοκότητα και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, θυσιάζονται για την απλοϊκότητα ενός πιο mainstream μέσου. Και έτσι γίνεται βέβαια, όταν πρέπει να στριμώξεις έξι βιβλία σε δυο ώρες ταινίες, ας μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.

Σκηνοθεσία: Garth Jennings
Σενάριο: Karey Kirkpatrick, (από τη σειρά βιβλίων του Douglas Adams)
Παίζουν: Martin Freeman, Zooey Deschanel, Sam Rockwell

Στη διαδικασία του development (δηλαδή στη διαδικασία για να πάρει το πράσινο φως και να μπει στο pre-production) για δυο δεκαετίες περίπου, η ιστορία του γήινου που επέζησε από την καταστροφή του πλανήτη του και γυρνάει τον γαλαξία με ωτοστόπ (αλλά φαντάζομαι αυτό το είχατε καταλάβει), είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικό σήριαλ, για να γίνει μετά σειρά βιβλίων, τηλεοπτική μίνι-σειρά, ηλεκτρονικό παιχνίδι, σειρά κόμικς και –επιτέλους- ταινία.

Βέβαια ο Arthur γλιτώνει, γιατί, όπως λέγαμε, πρέπει να γυρίσει τον Γαλαξία, κι έτσι οι παρόμοιοι συσχετισμοί συνεχίζονται και απογειώνονται, ενώ η σελίδες του βιβλίου εμπλουτίζονται με ευφάνταστες περιπέτειες, που ξεχειλίζουν από την ειρωνική διάθεση και το σαρκαστικό χιούμορ του συγγραφέα.
Όμως να μην πω άλλα για τα βιβλία του Adams, τα οποία πιθανώς θα αδικήσω, μιας και δεν μπορώ να πω αρκετά γι’ αυτά πέρα απ’ το ότι τα τρία που διάβασα μου χάρισαν δύο από τις πιο απολαυστικές εβδομάδες ανάγνωσης που θυμάμαι.


Written by
verbal
in
no category
House of Wax - Review
House of Wax - Το σπίτι του τρόμου
(1/5)
Σκηνοθεσία: Jaume Collet – Serra
Σενάριο: Charles Belden, Chad Hayes, Carey W. Hayes
Παίζουν: Elisha Cuthbert, Chad Michael Murray, Paris Hilton
Τα εφηβικά slashers χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα slashers που μπορούν να προσφέρουν απέραντη διασκέδαση μέσω της ένοχης απόλαυσης που κρύβει το θέαμα ενός σχιζοφρενή που ξεκοιλιάζει καμπυλόγραμμες κορασίδες και ξαναμμένους νεαρούς. Η δεύτερη, είναι τα slashers που βυθίζουν τον θεατή στην κινούμενη άμμο των κλισέ, που κρύβει το θέαμα ενός σχιζοφρενή που ξεκοιλιάζει καμπυλόγραμμες κορασίδες και ξαναμμένους νεαρούς. Η ειδοποιός διαφορά: η σοβαρότητα.
Όχι πως είναι εύκολο, το κάθε άλλο. Για να πετύχει ένα καλοκαιρινό θρίλερ, πρέπει η συνταγή του είναι καλοζυγισμένη και εκτελεσμένη σωστά. Πρέπει ο σεναριογράφος να μην έχει βάλει περισσότερα γκομενάκια απ’ όσα μπορεί να υποστηρίξει η ιστορία του, πρέπει να μην έχει βάλει λιγότερα ξεκοιλιάσματα απ’ όσα διψάει να δει το κοινό, και πρέπει να έχει εμπλουτίσει αρκετά το σεναριακό σκελετό του «βαθιά στην άγρια αμερικάνικη δυτική επαρχία, οι παραμορφωμένοι παρανοϊκοί διαμελίζουν teenagers», ώστε να μην τον πιάσουν στα χαστούκια για στείρα αντιγραφή.
Ακόμη, πρέπει ο σκηνοθέτης να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του και να ψάχνει για παράδειγμα δραματικές κορυφώσεις εκεί που δεν υπάρχουν –και που δε χρειάζεται κιόλας να υπάρχουν-, αλλά να την παίρνει και αρκετά στα σοβαρά ώστε όταν κανείς βλέπει την ταινία του να πείθεται ότι όντως υπήρχε ένας άνθρωπος στα γυρίσματα που έδινε κατευθύνσεις με κάποια κοινή λογική στο συνεργείο, και η ταινία δεν προέκυψε από πρόγραμμα υπολογιστή που πριν την αναβάθμιση τύπωνε μόνο βήματα εύκολης εκμάθησης καν-καν.
Και πάνω απ’ όλα (αυτό είναι εκ των ουκ άνευ), αν η ταινία έχει σκοπό μόνο να πουλήσει pop-corn, πρέπει να έχει μια κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη πρωταγωνιστική scream queen η οποία να μπορεί να ξυπνάει πόθους φορώντας το κλασικό λευκό t-shirt, και παράλληλα να πιάνει όλες τις ψηλές νότες όταν ουρλιάζει. Μία όμως. Κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη.
Δυστυχώς το House of Wax χάνει σε όλα. Το σενάριο είναι άνευρο, προχειρογραμμένο, και γεμάτο με τόσους χαρακτήρες που δεν προλαβαίνουν καν να εξασφαλίσουν έναν αξιοπρεπή θάνατο. Η σκηνοθεσία είναι το τυπικό, διαδικαστικό MTV-ζον μείγμα των night-vision λήψεων, της κουνημένης κάμερας και των αποτυχημένα στημένων ‘μπου’ (αν και έχει δυο-τρία τολμηρά meat shots που πρέπει να αναγνωρίσουμε). Και πάνω απ’ όλα (και αυτή είναι η καταστροφή της ταινίας), έχει δύο πρωταγωνίστριες, εκ των οποίων η μια δε μπορεί να παίξει –δεν μπορεί όμως- και η άλλη δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί το λευκό t-shirt της (αν και φαίνεται να έχει τα φόντα).
Απ’ τη μια, η Elisha Cuthbert. Στο The Girl Next Door ήταν το πιο αισθησιακό 22άχρονο που έχουν βγάλει οι αμερικάνικες ταινίες εδώ και πολύ, πολύ καιρό, στο House of Wax για κάποιο λόγο δεν μπορεί να… τονίσει τα χαρίσματά της, και τα κρύβει σε μια αντιαισθητική (ή τουλάχιστον αντιαισθησιακή) καμπούρα. Αναμφίβολα, θα τις χρειάζονταν μερικά μαθήματα από την Jessica Biel το Texas Chainsaw Massacre. Απ’ την άλλη, η Paris Hilton, της οποίας τα υποκριτικά ταλέντα υποθέτω ότι περιορίζονται στην κρεβατοκάμαρα (αν κι αυτό θα πρέπει να το διασταυρώσουμε με τον Πάρη), σίγουρα πάντως δεν τα έχει φέρει μαζί της στο πλατό. Όμως προφανώς η διάχυτη σεξουαλικότητά της, της εξασφάλισε αρκετό screen-time στο οποίο επισκιάζει την Elisha, και μπόλικα πιπεράτα υπονοούμενα τα οποία περνούν ανεκμετάλλευτα σε βαθμό κακουργηματικό (γιατί μην ξεχνάτε, στις παλιές καλές εποχές που το Hollywood δεν έκανε ταινίες με κριτήριο το PG rating, τα πιπεράτα υπονοούμενα, δεν έμεναν πάντα υπονοούμενα). Και επίσης, δεν ξέρω αν είναι τυχαίο (που σιγά μην είναι), αλλά η Paris έχει και τον μόνο αξιοπρεπή splatter θάνατο σ’ όλη την ταινία.
Όταν λοιπόν έχεις μια ταινία όπου το highlight είναι ο φόνος της Paris Hilton, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά.

Σκηνοθεσία: Jaume Collet – Serra
Σενάριο: Charles Belden, Chad Hayes, Carey W. Hayes
Παίζουν: Elisha Cuthbert, Chad Michael Murray, Paris Hilton



Και πάνω απ’ όλα (αυτό είναι εκ των ουκ άνευ), αν η ταινία έχει σκοπό μόνο να πουλήσει pop-corn, πρέπει να έχει μια κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη πρωταγωνιστική scream queen η οποία να μπορεί να ξυπνάει πόθους φορώντας το κλασικό λευκό t-shirt, και παράλληλα να πιάνει όλες τις ψηλές νότες όταν ουρλιάζει. Μία όμως. Κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη.



Όταν λοιπόν έχεις μια ταινία όπου το highlight είναι ο φόνος της Paris Hilton, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά.
Written by
verbal
in
no category
Guess Who - Review
Guess Who – Μάντεψε Ποιός
(3/5)
Σκηνοθεσία: Kevin Rodeny Sullivan
Σενάριο: David Ronn, Jay Scherick, Peter Tolan
Παίζουν: Bernie Mac, Ashton Kutcher, Zoe Saldana
Ένα new age remake του Guess Who’s Coming to Dinner με αντιστροφή των φυλετικών ρόλων και μεταφορά των τεκταινομένων στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ κακή ιδέα. Αλλά αυτοί το γύρισαν έτσι κι αλλιώς. Αυτή είναι η δουλειά τους άλλωστε.
Το story θέλει την Theresa να φέρνει στους γονείς της τον εκλεκτό της καρδιά της, τον Simon, με σκοπό να τους ανακοινώσουν τους αρραβώνες τους. Μόνο που υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι: Η Theresa αμέλησε να αναφέρει στους έγχρωμους γονείς της, ότι ο Simon είναι λευκός. Και τότε όλη η κόλαση μεταφέρεται στη γη.
Παραδόξως λοιπόν, αυτή η καινούρια εκδοχή τους βγαίνει αρκετά πετυχημένη. Φυσικά παραλείπονται οι όποιες άσχημες επιπλοκές θα μπορούσαν να προκύψουν από την όποια μελέτη των ρατσιστικών ρευμάτων που ενδεχομένως να ακολουθούσαν την ιδέα του διαφυλετικού ζευγαριού, γιατί δεν πρόκειται δα και για κοινωνική ταινία, ωστόσο γίνεται με τρόπο ευχάριστα αφελή, και μάλιστα η μετακύλιση της ρατσιστικής αντιμετώπισης από τον μαύρο στο λευκό αποδέκτη, προκύπτει και σχεδόν χαριτωμένη.
Βλέποντας λοιπόν το Guess Who αποκλειστικά σαν rom com, παρ’ ότι σέρνεται για κάνα εικοσάλεπτο στα μισά της, η ταινία έχει ένα αρκετά διασκεδαστικό πρώτο ημίχρονο των 30 λεπτών, κι άλλο ένα ημίωρο στο τέλος με χιούμορ δροσερό και πετυχημένο, αν και λίγο πιο κλισεδιάρικο προς το τέλος. Ωστόσο, η συνολική αίσθηση είναι ευχάριστη και στην επιτυχία συμβάλλουν εξίσου ο Bernie Mac, πετυχημένος κωμικός για χρόνια στην Αμερική, στο ρόλο του πατέρα, και ο Ashton Kutcher, που όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο συμπαθής, οξύνοντας τις ικανότητές του έστω και σε χαμηλών απαιτήσεων δουλειές.

Σκηνοθεσία: Kevin Rodeny Sullivan
Σενάριο: David Ronn, Jay Scherick, Peter Tolan
Παίζουν: Bernie Mac, Ashton Kutcher, Zoe Saldana
Ένα new age remake του Guess Who’s Coming to Dinner με αντιστροφή των φυλετικών ρόλων και μεταφορά των τεκταινομένων στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ κακή ιδέα. Αλλά αυτοί το γύρισαν έτσι κι αλλιώς. Αυτή είναι η δουλειά τους άλλωστε.



Written by
verbal
in
no category
Monster in Law - Review
Monster in Law – Κακιά Πεθερά
(2/5)
Σκηνοθεσία: Robert Luketic
Σενάριο: Anya Kochoff
Παίζουν: Jennifer Lopez, Jane Fonda, Michael Vartan, Wanda Sykes
Είναι πάντα μια σκληρή μέρα, η μέρα που μια ηθοποιός θα κληθεί να παίξει τη μητέρα αντί για την κόρη. Όμως όποια έχει ελάχιστη επίγνωση της κατάστασής της, αντιλαμβάνεται πότε έρχεται εκείνη η ώρα που δεν μπορεί πια να παίζει την 25άρα. Δυστυχώς, η J-Lo δε φαίνεται να είναι μια απ’ αυτές. Η J-Fo(nda) απ’ την άλλη, δεν έχει και πολλά περιθώρια, οπότε αναμενόμενο είναι να θέλει να βγάλει κι ένα easy dollar, όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτήν.
Η Charlie (J-Lo) είναι νεαρή φιλοσοφημένη και πολυτάλαντη κοπέλα -με έφεση στο σχέδιο και τη ζωγραφική- που ψάχνει τον Mr. Perfect της και στο μεταξύ περνάει το χρόνο της έχοντας τουλάχιστον τρεις προσωρινές δουλειές (dogwalker, σερβιτόρα και υποδοχή σε κλινική). Τον βρίσκει στο πρόσωπο του Kevin (Michael Vartan), φοβερού και τρομερού χειρουργού με εμφάνιση μοντέλου, ο οποίος τυγχάνει και ηλιθιωδώς πλούσιος. Για την περιουσία αλλά και τις γνωριμίες που θα ζήλευε και Πλανητάρχης, μπορεί να ευχαριστεί τη μητέρα του, Viola (Jane Fonda), μεγαλοδημοσιογράφο υπερεπιτυχημένου τηλεοπτικού talk show, από την οποία το πέρασμα του χρόνου στέρησε τη δουλειά και σημαντικό κομμάτι των λογικών της. Λίγο λοιπόν η τρέλα της, λίγο η υπερβολική αγάπη για το γιο της, την μετατρέπουν στη νυφο-νέμεση της Charlie, την φονική πεθερά που θα κάνει τα πάντα για να εμποδίσει αυτό το γάμο. Κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε φόνο.
Το στόρι έχει τις δυνατότητες να ακουστεί σχεδόν διασκεδαστικό, αν και η αλήθεια είναι πως, όσο να ‘ναι, το όνομα της Jennifer Lopez στη μαρκίζα γεννά κάποιες αρνητικές προδιαθέσεις. Και φευ… τα κοτσιδάκια και οι πλεξούδες και τα χαρούμενα χοροπηδητά, κάθε άλλο παρά καμουφλάρουν το γεγονός ότι η Lopez καμία σχέση δεν έχει με την νεαρή κοπελίτσα που βρήκε τον πρίγκιπα και ζει το μελιστάλαχτο παραμύθι της, και βέβαια το ερμηνευτικό της ταλέντο (ή η έλλειψή του, αν θέλετε), επίσης δεν βοηθά καθόλου. Στα 35 της χρόνια και με τον παγκόσμιο τύπο στο σύνολό του να μας έχει αποκαλύψει όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του παρελθόντος της, το προφίλ της πρωταγωνίστριας δε θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς συμβατό με το ρόλο της. Κρίμα που η κοπέλα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί.
Ο συνδυασμός του παραπάνω, με τις απιθανότητες και τις υπερβολές του σεναρίου (βέβαια αυτό το λέω εγώ που είμαι ανύπαντρος, οπότε που να ξέρω κιόλας, αλλά οκ), δίνει σύνθημα για έναν ανελέητο κανιβαλισμό κάθε έννοιας αληθοφάνειας, η οποία βέβαια μπορεί να μην είναι και το ζητούμενο, αλλά κακό δε θα έκανε. Το ζητούμενο είναι να δουλεύουν τα comic gags της Lopez με την Jane Fonda, για να ξεχνιόμαστε από τις σποραδικές υπερζαχαρώδεις εκκρίσεις του ρομάντζου της Lopez με τον Vartan. Απ’ αυτήν την άποψη λοιπόν, η ταινία είναι ένα έτσι-κι-έτσι πιάτο ξαναζεσταμένου φαγητού, με φορμουλαϊκή σκηνοθεσία και μηδενική πρωτοτυπία σε οποιονδήποτε τομέα, το οποίο, αν δεν είστε αλλεργικοί στα συστατικά του, δυσάρεστη γεύση δε θα σας αφήσει.

Σκηνοθεσία: Robert Luketic
Σενάριο: Anya Kochoff
Παίζουν: Jennifer Lopez, Jane Fonda, Michael Vartan, Wanda Sykes
Είναι πάντα μια σκληρή μέρα, η μέρα που μια ηθοποιός θα κληθεί να παίξει τη μητέρα αντί για την κόρη. Όμως όποια έχει ελάχιστη επίγνωση της κατάστασής της, αντιλαμβάνεται πότε έρχεται εκείνη η ώρα που δεν μπορεί πια να παίζει την 25άρα. Δυστυχώς, η J-Lo δε φαίνεται να είναι μια απ’ αυτές. Η J-Fo(nda) απ’ την άλλη, δεν έχει και πολλά περιθώρια, οπότε αναμενόμενο είναι να θέλει να βγάλει κι ένα easy dollar, όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτήν.



Written by
verbal
in
no category
And They Lived Happily Ever After
And They Lived Happily Ever After – Κι έζησαν αυτοί καλά
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Yvan Attal
Σενάριο: Yvan Attal
Παίζουν: Yvan Attal, Charlotte Gainsbourg, Alain Chabat, Alain Cohen
Ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης για να γυρνάει ταινίες για τη γυναίκα του. Πολύ ωραίο και ρομαντικό, και μάλλον θα ‘ναι και αρκετά κερδοφόρο, αφού βρίσκει λεφτά για να συνεχίσει να το κάνει, αλλά... εμάς μας αφορά;
Πριν τέσσερα χρόνια είχαμε δει στην Ελλάδα την πρώτη ταινία του Attal, η οποία φυσικά ήταν αφιερωμένη στη γυναίκα του, τη Charlotte Gainsbourg, και με τον εύγλωττο τίτλο «Η γυναίκα μου είναι ηθοποιός» εξιστορούσε τις αγωνίες και τις χαρές ενός αθλητικογράφου που ήταν παντρεμένος με μια ηθοποιό. Φυσικά το ποια πρωταγωνιστούσε είναι προφανές (η γυναίκα του, η Charlotte Gainsbourg, χαζούλη), όμως αυτό που πραγματικά κινούσε την ταινία, ήταν η φρεσκάδα και η χαριτωμένη αφέλεια του σεναρίου της, που μαζί με τους γρήγορους ρυθμούς, την ισορροπημένη σκηνοθεσία και τη λατρεία του φακού για την Gainsbourg, έδιναν ένα ευχάριστο και εύπεπτο συνολάκι, μια χαρά για θερινό.
Φέτος, ο Attal ρίχνει τους τόνους για να ερευνήσει τις ιστορίες τριών φίλων, εκ των οποίων ο ένας, ο Fred(Alain Cohen), είναι ρέμπελος εργένης και οι άλλοι δύο είναι οικογενειάρχες που ζηλεύουν την τύχη του φίλου τους. Απ’ αυτούς τους δύο τώρα, ο George (Alain Chabat) είναι παντρεμένος με μια νεοφώτιστη φεμινίστρια μέγαιρα που του καταρρακώνει την αυτοεκτίμηση, και ο Vincent (Yvan Attal) έχει την καλύτερη σύζυγο, την Gabrielle (Charlotte Gainsbourg), το πιο ήσυχο παιδάκι, και γενικά την ζωή-υπόδειγμα, που κάθε οικογενειάρχης θα ονειρευόταν. Αν σας έλεγα πως ένας από τους τρεις θα απατήσει τη γυναίκα του, θα μαντεύατε ποιος; Πάντως δε θα είναι ο George.
Η δεύτερη λοιπόν σκηνοθετική δουλειά του Attal (εξαιρουμένης της μικρού μήκους του), είναι σχεδόν εκ των πραγμάτων αρκετά πιο σκοτεινή. Κρατώντας τη λατρεία του για τη φιγούρα της γλυκιάς του Gainsbourg, και αφήνοντας όλα τα άλλα, του προκύπτει άλλη μια γαλλική ταινία που προσπαθεί να εισχωρήσει διερευνητικά στην καθημερινότητα του γάμου και τη φύση της απιστίας, όμως ο σκηνοθέτης του -που φαίνεται να μπορεί να χειριστεί την κάμερα όταν ξέρει τι θέλει να την κάνει- δείχνει εξαιρετικά νευρικός κι απρόθυμος να κάνει τη βουτιά στα βαθιά και να επικεντρωθεί στα δύσκολα ερωτηματικά του σεναρίου του όταν έρχεται η ώρα να το κάνει.
Γι’ αυτό προσπαθεί όσο μπορεί να τα αποφύγει, όμως έτσι πριν τα μισά ακόμη της ταινίας, παγώνει το ρυθμό και θολώνει το στόχο, με μόνο τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλο το cast να κρατάνε κάπως την κατάσταση. Τι να σου κάνουν όμως κι αυτές όταν περπατάνε στον αέρα; Τα πράγματα σα να αρχίζουν να παίρνουν μπρος λίγο πριν το φινάλε, όταν μια σουρεάλ σύμπτωση οδηγεί κάπως ξεκρέμαστα στην τελική έκβαση του δράματος, που είναι αρκετά πιστευτή για να μην ενοχλεί και αρκετά ελπιδοφόρα για να μπορεί να θεωρηθεί και happy.

Σκηνοθεσία: Yvan Attal
Σενάριο: Yvan Attal
Παίζουν: Yvan Attal, Charlotte Gainsbourg, Alain Chabat, Alain Cohen
Ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης για να γυρνάει ταινίες για τη γυναίκα του. Πολύ ωραίο και ρομαντικό, και μάλλον θα ‘ναι και αρκετά κερδοφόρο, αφού βρίσκει λεφτά για να συνεχίσει να το κάνει, αλλά... εμάς μας αφορά;

Φέτος, ο Attal ρίχνει τους τόνους για να ερευνήσει τις ιστορίες τριών φίλων, εκ των οποίων ο ένας, ο Fred(Alain Cohen), είναι ρέμπελος εργένης και οι άλλοι δύο είναι οικογενειάρχες που ζηλεύουν την τύχη του φίλου τους. Απ’ αυτούς τους δύο τώρα, ο George (Alain Chabat) είναι παντρεμένος με μια νεοφώτιστη φεμινίστρια μέγαιρα που του καταρρακώνει την αυτοεκτίμηση, και ο Vincent (Yvan Attal) έχει την καλύτερη σύζυγο, την Gabrielle (Charlotte Gainsbourg), το πιο ήσυχο παιδάκι, και γενικά την ζωή-υπόδειγμα, που κάθε οικογενειάρχης θα ονειρευόταν. Αν σας έλεγα πως ένας από τους τρεις θα απατήσει τη γυναίκα του, θα μαντεύατε ποιος; Πάντως δε θα είναι ο George.

Γι’ αυτό προσπαθεί όσο μπορεί να τα αποφύγει, όμως έτσι πριν τα μισά ακόμη της ταινίας, παγώνει το ρυθμό και θολώνει το στόχο, με μόνο τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλο το cast να κρατάνε κάπως την κατάσταση. Τι να σου κάνουν όμως κι αυτές όταν περπατάνε στον αέρα; Τα πράγματα σα να αρχίζουν να παίρνουν μπρος λίγο πριν το φινάλε, όταν μια σουρεάλ σύμπτωση οδηγεί κάπως ξεκρέμαστα στην τελική έκβαση του δράματος, που είναι αρκετά πιστευτή για να μην ενοχλεί και αρκετά ελπιδοφόρα για να μπορεί να θεωρηθεί και happy.
Written by
verbal
in
no category
Στο Βελγικό L' Enfant το Palme d' Or 2005


Οι Βέλγοι Jean-Pierre και Luc Dardenne, είναι οι μεγάλοι νικητές της 58ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ των Κανών.
Το L' Enfant, η ιστορία ενός νεαρού μικροαπατεώνα που ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες της πατρότητας, χάρισε το βράδυ του Σαββάτου στους αδερφούς Dardene τον δεύτερο Χρυσό τους Φοίνικα, μετά και την βράβευσή τους το 1999 με την Rosetta.
Για την ύψιστη των τιμών του αναμφίβολλα σημαντικότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Ευρώπης -αλλά και του πλανήτη ολόκληρου, αν προτιμάτε το σινεμά σας στο ποιοτικό του-, οι αδερφοί Dardene υπερίσχυσαν πολύ δυνατών ονομάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως αυτά των David Cronenberg, Wim Wenders, Michael Haneke, Jim Jarmusch, Lars Von Trier και Gus Van Sant.
Τη δεύτερη θέση (Grand Prix) κατέκτησε ο Jim Jarmusch με το Broken Flowers, στο οποίο ο Bill Murray υποδύεται έναν γερασμένο Δον Ζουάν, στο κυνήγι του γιου που δεν ήξερε ότι είχε.
Ο Tommy Lee Jones τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για το The Three Burials of Melquiades Estrada, ταινία που αποτελεί και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Η ταινία βραβεύτηκε και για το σενάριό της (απο τον Μεξικανό Guillermo Arriaga), το οποίο θέλει τον Jones να υποδύεται έναν Τεξανό που αναγκάζει τον φονιά του φίλου του να ξεθάψει το σώμα, να το μεταφέρει στο Μεξικό, και εκεί να του ετοιμάσει μια κανονική κηδεία.
Η Hanna Laslo κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, για το ρόλο μιας οδηγού ταξί στο Free Zone, το road movie του Ισραηλινού Amos Gitai.
Ο Αυστριακός Mikael Haneke έλαβε το βραβείο σκηνοθεσίας για το θρίλερ Hidden, στο οποίο ένα ζευγάρι τρομοκρατείται απο έναν παρανοϊκό που τους παρακολουθεί.
Την Κυριακή, το 58ο Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίστηκε ως μια διοργάνωση με καλές αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες ταινίες, θα ρίξει την αυλαία του με την επαναπροβολή των βραβευμένων ταινιών.
Το L' Enfant, η ιστορία ενός νεαρού μικροαπατεώνα που ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες της πατρότητας, χάρισε το βράδυ του Σαββάτου στους αδερφούς Dardene τον δεύτερο Χρυσό τους Φοίνικα, μετά και την βράβευσή τους το 1999 με την Rosetta.
Για την ύψιστη των τιμών του αναμφίβολλα σημαντικότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Ευρώπης -αλλά και του πλανήτη ολόκληρου, αν προτιμάτε το σινεμά σας στο ποιοτικό του-, οι αδερφοί Dardene υπερίσχυσαν πολύ δυνατών ονομάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως αυτά των David Cronenberg, Wim Wenders, Michael Haneke, Jim Jarmusch, Lars Von Trier και Gus Van Sant.


Η Hanna Laslo κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, για το ρόλο μιας οδηγού ταξί στο Free Zone, το road movie του Ισραηλινού Amos Gitai.

Την Κυριακή, το 58ο Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίστηκε ως μια διοργάνωση με καλές αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες ταινίες, θα ρίξει την αυλαία του με την επαναπροβολή των βραβευμένων ταινιών.
Περισσότερα για τη διοργάνωση και τα βραβεία,
στις σχετικές ανταποκρίσεις και τα διάφορα αφιερώματα του Cine.gr,
και του movieworld.gr(μόνο που εκεί τα links
θα πρέπει να τα βρείτε μόνοι σας, είναι λίγο πιο μπερδεμένα...).
στις σχετικές ανταποκρίσεις και τα διάφορα αφιερώματα του Cine.gr,
και του movieworld.gr(μόνο που εκεί τα links
θα πρέπει να τα βρείτε μόνοι σας, είναι λίγο πιο μπερδεμένα...).