Written by
verbal
in
no category
Five Children and It - Review
Five Children and It – Το Απίθανο Ξωτικό και η Μικρή Συμμορία
(2/5)
Σκηνοθεσία: John Stephenson
Σενάριο: David Solomons (από το βιβλίο του E. Nesbit)
Παίζουν: Freddie Highmore, Jonathan Bailey, Jessica Claridge, Zoe Wannamaker, Kenneth Branagh
Αν έχετε δει το Lemony Snicket’s και τον Harry Potter, ακόμη κι αν σας άρεσαν και τα δύο, δεν έχετε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να δείτε το Five Children and It. Αν πάλι, έχετε μικροπαίδια, που έχουν δει το Lemony Snicket's και όλους τους Harry Potter, μάλλον θα χρειαστεί να τα πάτε και στο Απίθανο Ξωτικό με την Μικρή Συμμορία.
Το απίθανο ξωτικό, είναι ένα Ψαμοειδές (ή κάτι τέτοιο), μια νεράιδα της άμμου, την οποία ανακαλύπτουν 5 πιτσιρίκια, όταν πηγαίνουν να μείνουν στην απομακρυσμένη έπαυλη του ημίτρελου θείου τους, λόγω της εκκένωσης του Λονδίνου από γυναικόπαιδα κατά τη διάρκεια του Α’ Π.Π. Αυτό το άσχημο, χελωνοειδές πλάσμα που θα μπορούσε να έχει προκύψει από τερατογέννεση λόγω ραδιενέργειας, μένει στις άμμους μια παραλίας που θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει μαθητής δημοτικού με μερικές νερομπογιές και μπόλικη έλλειψη φαντασίας, και εκτός από ένα υπερμέγεθες μύδι για κέλυφος, έχει και την ικανότητα να πραγματοποιεί ευχές. Οι ευχές του όμως, κρατάνε μόνο μέχρι το σούρουπο και –κατά την παράδοση όλων των παραμυθιών με πλάσματα που έχουν παρόμοιες ικανότητες- οι ευχές αυτές φέρνουν πάντα στο πέρας της διάρκειάς τους, το ίδιο ηθικοπλαστικό μήνυμα: πρόσεχε τι εύχεσαι.
Προφανώς η ταινία απευθύνεται μόνο σε μικρά παιδιά (δημοτικού ας πούμε), αφού κατά πάσα πιθανότητα μόνο αυτοί θα την απολαύσουν χωρίς να βαρεθούν με την επαναλαμβανόμενη πλοκή, τους σχηματικούς, κλισεδιάρικους χαρακτήρες και το αντικλιμακτικό φινάλε, χωρίς να ενοχληθούν από τα φτηνά, κακοφτιαγμένα ειδικά εφέ –τα οποία δεν πολυχρειάζονται κιόλας- και χωρίς να εκνευριστούν από τις τεμπέλικες ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Μπορεί και να ενθουσιαστούν με τον πιτσιρίκο Freddie Highmore, ο οποίος -αν και προφανώς φυλάει δυνάμεις για τον Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας, όπου πρωταγωνιστεί- γεμίζει το χρόνο που αφήνουν νεκρό οι υπόλοιποι άνευροι και άγευστοι πρωταγωνιστές.
Η αλήθεια είναι όμως, πως μετά τον Harry Potter και τον Lemony Snicket και ένα σωρό άλλες εκπληκτικές παιδικές ταινίες που έχουν ανεβάσει τον πήχη, λογικό είναι και τα μικροπαίδια να έχουν υψηλότερες απαιτήσεις, οπότε μη σας κακοφανεί αν σας κρατήσουν μούτρα μετά την προβολή.

Σκηνοθεσία: John Stephenson
Σενάριο: David Solomons (από το βιβλίο του E. Nesbit)
Παίζουν: Freddie Highmore, Jonathan Bailey, Jessica Claridge, Zoe Wannamaker, Kenneth Branagh
Αν έχετε δει το Lemony Snicket’s και τον Harry Potter, ακόμη κι αν σας άρεσαν και τα δύο, δεν έχετε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να δείτε το Five Children and It. Αν πάλι, έχετε μικροπαίδια, που έχουν δει το Lemony Snicket's και όλους τους Harry Potter, μάλλον θα χρειαστεί να τα πάτε και στο Απίθανο Ξωτικό με την Μικρή Συμμορία.


Η αλήθεια είναι όμως, πως μετά τον Harry Potter και τον Lemony Snicket και ένα σωρό άλλες εκπληκτικές παιδικές ταινίες που έχουν ανεβάσει τον πήχη, λογικό είναι και τα μικροπαίδια να έχουν υψηλότερες απαιτήσεις, οπότε μη σας κακοφανεί αν σας κρατήσουν μούτρα μετά την προβολή.
Written by
verbal
in
no category
War of the Worlds - Review
War of the Worlds - Ο Πόλεμος των Κόσμων
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Σενάριο: David Koepp, Josh Friedman (από το μυθιστόρημα του H.G. Wells)
Παίζουν: Tom Cruise, Dakota Fanning, Justin Chatwin
Η πρώτη συνεργασία του Tom Cruise με τον Steven Spielberg, το Minority Report, είχε ως αποτέλεσμα το καλύτερο (και μάλλον το μοναδικό, αν δεν κάνω λάθος –όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα) sci-fi film noir της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο όμως έχασε στα ταμεία γιατί ανακάτεψε πολύ σκέψη στη δράση του. Η φετινή τους δουλειά, πάλι κινείται στο χώρο του sci-fi, αλλά αυτή τη φορά, αν χάσει στα ταμεία θα είναι γιατί βάζει μαζί συναίσθημα και δράση, αλλά ξεχνάει να ανακατέψει για να δέσουν τα υλικά.
Χωρίς να επανεφευρίσκει τον τροχό, το War of the Worlds είναι ένα παράδειγμα του πόσο καλό μπορεί να γίνει ένα blockbuster όταν πέσει στα χέρια ενός σκηνοθέτη που μπορεί να το χειριστεί ικανά, και στους ώμους ενός star που μπορεί να το κουβαλήσει άνετα. Και είναι κι ένα παράδειγμα του πόσο δύσκολο είναι να μετεμφυτευθεί ο πλούτος νοημάτων ενός θρυλικού pulp αναγνώσματος σε ένα PG-13 αμερικάνικο καλοκαιρινό destruction movie.
Είναι η τέταρτη φορά που το μυθιστόρημα του HG Wells μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, αν και δε νομίζω ότι κανείς θα θυμάται την πρώτη ταινία, που υπέγραφε ο Byron Haskin το 1953, και δεν έχω ιδέα τι μοίρα μπορεί να έχει το H.G. Wells’ War of the Worlds που υπογράφει φέτος κιόλας ο David Michael Latt, με τον προϋπολογισμό του 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Αν και θα είχε πλάκα να ήμασταν στην Αμερική για να τα δούμε να βγαίνουν την ίδια βδομάδα στις αίθουσες. Και βέβαια υπάρχει το The War of the Worlds, του Timothy Hines, το οποίο είναι επίσης φετινή παραγωγή, και αν δεν απατώμαι, κυκλοφορεί ήδη σε dvd.
Και στις τρεις ταινίες πάντως, μια νοημοσύνη ανώτερη από τη δική μας, αποφασίζει να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά της και να εξαφανίσει την ανθρωπότητα από το πρόσωπο της γης. Οι εξωγήινοι του Wells, προφανώς πρόλαβαν να γίνουν τόσο έξυπνοι, γιατί ο πολιτισμός τους υπήρχε για πολλά εκατομμύρια χρόνια προτού αναπτυχθεί ο δικός μας. Τουλάχιστον προτού αναπτυχθεί αρκετά ώστε να μπορεί καταγράψει το γεγονός ότι οι ξένοι είχαν κατέβει στη γη για να θάψουν κάτι τεράστια μηχανήματα με πλοκάμια. Διαφορετικά, θα το ξέραμε ότι είναι ήδη εδώ. Όπως φαίνεται όμως, ακόμη κι αυτοί οι τρίποδοι εξωγήινοι του Wells ήταν σχετικά νέοι σαν πολιτισμός, όπως μπορεί τουλάχιστον να συμπεράνει κανείς από το γεγονός ότι οι Predators είχαν αναπτύξει ένα πολύ πιο εξελιγμένο σύστημα ανίχνευσης και κατηγοριοποίησης ζωντανών οργανισμών. Είναι λίγο τρομακτικές οι χωροχρονικές διαστάσεις του σύμπαντος, αν τις δει κανείς απ’ αυτή τη σκοπιά, έτσι δεν είναι;
Όταν λοιπόν οι Αρειανοί αποφασίζουν να επιτεθούν στη γη για κάποιο λόγο που στην ταινία δε διευκρινίζεται (αλλά και να διευκρινιζόταν, είμαστε πολύ πρωτόγονοι για να καταλάβουμε τα κίνητρα μιας ανώτερης νοημοσύνης), ξεκινά ο πόλεμος των κόσμων, που αναμφίβολα θα πρέπει να είναι πολύ συναρπαστικός, όμως εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο η ιστορία του Ray, ενός χειριστή γερανού σε λιμάνι, ο οποίος όχι μόνο πρέπει να βρει τρόπο να γλιτώσει από την επίθεση και την υστερία που έχει προκαλέσει στους πάντες, αλλά να κρατήσει ζωντανά και τα παιδιά του, τα οποία μάλλον δεν πολυσυμπαθεί κιόλας –έτσι δείχνει στην αρχή δηλαδή, γιατί εντάξει, ποιος Αμερικανός πατέρας στην πραγματικότητα δεν αγαπάει τα παιδία του;
Ο Cruise είναι εξαιρετικός στο ρόλο του χοντροκέφαλου, χοντρόπετσου, εγωιστή και αποτυχημένου οικογενειάρχη, που τα ‘χει εντελώς χαμένα με τα όσα γίνονται γύρω του. Το ζευγάρι των σεναριογράφων δεν τον αφήνουν να μετατραπεί στον σούπερ ήρωα που θα σώσει τον πλανήτη από την καταστροφή –γιατί στο κάτω-κάτω ένας απλός λιμενεργάτης είναι-, φροντίζουν όμως να του εξασφαλίσουν απίστευτα υψηλές πιθανότητες επιβίωσης, και δοκιμάζουν τα όρια της καλής μας διάθεσης να δεχτούμε έναν βαθμό αναληθοφάνειας ελέω του είδους της ταινίας.
Αλλά μιας και πρόκειται για sci-fi ταινία καταστροφής, η αληθοφάνεια δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι ο Spielberg κρατά καλό ρυθμό στην ταινία του, εναλλάσσοντας σκηνές δράσης που κόβουν την ανάσα, με δραματικά διαλείμματα που προσφέρουν μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην ανθρώπινη φύση, έστω κι αν δεν καταφέρνουν να εμβαθύνουν.
Η φρίκη του πλήθους που αλληλοσπαράζεται όταν καταλαμβάνεται από πανικό, και η ολοκληρωτική ακύρωση των κοινωνικών και ηθικών αξιών του ανθρώπου σε survival mode, περιγράφονται ικανοποιητικά σε μια και μόνη σκηνή, και στην υπόλοιπη διάρκεια φαίνεται να πιάνουν πολύ λίγο χώρο στα ενδιαφέροντα του σεναρίου, ενώ οι σκηνές του οικογενειακού δράματος του Cruise περιγράφονται σχηματικά και κλισεδιάρικα. Όμως τα οπτικά εφέ είναι εκπληκτικά και αρκετά για να γεμίσουν το κενό, ενώ αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει στην ταινία είναι η ηχητική μπάντα. Δείτε τον Πόλεμο των Κόσμων σε αίθουσα με τα ανάλογα συστήματα, και θα καταλάβετε σε ποιον πρέπει να στοιχηματίσετε για τα φετινά Όσκαρ μιξάζ και ηχητικών εφέ. Και θα καταλάβετε επίσης τι θα πει «άνιση ταινία»

Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Σενάριο: David Koepp, Josh Friedman (από το μυθιστόρημα του H.G. Wells)
Παίζουν: Tom Cruise, Dakota Fanning, Justin Chatwin
Η πρώτη συνεργασία του Tom Cruise με τον Steven Spielberg, το Minority Report, είχε ως αποτέλεσμα το καλύτερο (και μάλλον το μοναδικό, αν δεν κάνω λάθος –όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα) sci-fi film noir της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο όμως έχασε στα ταμεία γιατί ανακάτεψε πολύ σκέψη στη δράση του. Η φετινή τους δουλειά, πάλι κινείται στο χώρο του sci-fi, αλλά αυτή τη φορά, αν χάσει στα ταμεία θα είναι γιατί βάζει μαζί συναίσθημα και δράση, αλλά ξεχνάει να ανακατέψει για να δέσουν τα υλικά.

Είναι η τέταρτη φορά που το μυθιστόρημα του HG Wells μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, αν και δε νομίζω ότι κανείς θα θυμάται την πρώτη ταινία, που υπέγραφε ο Byron Haskin το 1953, και δεν έχω ιδέα τι μοίρα μπορεί να έχει το H.G. Wells’ War of the Worlds που υπογράφει φέτος κιόλας ο David Michael Latt, με τον προϋπολογισμό του 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Αν και θα είχε πλάκα να ήμασταν στην Αμερική για να τα δούμε να βγαίνουν την ίδια βδομάδα στις αίθουσες. Και βέβαια υπάρχει το The War of the Worlds, του Timothy Hines, το οποίο είναι επίσης φετινή παραγωγή, και αν δεν απατώμαι, κυκλοφορεί ήδη σε dvd.




Η φρίκη του πλήθους που αλληλοσπαράζεται όταν καταλαμβάνεται από πανικό, και η ολοκληρωτική ακύρωση των κοινωνικών και ηθικών αξιών του ανθρώπου σε survival mode, περιγράφονται ικανοποιητικά σε μια και μόνη σκηνή, και στην υπόλοιπη διάρκεια φαίνεται να πιάνουν πολύ λίγο χώρο στα ενδιαφέροντα του σεναρίου, ενώ οι σκηνές του οικογενειακού δράματος του Cruise περιγράφονται σχηματικά και κλισεδιάρικα. Όμως τα οπτικά εφέ είναι εκπληκτικά και αρκετά για να γεμίσουν το κενό, ενώ αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει στην ταινία είναι η ηχητική μπάντα. Δείτε τον Πόλεμο των Κόσμων σε αίθουσα με τα ανάλογα συστήματα, και θα καταλάβετε σε ποιον πρέπει να στοιχηματίσετε για τα φετινά Όσκαρ μιξάζ και ηχητικών εφέ. Και θα καταλάβετε επίσης τι θα πει «άνιση ταινία»
Written by
verbal
in
no category
XXX: State of the Union - Review
XXX: State of the Union – XXX: Ο Απόλυτος Πράκτορας 2
(1/5)
Σκηνοθεσία: Lee Tamahori
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Ice Cube, Willem Daffoe, Samuel L. Jacskon
Και καλά ο Samuel L. Jackson, αυτός υποθέτω είχε συμβόλαιο από την πρώτη ταινία και έπρεπε να επιστρέψει. Ο Dafoe όμως, πώς διάολο έμπλεξε σε μια ταινία με σενάριο τόσο ηλίθιο που όταν βάζει όλο το ταλέντο και τις ικανότητές του στην υπηρεσία των γελοίων διαλόγων του, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι οίκτος;
Κάποιος θέλει να εξαλείψει τη μυστική οργάνωση που παράγει τους σούπερ ντούπερ υπερπράκτορες xXx, για να προκαλέσει αρκετή αναστάτωση στο εσωτερικού της κυβέρνησης ώστε να μπορέσει να την ανατρέψει. Αυτό είναι λίγο πολύ ό,τι χρειάζεται να ξέρει για το στόρυ του sequel της ταινίας που βοήθησε τον Vin Diesel να γίνει ο super star που είναι σήμερα, και –οποία ύβρις- ο Diesel αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τον υπόλοιπο χρόνο της ταινίας, φροντίζει να τον γεμίσει ο Lee Tamahori με ό,τι έκρηξη του είχε μείνει stock από το Die Anoter Day, οι οποίες καταλαμβάνουν περίπου τα 90 από τα 101 λεπτά της διάρκειας.
Η αφέλεια και η προχειρότητα της ταινίας, θα ήταν τουλάχιστον ανεκτές αν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατούσε κάποιος που αν μη τι άλλο να έμοιαζε με απόλυτος action hero, με φοβερές ικανότητες στη σώμα-με-σώμα μάχη και στις τακτικές ανορθόδοξου πολέμου. Όμως, ο ατσούμπαλος Ice Cube -του οποίου το ερμηνευτικό ταλέντο περιορίζεται στο σήκωμα του ενός φρυδιού (του αριστερού μόνο) και στο συγχρονισμένο φούσκωμα των ρουθουνιών- είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, και δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα περιττά κιλά του μπορούν να πείσουν οποιονδήποτε ότι είναι μέρος μιας άριστα εκπαιδευμένης φονικής μηχανής. Κι είναι κι αυτό το χιούμορ του ρε παιδί μου… μετατρέπει το αναψυκτικό σε παγάκια. Εξ ου και το όνομά του μάλλον.
Εκτός βέβαια κι αν όλα αυτά έιναι καμουφλάζ, οπότε δουλεύουν μια χαρά. Όπως μια χαρά δουλεύουν και τα απανωτά μπαμ μπουμ για να καμουφλάρουν την παντελή έλειψη οποιοδήποτε άλλου ενδιαφέροντος στην ταινία. Ακόμη και τα δυο γκομενάκια που έχει, μένουν τόσο ανεκμετάλλευτα που κι αυτά αδιάφορα είναι.
Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ, ότι θα αναπολούσαμε την χοντροσμιλλεμένη φιγούρα του Vin Diesel; Και ποιος θα το φανταζόταν, ότι οι σεναρίστες θα ήταν τόσο ιερόσυλοι, ώστε να νομίζουν ότι είναι σε θέση να ειρωνεύονται όχι μόνο τον James Bond, αλλά και τον ίδιο τον Diesel, τον μοναδικό λόγο ύπαρξης της πρώτης ταινίας;

Σκηνοθεσία: Lee Tamahori
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Ice Cube, Willem Daffoe, Samuel L. Jacskon
Και καλά ο Samuel L. Jackson, αυτός υποθέτω είχε συμβόλαιο από την πρώτη ταινία και έπρεπε να επιστρέψει. Ο Dafoe όμως, πώς διάολο έμπλεξε σε μια ταινία με σενάριο τόσο ηλίθιο που όταν βάζει όλο το ταλέντο και τις ικανότητές του στην υπηρεσία των γελοίων διαλόγων του, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι οίκτος;



Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ, ότι θα αναπολούσαμε την χοντροσμιλλεμένη φιγούρα του Vin Diesel; Και ποιος θα το φανταζόταν, ότι οι σεναρίστες θα ήταν τόσο ιερόσυλοι, ώστε να νομίζουν ότι είναι σε θέση να ειρωνεύονται όχι μόνο τον James Bond, αλλά και τον ίδιο τον Diesel, τον μοναδικό λόγο ύπαρξης της πρώτης ταινίας;
Written by
verbal
in
no category
Batman Begins - Review
Batman Begins
(4/5)
Σκηνοθεσία: Christopher Nolan
Σενάριο: David S. Goyer, Christopher Nolan
Παίζουν: Christian Bale, Michael Caine, Liam Neeson, Cillian Murphy, Gary Oldman, Katie Holmes
Μετά από μια σειρά μετριοτήτων, η DC μπόρεσε επιτέλους να βρει τη συνταγή για την αντεπίθεση στη Marvel, και μετά από μια σειρά αθλιοτήτων, οι fans του Σκοτεινού Ιππότη μπορούν επιτέλους να ξανανιώσουν περήφανοι.
Ο Christopher Nolan, ο σκηνοθέτης που άφησε το παγκόσμιο κοινό με ανοιχτό το στόμα όταν είπε την ιστορία του Memento από το τέλος προς την αρχή, τώρα παίρνει τον Batman και τον γυρίζει ανάποδα. Αντί να γυρίσει άλλη μια υπερθεαματική περιπέτεια, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί τους προκατόχους του, επιστρέφει στο παρελθόν του νεαρού Bruce Wayne, και σκαλίζει όλες αυτές τις εσωτερικές διεργασίες που εξασφάλισαν στον Batman τη δύναμη να γίνει ο μόνος υπερήρωας χωρίς υπερδυνάμεις.
Μετά τη δολοφονία των γονιών του και την εκτέλεση του φονιά τους μερικά χρόνια αργότερα (ο οποίος σύμφωνα με το νέο στόρι, δεν ήταν ο Joker), ο Bruce Wayne, μοναδικό κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας, παίρνει το δρόμο της Ανατολής προσπαθώντας να βρει το νόημα της ύπαρξης του και να ξεφύγει από τους δαίμονές του. Βυθίζεται στην παρανομία προσπαθώντας να την κατανοήσει, όμως χάνει το δρόμο και τον εαυτό του ακόμη περισσότερο. Μέχρι που μια περίεργη μυστικιστική οργάνωση, η Λεγεώνα των Σκιών, τον παίρνει στις παρατάξεις της, τον εκπαιδεύει, και δίνει κατεύθυνση στη ζωή του, βοηθώντας τον να ξεκαθαρίσει το στόχο του: να φέρει τον φόβο σ’ αυτούς που πλήττουν τους φοβισμένους.
Αν και απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε ο Christopher Nolan μπορεί να γυρίσει μια σκηνή μάχης σώμα-με-σώμα της προκοπής -αυτή η νέα μόδα με την κάμερα-ναυτία που δε σε αφήνει να καταλάβεις ποιος κλοτσάει ποιόν, είναι η νέα επιδημία του Hollywood-, τουλάχιστον είναι ικανός να κάνει ένα σωρό άλλα πράγματα. Μπορεί να φτιάξει ατμόσφαιρα, να στήσει μεγαλειώδη πλάνα και να διαχειριστεί υποβλητικά σκηνικά. Το αν θα προτιμήσει κανείς το πιο μοντέρνο, μητροπολιτικό και νεοϋορκέζικο μοντέλο που χρησιμοποιεί ο Nolan για τη Gotham City, από το σκοτεινό, γοτθικό σκηνικό που έστησε ο Burton στα δύο πρώτα επισόδεια της σειράς, είναι απλά θέμα γούστου. Αυτό που επίσης θα εκτιμήσει σίγουρα, είναι πώς, όπως και ο Burton, έτσι και ο Nolan μπορεί να προσεγγίσει σωστά την ψυχολογία των ηρώων του, να απογειώσει τη δράση, και να δώσει χαρακτήρα στην ταινία του. Μπορεί να κάνει πράγματα που έχουν σημασία, και το δείχνει στο Batman Begins.
Επίσης, ξέρει να διαλέγει πρωταγωνιστές, και αναγνωρίζει το ταλέντο του Christian Bale να βυθίζεται στους ήρωές του για να φέρει στην επιφάνεια τις πιο υποχθώνιες πλευρές του χαρακτήρα τους. Αν και το πηγούνι του Michael Keaton είναι αξεπέραστο, ο Christian Bale έχει την ιδανική διάπλαση που χρειάζεται το πρόσωπο πίσω από τη μαύρη μάσκα με τα κέρατα. Τα χοντροκομμένα ζυγωματικά, τα σφιχτά χείλη και η βαθιά φωνή, δίνουν στον Batman τον τρομακτικό χαρακτήρα που εξάλειψε ο George Clooney στην προηγούμενη ταινία της σειράς, μετατρέποντας τον Batman σε παιχνιδιάρη playboy.
Ακόμη, με τη βοήθεια του David Goyer στο σενάριο, που ξέρει πώς να προσεγγίζει τους κόμικ ήρωες και το σύμπαν τους (αρκεί να μην τους σκηνοθετεί, όπως φάνηκε στην πανωλεθρία του Blade Trinity), ο Bale πιάνει ακριβώς το σωστό τόνο μυστηριώδους και βασανισμένου που χρειάζεται ο χαρακτήρας του Bruce Wayne, και φέρνει στο φως όλες τις σκοτεινές πτυχές των δυο περσόνων του ήρωα. Και είναι και πολλές. Τι διάολο Σκοτεινός Ιππότης θα ήταν αλλίως;

Σκηνοθεσία: Christopher Nolan
Σενάριο: David S. Goyer, Christopher Nolan
Παίζουν: Christian Bale, Michael Caine, Liam Neeson, Cillian Murphy, Gary Oldman, Katie Holmes
Μετά από μια σειρά μετριοτήτων, η DC μπόρεσε επιτέλους να βρει τη συνταγή για την αντεπίθεση στη Marvel, και μετά από μια σειρά αθλιοτήτων, οι fans του Σκοτεινού Ιππότη μπορούν επιτέλους να ξανανιώσουν περήφανοι.





Written by
verbal
in
no category
It's All Gone Pete Tong - Review
It’s All Gone Pete Tong
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Michael Dowse
Σενάριο: Michael Dowse
Παίζουν: Paul Kaye, Mike Wilmot, Beatriz Batarda, Kate Magowan
Πριν τρία χρόνια ο Woody Allen στήριξε μια κωμωδία του στην ευφάνταστη ιδέα ενός σκηνοθέτη που αναγκάζεται να γυρίσει την μεγαλύτερη ταινία του, τυφλός. Το Hollywood Ending ήταν η ευκαιρία του νευρικού κλαριντζή να κανιβαλίσει ανελέητα το Hollywood και τις ταινίες που γυρίζονται στον αυτόματο πιλότο. Μπορεί να μην τα κατάφερε όσο καλύτερα μπορούσε, όμως η ιδέα παραμένει εκπληκτική.
Φέτος, ο Michael Dowse παίρνει μια αντίστοιχη ιδέα, και τη μετατρέπει σε ευχάριστο mockumentary, με ανάλογο δυναμικό, αλλά χαμηλότερες αξιώσεις. Ο Frankie Wylde, είναι ένας από τους άρχοντες της Ibiza, ένας χαρισματικός DJ, του οποίου οι μοναδικές ικανότητες να καβαλάει τα beats, τού έχουν εξασφαλίσει παγκόσμια αναγνώριση και τεράστια περιουσία. Όμως, κάποια στιγμή η ακοή του αρχίζει να του κάνει κολπάκια.
Το κουδούνισμα στο αυτί του γίνεται ολοένα και δυνατότερο, μέχρι που αρχίζει να υπερκαλύπτει τα πάντα, ώσπου τελικά να οδηγήσει στην τελική κώφωση. Το νέο album του Frankie είναι μια φρίκη και η καριέρα του τινάζεται στον αέρα. Μετά όμως από ένα φλερτ με την παράνοια, ο Frankie παίρνει τη ζωή του στα χέρια του, μαθαίνει να διαβάζει χείλη και γενικά βρίσκει τρόπους να ξεπεράσει την αναπηρία του, με αποκορύφωμα, να φτιάχνει ένα ολοκαίνουριο album «νιώθοντας» τις δονήσεις της μουσικής. Φυσικά, το album γίνεται το απόλυτο hit, η φήμη του Frankie απογειώνεται ξανά, και όλοι των αποθεώνουν. Βέβαια ο ίδιος μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, έχει σιχαθεί το star system του χώρου, και το απορρίπτει με τον τρόπο του.
Το έργο του Dowse ξεδιπλώνεται με ήρεμη, προσγειωμένη σκηνοθεσία, χωρίς να επιχειρεί κάποια ιδιαίτερη προσέγγιση του χλιδάτου και αυτοκαταστροφικού σύμπαντος των superstars, ή να προχωράει σε κάτι περισσότερο από μια σχηματική αναπαράσταση των διαδικασιών που οδηγούν έναν άνθρωπο στην απόρριψη του συστήματος που τον ανέδειξε.
Προσφέρει πάντως ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό, ανάλαφρο δίωρο, με μερικές αφορμές αφελούς προβληματισμού –αν θέλει κανείς άλλοθι για κάτι τέτοιο δηλαδή- και ο χρόνος κυλάει όμορφα και γλυκά, κυρίως χάρη στην spaced out ερμηνεία του πρωταγωνιστή. Ο Paul Kaye ποτίζει το ρόλο με μια παιδιάστικη αφέλεια που μαλακώνει κάπως την εγκληματική απερισκεψία του Wilde, και κάνει συμπαθή έναν κατά τα άλλα αδιάφορο –αν όχι ενοχλητικό- χαρακτήρα. Στα highlights της ταινίας, ο υπερμεγέθης λούτρινος αρκούδος με τη σκονισμένη μύτη, που ενσαρκώνει την εξάρτηση του Frankie από τις διάφορες άσπρες ουσίες, οι σκηνές σε θρυλικά clubs της Ibiza, και βέβαια τα cameo τεράτων του χώρου.

Σκηνοθεσία: Michael Dowse
Σενάριο: Michael Dowse
Παίζουν: Paul Kaye, Mike Wilmot, Beatriz Batarda, Kate Magowan
Πριν τρία χρόνια ο Woody Allen στήριξε μια κωμωδία του στην ευφάνταστη ιδέα ενός σκηνοθέτη που αναγκάζεται να γυρίσει την μεγαλύτερη ταινία του, τυφλός. Το Hollywood Ending ήταν η ευκαιρία του νευρικού κλαριντζή να κανιβαλίσει ανελέητα το Hollywood και τις ταινίες που γυρίζονται στον αυτόματο πιλότο. Μπορεί να μην τα κατάφερε όσο καλύτερα μπορούσε, όμως η ιδέα παραμένει εκπληκτική.



Προσφέρει πάντως ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό, ανάλαφρο δίωρο, με μερικές αφορμές αφελούς προβληματισμού –αν θέλει κανείς άλλοθι για κάτι τέτοιο δηλαδή- και ο χρόνος κυλάει όμορφα και γλυκά, κυρίως χάρη στην spaced out ερμηνεία του πρωταγωνιστή. Ο Paul Kaye ποτίζει το ρόλο με μια παιδιάστικη αφέλεια που μαλακώνει κάπως την εγκληματική απερισκεψία του Wilde, και κάνει συμπαθή έναν κατά τα άλλα αδιάφορο –αν όχι ενοχλητικό- χαρακτήρα. Στα highlights της ταινίας, ο υπερμεγέθης λούτρινος αρκούδος με τη σκονισμένη μύτη, που ενσαρκώνει την εξάρτηση του Frankie από τις διάφορες άσπρες ουσίες, οι σκηνές σε θρυλικά clubs της Ibiza, και βέβαια τα cameo τεράτων του χώρου.
Written by
verbal
in
no category
Mr and Mrs Smith - Review
Mr and Mrs Smith
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Doug Liman
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Brad Pitt, Angelina Jolie, Vince Vaughn, Kerry Washington
Η ταινία που έγινε η αφορμή για ένα από τα πιο ωραία σκάνδαλα της φετινής σαιζόν, επιτέλους έφτασε. Κι αν το timing του χωρισμού του Brad Pitt από την Jennifer Aniston λόγω της κρυφής του σχέσης με την Angelina Jolie δεν ήταν το καλύτερο δυνατό για να προωθήσει την ταινία, το Mr & Mrs Smith εξακολουθεί να είναι η ταινία που έχει στα credits της τα δυο πιο καυτά ονόματα του Hollywood.
Κρίμα που η χημεία ανάμεσά τους είναι χαμηλότερη από την ιδεατή, αυτό όμως μάλλον είναι κάτι που οφείλεται στην αγάπη της φύσης για την ισορροπία. Πάντως ακόμη κι αν η Angelina ήταν πιο σέξι ως Lara, ή ακόμη και ως Ολυμπιάδα, κι ακόμη κι αν ο Pitt δε θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τον εικονικό ρόλο του στο Fight Club ή να ξαναγεμίσει την οθόνη με τον ίδιο τρόπο που το έκανε στην Τροία, οι δυο τους εξακολουθούν να αποτελούν την προσωποποίηση των ερωτικών φαντασιώσεων straight, bi και gay θεατών στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.
Ο John και η Jane Smith είναι ένα συνηθισμένο παντρεμένο ζευγάρι που ζει στα προάστια ένα συνηθισμένο, ρουτινιάρικο, έγγαμο βίο. Φυσικά, αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που συνοδεύουν την προηγούμενη πρόταση. Ωστόσο, ο καθένας τους κρύβει κάτι που ο άλλος θα σκότωνε για να μάθει: ο Κος και η Κα Smith είναι ακριβοπληρωμένοι επαγγελματίες δολοφόνοι που δουλεύουν σε δύο άκρως ανταγωνιστικούς οργανισμούς. Όταν οι δυο τους αναλαμβάνουν την ίδια αποστολή, μαθαίνει ο ένας το μυστικό του άλλου, και τότε ξεκινά το πάρτι. Αν θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους και τη ζωή τους, θα πρέπει να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον.
Το σενάριο του Kinberg παίρνει ένα αρκετά μαύρο concept και το χειρίζεται έξυπνα, στολίζοντας το με παιχνιδιάρικες ατάκες και σπιρτόζικες εμπνεύσεις όπως τα παιχνίδια εξουσίας στο τραπέζι, με το σούρτα-φέρτα της αλατιέρας -ένα παιχνίδι καθοριστικής σημασίας για το ποιος φοράει τα παντελόνια στο σπίτι. Όσοι είναι παντρεμένοι για αρκετό καιρό το ξέρουν αυτό, και ξέρουν επίσης ότι δε χρειάζεται κανείς να είναι πληρωμένος δολοφόνος για να θελήσει κάποια στιγμή να σκοτώσει τον/την σύζυγό του. Αλλά αν ήταν επαγγελματίας εκτελεστής, σίγουρα θα τα πράγματα θα γινόταν πιο εύκολα. Αν μη τι άλλο, θα είχε να διαλέξει εργαλείο από ένα σωρό ωραία, μεγάλα και γυαλιστερά όπλα.
Με αυτά τα όπλα και τις σφαίρες τους, ο Liman στήνει μαγευτικές χορογραφίες τύπου John Woo, ενώ αποδεικνύει για άλλη μια φορά μετά το Bourne Identity, ότι μπορεί να γίνει ο καινούριος άρχων των σοβαρών ταινιών δράσης και των κατασκοπικών φιλμ. Με εξαιρετικό στυλ και άριστο timing, η σκηνή της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στους δυο Smiths μπορεί άνετα να γραφτεί στα χρονικά ως το πέρασμα του Πολέμου των Ρόουζ στη νέα εποχή, ενώ όλες οι σκηνές δράσης εμπλουτίζονται με ανορθόδοξες γωνίες λήψεις και εξαιρετική αίσθηση συγχρονισμού.
Το πρόβλημα της ταινίας όμως είναι η αναποφασιστικότητα των παραγωγών για το πού θέλουν να την κατατάξουν. Αν και ως μαύρη κωμωδία θα μπορούσε να λειτουργεί περίφημα, η ταινία προσπαθεί να γίνει κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που είναι. Ανάμεσα στις κυνικές ατάκες και τις στροφές του σεναρίου, παρεμβάλλεται περισσότερη δράση απ’ όση χρειάζεται και παρ’ ότι ο Liman προσπαθεί να της δώσει στυλ, το αποτέλεσμα είναι άνισο και καταστροφικό για το ρυθμό.
Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται και ο μοντέρ, που εκτός από κάποια μικροπροβληματάκια ασυνέχειας -απαγορευμένα σε παραγωγές τέτοιου επιπέδου-, αρκετά από τα μεγάλα μπουμ και τα πολύχρωμα μπαμ θα μπορούσαν επίσης να έχουν μείνει στα extras του dvd για να είναι η ταινία πιο σπηντάτη και απολαυστική.
Όπως και να ’χει όμως, ο κύριος και η κυρία Σμιθ παραμένουν ένα από τα πιο δροσιστικά blockbuster ζευγάρια που θα σας ψήσουν pop-corn και nachos στη φετινή καλοκαιρινή σαιζόν.

Σκηνοθεσία: Doug Liman
Σενάριο: Simon Kinberg
Παίζουν: Brad Pitt, Angelina Jolie, Vince Vaughn, Kerry Washington
Η ταινία που έγινε η αφορμή για ένα από τα πιο ωραία σκάνδαλα της φετινής σαιζόν, επιτέλους έφτασε. Κι αν το timing του χωρισμού του Brad Pitt από την Jennifer Aniston λόγω της κρυφής του σχέσης με την Angelina Jolie δεν ήταν το καλύτερο δυνατό για να προωθήσει την ταινία, το Mr & Mrs Smith εξακολουθεί να είναι η ταινία που έχει στα credits της τα δυο πιο καυτά ονόματα του Hollywood.





Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται και ο μοντέρ, που εκτός από κάποια μικροπροβληματάκια ασυνέχειας -απαγορευμένα σε παραγωγές τέτοιου επιπέδου-, αρκετά από τα μεγάλα μπουμ και τα πολύχρωμα μπαμ θα μπορούσαν επίσης να έχουν μείνει στα extras του dvd για να είναι η ταινία πιο σπηντάτη και απολαυστική.
Όπως και να ’χει όμως, ο κύριος και η κυρία Σμιθ παραμένουν ένα από τα πιο δροσιστικά blockbuster ζευγάρια που θα σας ψήσουν pop-corn και nachos στη φετινή καλοκαιρινή σαιζόν.
Written by
verbal
in
no category
Hitchhiker’s Guide to the Galaxy - Review
The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy – Γυρίζοντας τον Γαλαξία με Ωτοστόπ
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Garth Jennings
Σενάριο: Karey Kirkpatrick, (από τη σειρά βιβλίων του Douglas Adams)
Παίζουν: Martin Freeman, Zooey Deschanel, Sam Rockwell
Η μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη, είναι ούτως ή άλλως το new hot thing για το Hollywood, που ψάχνει best sellers να μετατρέψει σε blockbusters. Μόδα γνωστή και επιβεβαιωμένη, όμως το Ταξιδεύοντας το Γαλαξία με Ωτοστόπ, δεν ανήκει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία.
Στη διαδικασία του development (δηλαδή στη διαδικασία για να πάρει το πράσινο φως και να μπει στο pre-production) για δυο δεκαετίες περίπου, η ιστορία του γήινου που επέζησε από την καταστροφή του πλανήτη του και γυρνάει τον γαλαξία με ωτοστόπ (αλλά φαντάζομαι αυτό το είχατε καταλάβει), είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικό σήριαλ, για να γίνει μετά σειρά βιβλίων, τηλεοπτική μίνι-σειρά, ηλεκτρονικό παιχνίδι, σειρά κόμικς και –επιτέλους- ταινία.
Από τα κλασσικότερα δείγματα φλεγματικού βρετανικού χιούμορ, το ομότιτλο βιβλίο του Douglas Adams (και αυτά που ακολούθησαν) βασίζεται στην ικανότητα του συγγραφέα του να παίρνει τυπικά εκνευριστικά γήινα χαρακτηριστικά και περιστατικά, και να τα προσωποποιεί σε ολόκληρες εξωγήινες φυλές, ή συνήθειες του σύμπαντος. Για να το κάνω πιο απλό, θα μπείτε αμέσως στο κλίμα, όταν δείτε τον Arthur Dent να ξυπνάει ένα όμορφο αγγλικό πρωινό στην όμορφη αγγλική ύπαιθρο, για να βρει ένα μάτσο μπουλντόζες να κοιτάζουν το σπίτι του με εχθρικές διαθέσεις, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από την ιδιοκτησία του πρέπει να περάσει ένας αυτοκινητόδρομος. Ένα τυπικό γήινο περιστατικό. Μερικά λεπτά αργότερα, ένα μάτσο Βογκονιανά κατεδαφιστικά διαστημόπλοια διαγράφουν τη Γη από το Σύμπαν, επειδή κάποιος αποφάσισε ότι από εκεί πρέπει να περάσει ένας, ας πούμε, διαστημοπλοιόδρομος.
Βέβαια ο Arthur γλιτώνει, γιατί, όπως λέγαμε, πρέπει να γυρίσει τον Γαλαξία, κι έτσι οι παρόμοιοι συσχετισμοί συνεχίζονται και απογειώνονται, ενώ η σελίδες του βιβλίου εμπλουτίζονται με ευφάνταστες περιπέτειες, που ξεχειλίζουν από την ειρωνική διάθεση και το σαρκαστικό χιούμορ του συγγραφέα.
Όμως να μην πω άλλα για τα βιβλία του Adams, τα οποία πιθανώς θα αδικήσω, μιας και δεν μπορώ να πω αρκετά γι’ αυτά πέρα απ’ το ότι τα τρία που διάβασα μου χάρισαν δύο από τις πιο απολαυστικές εβδομάδες ανάγνωσης που θυμάμαι.
Δε νομίζω ότι θα αδικήσω την ταινία όμως, λέγοντας ότι όσο δροσερή κι αν είναι η χάρη της σχετικά πλούσιας παραγωγής και η φρεσκάδα των ψιλό-άγνωστων προσώπων ακολουθούν την πρόθεση του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου να υπηρετήσουν το πνεύμα των βιβλίων, το τελικό αποτέλεσμα στερείται ξεχωριστού χαρακτήρα, και ιδιαίτερης συνοχής. Λιγότερο pop θέαμα απ’ όσο pop ανάγνωσμα ήταν ο Οδηγός του Γαλαξία, προσφέρει δύο ευχάριστες ώρες στον θεατή με χαρακτήρες και στιγμές που θα απολαύσει, αλλά το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι κάτι έλειπε –κάτι που θα βρει στα βιβλία.
Αν πάλι, έχει διαβάσει από πριν τα βιβλία, θα μπει πιο εύκολα στο κλίμα της ταινίας, θα καταλάβει τι έλειπε, θα καταλάβει γιατί έλειπε αυτό που έλειπε, και το πιθανότερο είναι να βγει από την αίθουσα με την αίσθηση ότι τελικά θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει σπίτι με την πετσέτα του. Έτσι γίνεται όταν η πολυπλοκότητα και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, θυσιάζονται για την απλοϊκότητα ενός πιο mainstream μέσου. Και έτσι γίνεται βέβαια, όταν πρέπει να στριμώξεις έξι βιβλία σε δυο ώρες ταινίες, ας μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.

Σκηνοθεσία: Garth Jennings
Σενάριο: Karey Kirkpatrick, (από τη σειρά βιβλίων του Douglas Adams)
Παίζουν: Martin Freeman, Zooey Deschanel, Sam Rockwell

Στη διαδικασία του development (δηλαδή στη διαδικασία για να πάρει το πράσινο φως και να μπει στο pre-production) για δυο δεκαετίες περίπου, η ιστορία του γήινου που επέζησε από την καταστροφή του πλανήτη του και γυρνάει τον γαλαξία με ωτοστόπ (αλλά φαντάζομαι αυτό το είχατε καταλάβει), είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικό σήριαλ, για να γίνει μετά σειρά βιβλίων, τηλεοπτική μίνι-σειρά, ηλεκτρονικό παιχνίδι, σειρά κόμικς και –επιτέλους- ταινία.

Βέβαια ο Arthur γλιτώνει, γιατί, όπως λέγαμε, πρέπει να γυρίσει τον Γαλαξία, κι έτσι οι παρόμοιοι συσχετισμοί συνεχίζονται και απογειώνονται, ενώ η σελίδες του βιβλίου εμπλουτίζονται με ευφάνταστες περιπέτειες, που ξεχειλίζουν από την ειρωνική διάθεση και το σαρκαστικό χιούμορ του συγγραφέα.
Όμως να μην πω άλλα για τα βιβλία του Adams, τα οποία πιθανώς θα αδικήσω, μιας και δεν μπορώ να πω αρκετά γι’ αυτά πέρα απ’ το ότι τα τρία που διάβασα μου χάρισαν δύο από τις πιο απολαυστικές εβδομάδες ανάγνωσης που θυμάμαι.

