XXX: State of the Union - Review

XXX: State of the Union – XXX: Ο Απόλυτος Πράκτορας 2
(1/5)

Σκηνοθεσία: Lee Tamahori
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Ice Cube, Willem Daffoe, Samuel L. Jacskon

Και καλά ο Samuel L. Jackson, αυτός υποθέτω είχε συμβόλαιο από την πρώτη ταινία και έπρεπε να επιστρέψει. Ο Dafoe όμως, πώς διάολο έμπλεξε σε μια ταινία με σενάριο τόσο ηλίθιο που όταν βάζει όλο το ταλέντο και τις ικανότητές του στην υπηρεσία των γελοίων διαλόγων του, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι οίκτος;

Κάποιος θέλει να εξαλείψει τη μυστική οργάνωση που παράγει τους σούπερ ντούπερ υπερπράκτορες xXx, για να προκαλέσει αρκετή αναστάτωση στο εσωτερικού της κυβέρνησης ώστε να μπορέσει να την ανατρέψει. Αυτό είναι λίγο πολύ ό,τι χρειάζεται να ξέρει για το στόρυ του sequel της ταινίας που βοήθησε τον Vin Diesel να γίνει ο super star που είναι σήμερα, και –οποία ύβρις- ο Diesel αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τον υπόλοιπο χρόνο της ταινίας, φροντίζει να τον γεμίσει ο Lee Tamahori με ό,τι έκρηξη του είχε μείνει stock από το Die Anoter Day, οι οποίες καταλαμβάνουν περίπου τα 90 από τα 101 λεπτά της διάρκειας.

Η αφέλεια και η προχειρότητα της ταινίας, θα ήταν τουλάχιστον ανεκτές αν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατούσε κάποιος που αν μη τι άλλο να έμοιαζε με απόλυτος action hero, με φοβερές ικανότητες στη σώμα-με-σώμα μάχη και στις τακτικές ανορθόδοξου πολέμου. Όμως, ο ατσούμπαλος Ice Cube -του οποίου το ερμηνευτικό ταλέντο περιορίζεται στο σήκωμα του ενός φρυδιού (του αριστερού μόνο) και στο συγχρονισμένο φούσκωμα των ρουθουνιών- είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, και δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα περιττά κιλά του μπορούν να πείσουν οποιονδήποτε ότι είναι μέρος μιας άριστα εκπαιδευμένης φονικής μηχανής. Κι είναι κι αυτό το χιούμορ του ρε παιδί μου… μετατρέπει το αναψυκτικό σε παγάκια. Εξ ου και το όνομά του μάλλον.

Εκτός βέβαια κι αν όλα αυτά έιναι καμουφλάζ, οπότε δουλεύουν μια χαρά. Όπως μια χαρά δουλεύουν και τα απανωτά μπαμ μπουμ για να καμουφλάρουν την παντελή έλειψη οποιοδήποτε άλλου ενδιαφέροντος στην ταινία. Ακόμη και τα δυο γκομενάκια που έχει, μένουν τόσο ανεκμετάλλευτα που κι αυτά αδιάφορα είναι.

Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ, ότι θα αναπολούσαμε την χοντροσμιλλεμένη φιγούρα του Vin Diesel; Και ποιος θα το φανταζόταν, ότι οι σεναρίστες θα ήταν τόσο ιερόσυλοι, ώστε να νομίζουν ότι είναι σε θέση να ειρωνεύονται όχι μόνο τον James Bond, αλλά και τον ίδιο τον Diesel, τον μοναδικό λόγο ύπαρξης της πρώτης ταινίας;

Batman Begins - Review

Batman Begins
(4/5)

Σκηνοθεσία: Christopher Nolan
Σενάριο: David S. Goyer, Christopher Nolan
Παίζουν: Christian Bale, Michael Caine, Liam Neeson, Cillian Murphy, Gary Oldman, Katie Holmes

Μετά από μια σειρά μετριοτήτων, η DC μπόρεσε επιτέλους να βρει τη συνταγή για την αντεπίθεση στη Marvel, και μετά από μια σειρά αθλιοτήτων, οι fans του Σκοτεινού Ιππότη μπορούν επιτέλους να ξανανιώσουν περήφανοι.

Ο Christopher Nolan, ο σκηνοθέτης που άφησε το παγκόσμιο κοινό με ανοιχτό το στόμα όταν είπε την ιστορία του Memento από το τέλος προς την αρχή, τώρα παίρνει τον Batman και τον γυρίζει ανάποδα. Αντί να γυρίσει άλλη μια υπερθεαματική περιπέτεια, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί τους προκατόχους του, επιστρέφει στο παρελθόν του νεαρού Bruce Wayne, και σκαλίζει όλες αυτές τις εσωτερικές διεργασίες που εξασφάλισαν στον Batman τη δύναμη να γίνει ο μόνος υπερήρωας χωρίς υπερδυνάμεις.

Μετά τη δολοφονία των γονιών του και την εκτέλεση του φονιά τους μερικά χρόνια αργότερα (ο οποίος σύμφωνα με το νέο στόρι, δεν ήταν ο Joker), ο Bruce Wayne, μοναδικό κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας, παίρνει το δρόμο της Ανατολής προσπαθώντας να βρει το νόημα της ύπαρξης του και να ξεφύγει από τους δαίμονές του. Βυθίζεται στην παρανομία προσπαθώντας να την κατανοήσει, όμως χάνει το δρόμο και τον εαυτό του ακόμη περισσότερο. Μέχρι που μια περίεργη μυστικιστική οργάνωση, η Λεγεώνα των Σκιών, τον παίρνει στις παρατάξεις της, τον εκπαιδεύει, και δίνει κατεύθυνση στη ζωή του, βοηθώντας τον να ξεκαθαρίσει το στόχο του: να φέρει τον φόβο σ’ αυτούς που πλήττουν τους φοβισμένους.

Αν και απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε ο Christopher Nolan μπορεί να γυρίσει μια σκηνή μάχης σώμα-με-σώμα της προκοπής -αυτή η νέα μόδα με την κάμερα-ναυτία που δε σε αφήνει να καταλάβεις ποιος κλοτσάει ποιόν, είναι η νέα επιδημία του Hollywood-, τουλάχιστον είναι ικανός να κάνει ένα σωρό άλλα πράγματα. Μπορεί να φτιάξει ατμόσφαιρα, να στήσει μεγαλειώδη πλάνα και να διαχειριστεί υποβλητικά σκηνικά. Το αν θα προτιμήσει κανείς το πιο μοντέρνο, μητροπολιτικό και νεοϋορκέζικο μοντέλο που χρησιμοποιεί ο Nolan για τη Gotham City, από το σκοτεινό, γοτθικό σκηνικό που έστησε ο Burton στα δύο πρώτα επισόδεια της σειράς, είναι απλά θέμα γούστου. Αυτό που επίσης θα εκτιμήσει σίγουρα, είναι πώς, όπως και ο Burton, έτσι και ο Nolan μπορεί να προσεγγίσει σωστά την ψυχολογία των ηρώων του, να απογειώσει τη δράση, και να δώσει χαρακτήρα στην ταινία του. Μπορεί να κάνει πράγματα που έχουν σημασία, και το δείχνει στο Batman Begins.


Επίσης, ξέρει να διαλέγει πρωταγωνιστές, και αναγνωρίζει το ταλέντο του Christian Bale να βυθίζεται στους ήρωές του για να φέρει στην επιφάνεια τις πιο υποχθώνιες πλευρές του χαρακτήρα τους. Αν και το πηγούνι του Michael Keaton είναι αξεπέραστο, ο Christian Bale έχει την ιδανική διάπλαση που χρειάζεται το πρόσωπο πίσω από τη μαύρη μάσκα με τα κέρατα. Τα χοντροκομμένα ζυγωματικά, τα σφιχτά χείλη και η βαθιά φωνή, δίνουν στον Batman τον τρομακτικό χαρακτήρα που εξάλειψε ο George Clooney στην προηγούμενη ταινία της σειράς, μετατρέποντας τον Batman σε παιχνιδιάρη playboy.

Ακόμη, με τη βοήθεια του David Goyer στο σενάριο, που ξέρει πώς να προσεγγίζει τους κόμικ ήρωες και το σύμπαν τους (αρκεί να μην τους σκηνοθετεί, όπως φάνηκε στην πανωλεθρία του Blade Trinity), ο Bale πιάνει ακριβώς το σωστό τόνο μυστηριώδους και βασανισμένου που χρειάζεται ο χαρακτήρας του Bruce Wayne, και φέρνει στο φως όλες τις σκοτεινές πτυχές των δυο περσόνων του ήρωα. Και είναι και πολλές. Τι διάολο Σκοτεινός Ιππότης θα ήταν αλλίως;

It's All Gone Pete Tong - Review

It’s All Gone Pete Tong
(2.5/5)

Σκηνοθεσία: Michael Dowse
Σενάριο: Michael Dowse
Παίζουν: Paul Kaye, Mike Wilmot, Beatriz Batarda, Kate Magowan

Πριν τρία χρόνια ο Woody Allen στήριξε μια κωμωδία του στην ευφάνταστη ιδέα ενός σκηνοθέτη που αναγκάζεται να γυρίσει την μεγαλύτερη ταινία του, τυφλός. Το Hollywood Ending ήταν η ευκαιρία του νευρικού κλαριντζή να κανιβαλίσει ανελέητα το Hollywood και τις ταινίες που γυρίζονται στον αυτόματο πιλότο. Μπορεί να μην τα κατάφερε όσο καλύτερα μπορούσε, όμως η ιδέα παραμένει εκπληκτική.

Φέτος, ο Michael Dowse παίρνει μια αντίστοιχη ιδέα, και τη μετατρέπει σε ευχάριστο mockumentary, με ανάλογο δυναμικό, αλλά χαμηλότερες αξιώσεις. Ο Frankie Wylde, είναι ένας από τους άρχοντες της Ibiza, ένας χαρισματικός DJ, του οποίου οι μοναδικές ικανότητες να καβαλάει τα beats, τού έχουν εξασφαλίσει παγκόσμια αναγνώριση και τεράστια περιουσία. Όμως, κάποια στιγμή η ακοή του αρχίζει να του κάνει κολπάκια.

Το κουδούνισμα στο αυτί του γίνεται ολοένα και δυνατότερο, μέχρι που αρχίζει να υπερκαλύπτει τα πάντα, ώσπου τελικά να οδηγήσει στην τελική κώφωση. Το νέο album του Frankie είναι μια φρίκη και η καριέρα του τινάζεται στον αέρα. Μετά όμως από ένα φλερτ με την παράνοια, ο Frankie παίρνει τη ζωή του στα χέρια του, μαθαίνει να διαβάζει χείλη και γενικά βρίσκει τρόπους να ξεπεράσει την αναπηρία του, με αποκορύφωμα, να φτιάχνει ένα ολοκαίνουριο album «νιώθοντας» τις δονήσεις της μουσικής. Φυσικά, το album γίνεται το απόλυτο hit, η φήμη του Frankie απογειώνεται ξανά, και όλοι των αποθεώνουν. Βέβαια ο ίδιος μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, έχει σιχαθεί το star system του χώρου, και το απορρίπτει με τον τρόπο του.

Το έργο του Dowse ξεδιπλώνεται με ήρεμη, προσγειωμένη σκηνοθεσία, χωρίς να επιχειρεί κάποια ιδιαίτερη προσέγγιση του χλιδάτου και αυτοκαταστροφικού σύμπαντος των superstars, ή να προχωράει σε κάτι περισσότερο από μια σχηματική αναπαράσταση των διαδικασιών που οδηγούν έναν άνθρωπο στην απόρριψη του συστήματος που τον ανέδειξε.

Προσφέρει πάντως ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό, ανάλαφρο δίωρο, με μερικές αφορμές αφελούς προβληματισμού –αν θέλει κανείς άλλοθι για κάτι τέτοιο δηλαδή- και ο χρόνος κυλάει όμορφα και γλυκά, κυρίως χάρη στην spaced out ερμηνεία του πρωταγωνιστή. Ο Paul Kaye ποτίζει το ρόλο με μια παιδιάστικη αφέλεια που μαλακώνει κάπως την εγκληματική απερισκεψία του Wilde, και κάνει συμπαθή έναν κατά τα άλλα αδιάφορο –αν όχι ενοχλητικό- χαρακτήρα. Στα highlights της ταινίας, ο υπερμεγέθης λούτρινος αρκούδος με τη σκονισμένη μύτη, που ενσαρκώνει την εξάρτηση του Frankie από τις διάφορες άσπρες ουσίες, οι σκηνές σε θρυλικά clubs της Ibiza, και βέβαια τα cameo τεράτων του χώρου.

Mr and Mrs Smith - Review

Mr and Mrs Smith
(3.5/5)

Σκηνοθεσία: Doug Liman
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Brad Pitt, Angelina Jolie, Vince Vaughn, Kerry Washington

Η ταινία που έγινε η αφορμή για ένα από τα πιο ωραία σκάνδαλα της φετινής σαιζόν, επιτέλους έφτασε. Κι αν το timing του χωρισμού του Brad Pitt από την Jennifer Aniston λόγω της κρυφής του σχέσης με την Angelina Jolie δεν ήταν το καλύτερο δυνατό για να προωθήσει την ταινία, το Mr & Mrs Smith εξακολουθεί να είναι η ταινία που έχει στα credits της τα δυο πιο καυτά ονόματα του Hollywood.

Κρίμα που η χημεία ανάμεσά τους είναι χαμηλότερη από την ιδεατή, αυτό όμως μάλλον είναι κάτι που οφείλεται στην αγάπη της φύσης για την ισορροπία. Πάντως ακόμη κι αν η Angelina ήταν πιο σέξι ως Lara, ή ακόμη και ως Ολυμπιάδα, κι ακόμη κι αν ο Pitt δε θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τον εικονικό ρόλο του στο Fight Club ή να ξαναγεμίσει την οθόνη με τον ίδιο τρόπο που το έκανε στην Τροία, οι δυο τους εξακολουθούν να αποτελούν την προσωποποίηση των ερωτικών φαντασιώσεων straight, bi και gay θεατών στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.

Ο John και η Jane Smith είναι ένα συνηθισμένο παντρεμένο ζευγάρι που ζει στα προάστια ένα συνηθισμένο, ρουτινιάρικο, έγγαμο βίο. Φυσικά, αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που συνοδεύουν την προηγούμενη πρόταση. Ωστόσο, ο καθένας τους κρύβει κάτι που ο άλλος θα σκότωνε για να μάθει: ο Κος και η Κα Smith είναι ακριβοπληρωμένοι επαγγελματίες δολοφόνοι που δουλεύουν σε δύο άκρως ανταγωνιστικούς οργανισμούς. Όταν οι δυο τους αναλαμβάνουν την ίδια αποστολή, μαθαίνει ο ένας το μυστικό του άλλου, και τότε ξεκινά το πάρτι. Αν θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους και τη ζωή τους, θα πρέπει να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον.

Το σενάριο του Kinberg παίρνει ένα αρκετά μαύρο concept και το χειρίζεται έξυπνα, στολίζοντας το με παιχνιδιάρικες ατάκες και σπιρτόζικες εμπνεύσεις όπως τα παιχνίδια εξουσίας στο τραπέζι, με το σούρτα-φέρτα της αλατιέρας -ένα παιχνίδι καθοριστικής σημασίας για το ποιος φοράει τα παντελόνια στο σπίτι. Όσοι είναι παντρεμένοι για αρκετό καιρό το ξέρουν αυτό, και ξέρουν επίσης ότι δε χρειάζεται κανείς να είναι πληρωμένος δολοφόνος για να θελήσει κάποια στιγμή να σκοτώσει τον/την σύζυγό του. Αλλά αν ήταν επαγγελματίας εκτελεστής, σίγουρα θα τα πράγματα θα γινόταν πιο εύκολα. Αν μη τι άλλο, θα είχε να διαλέξει εργαλείο από ένα σωρό ωραία, μεγάλα και γυαλιστερά όπλα.

Με αυτά τα όπλα και τις σφαίρες τους, ο Liman στήνει μαγευτικές χορογραφίες τύπου John Woo, ενώ αποδεικνύει για άλλη μια φορά μετά το Bourne Identity, ότι μπορεί να γίνει ο καινούριος άρχων των σοβαρών ταινιών δράσης και των κατασκοπικών φιλμ. Με εξαιρετικό στυλ και άριστο timing, η σκηνή της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στους δυο Smiths μπορεί άνετα να γραφτεί στα χρονικά ως το πέρασμα του Πολέμου των Ρόουζ στη νέα εποχή, ενώ όλες οι σκηνές δράσης εμπλουτίζονται με ανορθόδοξες γωνίες λήψεις και εξαιρετική αίσθηση συγχρονισμού.

Το πρόβλημα της ταινίας όμως είναι η αναποφασιστικότητα των παραγωγών για το πού θέλουν να την κατατάξουν. Αν και ως μαύρη κωμωδία θα μπορούσε να λειτουργεί περίφημα, η ταινία προσπαθεί να γίνει κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που είναι. Ανάμεσα στις κυνικές ατάκες και τις στροφές του σεναρίου, παρεμβάλλεται περισσότερη δράση απ’ όση χρειάζεται και παρ’ ότι ο Liman προσπαθεί να της δώσει στυλ, το αποτέλεσμα είναι άνισο και καταστροφικό για το ρυθμό.

Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται και ο μοντέρ, που εκτός από κάποια μικροπροβληματάκια ασυνέχειας -απαγορευμένα σε παραγωγές τέτοιου επιπέδου-, αρκετά από τα μεγάλα μπουμ και τα πολύχρωμα μπαμ θα μπορούσαν επίσης να έχουν μείνει στα extras του dvd για να είναι η ταινία πιο σπηντάτη και απολαυστική.

Όπως και να ’χει όμως, ο κύριος και η κυρία Σμιθ παραμένουν ένα από τα πιο δροσιστικά blockbuster ζευγάρια που θα σας ψήσουν pop-corn και nachos στη φετινή καλοκαιρινή σαιζόν.

Hitchhiker’s Guide to the Galaxy - Review

The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy – Γυρίζοντας τον Γαλαξία με Ωτοστόπ
(3.5/5)

Σκηνοθεσία: Garth Jennings
Σενάριο: Karey Kirkpatrick, (από τη σειρά βιβλίων του Douglas Adams)
Παίζουν: Martin Freeman, Zooey Deschanel, Sam Rockwell

Η μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη, είναι ούτως ή άλλως το new hot thing για το Hollywood, που ψάχνει best sellers να μετατρέψει σε blockbusters. Μόδα γνωστή και επιβεβαιωμένη, όμως το Ταξιδεύοντας το Γαλαξία με Ωτοστόπ, δεν ανήκει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία.

Στη διαδικασία του development (δηλαδή στη διαδικασία για να πάρει το πράσινο φως και να μπει στο pre-production) για δυο δεκαετίες περίπου, η ιστορία του γήινου που επέζησε από την καταστροφή του πλανήτη του και γυρνάει τον γαλαξία με ωτοστόπ (αλλά φαντάζομαι αυτό το είχατε καταλάβει), είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικό σήριαλ, για να γίνει μετά σειρά βιβλίων, τηλεοπτική μίνι-σειρά, ηλεκτρονικό παιχνίδι, σειρά κόμικς και –επιτέλους- ταινία.

Από τα κλασσικότερα δείγματα φλεγματικού βρετανικού χιούμορ, το ομότιτλο βιβλίο του Douglas Adams (και αυτά που ακολούθησαν) βασίζεται στην ικανότητα του συγγραφέα του να παίρνει τυπικά εκνευριστικά γήινα χαρακτηριστικά και περιστατικά, και να τα προσωποποιεί σε ολόκληρες εξωγήινες φυλές, ή συνήθειες του σύμπαντος. Για να το κάνω πιο απλό, θα μπείτε αμέσως στο κλίμα, όταν δείτε τον Arthur Dent να ξυπνάει ένα όμορφο αγγλικό πρωινό στην όμορφη αγγλική ύπαιθρο, για να βρει ένα μάτσο μπουλντόζες να κοιτάζουν το σπίτι του με εχθρικές διαθέσεις, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από την ιδιοκτησία του πρέπει να περάσει ένας αυτοκινητόδρομος. Ένα τυπικό γήινο περιστατικό. Μερικά λεπτά αργότερα, ένα μάτσο Βογκονιανά κατεδαφιστικά διαστημόπλοια διαγράφουν τη Γη από το Σύμπαν, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από εκεί πρέπει να περάσει ένας, ας πούμε, διαστημοπλοιόδρομος.

Βέβαια ο Arthur γλιτώνει, γιατί, όπως λέγαμε, πρέπει να γυρίσει τον Γαλαξία, κι έτσι οι παρόμοιοι συσχετισμοί συνεχίζονται και απογειώνονται, ενώ η σελίδες του βιβλίου εμπλουτίζονται με ευφάνταστες περιπέτειες, που ξεχειλίζουν από την ειρωνική διάθεση και το σαρκαστικό χιούμορ του συγγραφέα.

Όμως να μην πω άλλα για τα βιβλία του Adams, τα οποία πιθανώς θα αδικήσω, μιας και δεν μπορώ να πω αρκετά γι’ αυτά πέρα απ’ το ότι τα τρία που διάβασα μου χάρισαν δύο από τις πιο απολαυστικές εβδομάδες ανάγνωσης που θυμάμαι.

Δε νομίζω ότι θα αδικήσω την ταινία όμως, λέγοντας ότι όσο δροσερή κι αν είναι η χάρη της σχετικά πλούσιας παραγωγής και η φρεσκάδα των ψιλό-άγνωστων προσώπων ακολουθούν την πρόθεση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου να υπηρετήσουν το πνεύμα των βιβλίων, το τελικό αποτέλεσμα στερείται ξεχωριστού χαρακτήρα, και ιδιαίτερης συνοχής. Λιγότερο pop θέαμα απ’ όσο pop ανάγνωσμα ήταν ο Οδηγός του Γαλαξία, προσφέρει δύο ευχάριστες ώρες στον θεατή με χαρακτήρες και στιγμές που θα απολαύσει, αλλά το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι κάτι έλειπε –κάτι που θα βρει στα βιβλία.

Αν πάλι, έχει διαβάσει από πριν τα βιβλία, θα μπει πιο εύκολα στο κλίμα της ταινίας, θα καταλάβει τι έλειπε, θα καταλάβει γιατί έλειπε αυτό που έλειπε, και το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι τελικά θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει σπίτι με την πετσέτα του. Έτσι γίνεται όταν η πολυπλοκότητα και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, θυσιάζονται για την απλοϊκότητα ενός πιο mainstream μέσου. Και έτσι γίνεται βέβαια, όταν πρέπει να στριμώξεις έξι βιβλία σε δυο ώρες ταινίες, ας μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.

House of Wax - Review

House of Wax - Το σπίτι του τρόμου
(1/5)

Σκηνοθεσία: Jaume Collet – Serra
Σενάριο: Charles Belden, Chad Hayes, Carey W. Hayes
Παίζουν: Elisha Cuthbert, Chad Michael Murray, Paris Hilton

Τα εφηβικά slashers χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα slashers που μπορούν να προσφέρουν απέραντη διασκέδαση μέσω της ένοχης απόλαυσης που κρύβει το θέαμα ενός σχιζοφρενή που ξεκοιλιάζει καμπυλόγραμμες κορασίδες και ξαναμμένους νεαρούς. Η δεύτερη, είναι τα slashers που βυθίζουν τον θεατή στην κινούμενη άμμο των κλισέ, που κρύβει το θέαμα ενός σχιζοφρενή που ξεκοιλιάζει καμπυλόγραμμες κορασίδες και ξαναμμένους νεαρούς. Η ειδοποιός διαφορά: η σοβαρότητα.

Όχι πως είναι εύκολο, το κάθε άλλο. Για να πετύχει ένα καλοκαιρινό θρίλερ, πρέπει η συνταγή του είναι καλοζυγισμένη και εκτελεσμένη σωστά. Πρέπει ο σεναριογράφος να μην έχει βάλει περισσότερα γκομενάκια απ’ όσα μπορεί να υποστηρίξει η ιστορία του, πρέπει να μην έχει βάλει λιγότερα ξεκοιλιάσματα απ’ όσα διψάει να δει το κοινό, και πρέπει να έχει εμπλουτίσει αρκετά το σεναριακό σκελετό του «βαθιά στην άγρια αμερικάνικη δυτική επαρχία, οι παραμορφωμένοι παρανοϊκοί διαμελίζουν teenagers», ώστε να μην τον πιάσουν στα χαστούκια για στείρα αντιγραφή.

Ακόμη, πρέπει ο σκηνοθέτης να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του και να ψάχνει για παράδειγμα δραματικές κορυφώσεις εκεί που δεν υπάρχουν –και που δε χρειάζεται κιόλας να υπάρχουν-, αλλά να την παίρνει και αρκετά στα σοβαρά ώστε όταν κανείς βλέπει την ταινία του να πείθεται ότι όντως υπήρχε ένας άνθρωπος στα γυρίσματα που έδινε κατευθύνσεις με κάποια κοινή λογική στο συνεργείο, και η ταινία δεν προέκυψε από πρόγραμμα υπολογιστή που πριν την αναβάθμιση τύπωνε μόνο βήματα εύκολης εκμάθησης καν-καν.

Και πάνω απ’ όλα (αυτό είναι εκ των ουκ άνευ), αν η ταινία έχει σκοπό μόνο να πουλήσει pop-corn, πρέπει να έχει μια κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη πρωταγωνιστική scream queen η οποία να μπορεί να ξυπνάει πόθους φορώντας το κλασικό λευκό t-shirt, και παράλληλα να πιάνει όλες τις ψηλές νότες όταν ουρλιάζει. Μία όμως. Κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη.

Δυστυχώς το House of Wax χάνει σε όλα. Το σενάριο είναι άνευρο, προχειρογραμμένο, και γεμάτο με τόσους χαρακτήρες που δεν προλαβαίνουν καν να εξασφαλίσουν έναν αξιοπρεπή θάνατο. Η σκηνοθεσία είναι το τυπικό, διαδικαστικό MTV-ζον μείγμα των night-vision λήψεων, της κουνημένης κάμερας και των αποτυχημένα στημένων ‘μπου’ (αν και έχει δυο-τρία τολμηρά meat shots που πρέπει να αναγνωρίσουμε). Και πάνω απ’ όλα (και αυτή είναι η καταστροφή της ταινίας), έχει δύο πρωταγωνίστριες, εκ των οποίων η μια δε μπορεί να παίξει –δεν μπορεί όμως- και η άλλη δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί το λευκό t-shirt της (αν και φαίνεται να έχει τα φόντα).



Απ’ τη μια, η Elisha Cuthbert. Στο The Girl Next Door ήταν το πιο αισθησιακό 22άχρονο που έχουν βγάλει οι αμερικάνικες ταινίες εδώ και πολύ, πολύ καιρό, στο House of Wax για κάποιο λόγο δεν μπορεί να… τονίσει τα χαρίσματά της, και τα κρύβει σε μια αντιαισθητική (ή τουλάχιστον αντιαισθησιακή) καμπούρα. Αναμφίβολα, θα τις χρειάζονταν μερικά μαθήματα από την Jessica Biel το Texas Chainsaw Massacre. Απ’ την άλλη, η Paris Hilton, της οποίας τα υποκριτικά ταλέντα υποθέτω ότι περιορίζονται στην κρεβατοκάμαρα (αν κι αυτό θα πρέπει να το διασταυρώσουμε με τον Πάρη), σίγουρα πάντως δεν τα έχει φέρει μαζί της στο πλατό. Όμως προφανώς η διάχυτη σεξουαλικότητά της, της εξασφάλισε αρκετό screen-time στο οποίο επισκιάζει την Elisha, και μπόλικα πιπεράτα υπονοούμενα τα οποία περνούν ανεκμετάλλευτα σε βαθμό κακουργηματικό (γιατί μην ξεχνάτε, στις παλιές καλές εποχές που το Hollywood δεν έκανε ταινίες με κριτήριο το PG rating, τα πιπεράτα υπονοούμενα, δεν έμεναν πάντα υπονοούμενα). Και επίσης, δεν ξέρω αν είναι τυχαίο (που σιγά μην είναι), αλλά η Paris έχει και τον μόνο αξιοπρεπή splatter θάνατο σ’ όλη την ταινία.

Όταν λοιπόν έχεις μια ταινία όπου το highlight είναι ο φόνος της Paris Hilton, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά.

Guess Who - Review

Guess Who – Μάντεψε Ποιός
(3/5)

Σκηνοθεσία: Kevin Rodeny Sullivan
Σενάριο: David Ronn, Jay Scherick, Peter Tolan
Παίζουν: Bernie Mac, Ashton Kutcher, Zoe Saldana

Ένα new age remake του Guess Who’s Coming to Dinner με αντιστροφή των φυλετικών ρόλων και μεταφορά των τεκταινομένων στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ κακή ιδέα. Αλλά αυτοί το γύρισαν έτσι κι αλλιώς. Αυτή είναι η δουλειά τους άλλωστε.

Το story θέλει την Theresa να φέρνει στους γονείς της τον εκλεκτό της καρδιά της, τον Simon, με σκοπό να τους ανακοινώσουν τους αρραβώνες τους. Μόνο που υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι: Η Theresa αμέλησε να αναφέρει στους έγχρωμους γονείς της, ότι ο Simon είναι λευκός. Και τότε όλη η κόλαση μεταφέρεται στη γη.

Παραδόξως λοιπόν, αυτή η καινούρια εκδοχή τους βγαίνει αρκετά πετυχημένη. Φυσικά παραλείπονται οι όποιες άσχημες επιπλοκές θα μπορούσαν να προκύψουν από την όποια μελέτη των ρατσιστικών ρευμάτων που ενδεχομένως να ακολουθούσαν την ιδέα του διαφυλετικού ζευγαριού, γιατί δεν πρόκειται δα και για κοινωνική ταινία, ωστόσο γίνεται με τρόπο ευχάριστα αφελή, και μάλιστα η μετακύλιση της ρατσιστικής αντιμετώπισης από τον μαύρο στο λευκό αποδέκτη, προκύπτει και σχεδόν χαριτωμένη.

Βλέποντας λοιπόν το Guess Who αποκλειστικά σαν rom com, παρ’ ότι σέρνεται για κάνα εικοσάλεπτο στα μισά της, η ταινία έχει ένα αρκετά διασκεδαστικό πρώτο ημίχρονο των 30 λεπτών, κι άλλο ένα ημίωρο στο τέλος με χιούμορ δροσερό και πετυχημένο, αν και λίγο πιο κλισεδιάρικο προς το τέλος. Ωστόσο, η συνολική αίσθηση είναι ευχάριστη και στην επιτυχία συμβάλλουν εξίσου ο Bernie Mac, πετυχημένος κωμικός για χρόνια στην Αμερική, στο ρόλο του πατέρα, και ο Ashton Kutcher, που όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο συμπαθής, οξύνοντας τις ικανότητές του έστω και σε χαμηλών απαιτήσεων δουλειές.
Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.