Written by
ShoppingTherapy
in
no category
Μπλογκονύχτες σαββατοκύριακο (μέρα 3η & 4η)
Jim Jarmusch + Bill Murray + road movie = «Broken flowers» και Μεγάλο Βραβείο Φεστιβάλ Καννών. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μια μελαγχολική και αστεία μαζί ταινία, καθώς ο Bill Murray, δον Ζουάν και γυναικοκατακτητής μεγάλος στα νιάτα του, λαμβάνει γράμμα σε ρομαντικό
ροζ επιστολόχαρτο, που του ανακοινώνει ότι είναι πατέρας και δεν το ξέρει. Παραιτημένος από τη ζωή και πρόσφατα χωρισμένος, θα προτιμούσε να περάσει τις μέρες του σε πλήρη ακινησία πάνω σε ένα δερμάτινο καναπέ, αλλά έπειτα από τη φορτική πίεση ενός φίλου του, απρόθυμα αποφασίζει να αναζητήσει τη μητέρα του παιδιού του και ... το ταξίδι ξεκινά.
(σημείωση: αν το γράμμα τα έλεγε λιγάκι διαφορετικά, ευθύνη δε φέρω. Εκείνη την ώρα η προσοχή όσων ήταν στο Δαναό το Σάββατο, ήταν στραμμένη σε δύο ...σινεφίλ που έκαναν μια αναπαράσταση του ...Rocky, άγνωστο γιατί, φαίνεται είχαν ουσιώδεις κινηματογραφικές διαφορές ...)
Ο Jarmusch (με ιδιαίτερο κοινό έπειτα από τα «Coffee and Cigarettes» και «Ghost Dog: The Way of the Samurai») ανακατεύει πίκρα, γλύκα και χιούμορ μαζί, και δηλώνει πως έγραψε τη ταινία αποκλειστικά για τον Bill Murray (και πολύ σοφά έπραξε). Ο
τελευταίος παίζει για μία ακόμα φορά παίρνοντας τη «Φάτσα»*, την ίδια που παίρνει από την εποχή του «Groundhog Day» μέχρι το «Lost in Translation». Και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Μπορεί να παίξει άλλο ρόλο;
Το μη-τέλος της ταινίας, σε αφήνει ανικανοποίητο, προτείνοντας ότι αξία έχει το ίδιο το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Διαφωνώ κάθετα -ειδικά αν ο προορισμός είναι η Casablanca.
[*Η «Φάτσα»: πρόκειται για την ίδια ακριβώς που παίρνει και ο Ισοβίτης, έπειτα από τρελές ατάκες δεσμοφυλάκων ή Μοντεχρίστου, στο τέλος από τα στριπάκια του ΑΡΚΑ. ]
Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του.
Βλέπετε έχει την αφίσα φάτσα – κάρτα. Ο δημιουργός του και βραβευμένος με Όσκαρ για αυτή τη δουλειά, ο Hayao Miyazaki, προσπαθεί να επαναλάβει την επιτυχία στο είδος που γνωρίζει τόσο καλά, το anime.
Στο «Κινούμενο Κάστρο» (“Hauru no ugoku shiro”) η Σόφι μετατρέπεται σε γιαγιάκα όταν την καταριέται μια χοντρή μάγισσα. Οι περιπέτειες μόλις άρχισαν!
Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στα παιδιά και ποιο στους γονείς τους.

Η γενικότερη αντίδραση του κοινού ήταν θετική, αν και δεν έλειψαν τα κουρασμένα παιδικά κινηματογραφόφιλα κεφαλάκια (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ οι μεγαλύτεροι νοστάλγησαν την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ!
Τι κάνετε ακόμα εδώ; Γρήγορα σε κανένα σινεμά όσο ακόμα προλαβαίνετε!

(σημείωση: αν το γράμμα τα έλεγε λιγάκι διαφορετικά, ευθύνη δε φέρω. Εκείνη την ώρα η προσοχή όσων ήταν στο Δαναό το Σάββατο, ήταν στραμμένη σε δύο ...σινεφίλ που έκαναν μια αναπαράσταση του ...Rocky, άγνωστο γιατί, φαίνεται είχαν ουσιώδεις κινηματογραφικές διαφορές ...)
Ο Jarmusch (με ιδιαίτερο κοινό έπειτα από τα «Coffee and Cigarettes» και «Ghost Dog: The Way of the Samurai») ανακατεύει πίκρα, γλύκα και χιούμορ μαζί, και δηλώνει πως έγραψε τη ταινία αποκλειστικά για τον Bill Murray (και πολύ σοφά έπραξε). Ο

Το μη-τέλος της ταινίας, σε αφήνει ανικανοποίητο, προτείνοντας ότι αξία έχει το ίδιο το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Διαφωνώ κάθετα -ειδικά αν ο προορισμός είναι η Casablanca.
[*Η «Φάτσα»: πρόκειται για την ίδια ακριβώς που παίρνει και ο Ισοβίτης, έπειτα από τρελές ατάκες δεσμοφυλάκων ή Μοντεχρίστου, στο τέλος από τα στριπάκια του ΑΡΚΑ. ]
Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του.

Στο «Κινούμενο Κάστρο» (“Hauru no ugoku shiro”) η Σόφι μετατρέπεται σε γιαγιάκα όταν την καταριέται μια χοντρή μάγισσα. Οι περιπέτειες μόλις άρχισαν!
Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στα παιδιά και ποιο στους γονείς τους.

Η γενικότερη αντίδραση του κοινού ήταν θετική, αν και δεν έλειψαν τα κουρασμένα παιδικά κινηματογραφόφιλα κεφαλάκια (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ οι μεγαλύτεροι νοστάλγησαν την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ!
Τι κάνετε ακόμα εδώ; Γρήγορα σε κανένα σινεμά όσο ακόμα προλαβαίνετε!
Written by
verbal
in
no category
Έχεις αίθουσα; Έχει ουρά; (Μπλογκομέρες - Νύχτα 1η, Πέμπτη 15.09)
Έτοιμη να αναμετρηθεί με το Σινικό Τοίχος ήταν η ουρά που σχηματίστηκε έξω από τις αίθουσες Αττικόν και Απόλλων, 2 ώρες πριν το Φεστιβάλ σηκώσει την αυλαία. Το νέο σύστημα προαγοράς εισιτηρίων, που σκόπευε «να εξαλείψει το δυσάρεστο φαινόμενο των ουρών» στα box office, τελικά κατάφερε μόνο να τις μεταθέσει μερικές ώρες νωρίτερα, δημιουργώντας τη σωστή διάθεση σε όσους περίμεναν τρία τέταρτα της ώρας να φτάσουν στον γκισέ για να μάθουν πως οι κάρτες διαρκείας, που έχουν την ίδια ακριβώς τιμή με πέρυσι, φέτος έχουν πολύ μικρότερη διάρκεια. Μια κάρτα φέτος σου ανοίγει τις πόρτες για τις αίθουσες μόνο 24 φορές, πράγμα που ισοδυναμεί σε δύο μόλις ταινίες την ημέρα.
Τουλάχιστον τα κορίτσια στο ταμείο ήταν πολύ υπομονετικά, έχοντας δεχτεί μάλλον στωικά το μοιραίο: να αφιερώσουν περίπου μισή ώρα σε κάθε πελάτη με κάρτα διαρκείας ή δημοσιογραφική διαπίστευση, κόβοντάς του τα εισιτήρια και για τις 24 προβολές που είχε μοιράσει στο πρόγραμμά του –σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με το χέρι, αφού το ηλεκτρονικό σύστημα τα είχε φτύσει από κάποιο σημείο κι έπειτα.
Βέβαια το όλο κόλπο δε σημαίνει ότι μέχρι την ώρα των πρώτων προβολών οι επισκέπτες είχαν ξεμπερδέψει με τα εισιτήριά τους, αφού οι μικροί φεστιβαλιστές που δεν έχουν σκοπό να κανονίσουν από τις 15 Σεπτέμβρη τις ταινίες που θα δουν στις 25, εξακολουθούν να προτιμούν να κόβουν τα εισιτήρια της εκάστοτε προβολής λίγα λεπτά πριν αρχίσει. Βάλτε αυτούς τους φεστιβαλιστές στην ίδια ουρά με τους προγραμματισμένους σκληροπυρηνικούς, κι έχετε το συνδυασμό που σκοτώνει κάθε ελπίδα έγκαιρης έναρξης της προβολής. Αυτός, σε συνδυασμό με μερικές ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής (δύο ακυρώσεις στις δύο πρώτες μέρες), οδήγησαν σε ένα καινούριο φαινόμενο για τις Νύχτες, αυτό των άδειων αιθουσών και των γεμάτων πεζοδρομίων.
Οπότε δεν είναι περίεργο το ότι ήμασταν γύρω στα 25 άτομα στην αίθουσα του Αττικόν όταν προβλήθηκε εκτάκτως –λόγω ακύρωσης του Lords of Dogtown— το Dark Water, το δια χειρός Walter Salles αμερικανικό remake του ομότιτλου ασιατικού θρίλερ. Στην αγγλόφωνη έκδοση, που δεν παρεκκλίνει καθόλου από την ιαπωνική του Nakata, η Jennifer Connelly παίζει μια χωρισμένη μητέρα που προσπαθεί να βρει μια καλή και οικονομική στέγη για να βάλει πάνω από το κεφάλι το δικό της και της κόρης της, με τον τρόπο που θα έπαιζε μια ναρκωμένη που μπλέκεται στα δίχτυα της πορνείας για εξασφαλίσει τη δόση της. Α, περίμενε, την έχει παίξει αυτή ε; Αυτή η κακομοίρα μάνα-κουράγιο λοιπόν, μπλέκει με ένα στοιχειωμένο διαμέρισμα και ένα κοριτσάκι φάντασμα που δεν είναι μπλαβιασμένο, αλλά θέλει μια μητρική αγκαλιά στο πρότυπο του αμερικάνικου Ring 2.
Το αληθινό φάντασμα που στοιχειώνει την ταινία όμως, είναι ο ρεαλισμός, ένα βάσανο των east-gone-west θρίλερ για το οποίο είχαμε ξαναμιλήσει στο remake του Grudge. Και ναι, τα μεταφυσικά θρίλερ απαιτούν ένα πολύ συγκεκριμένο είδος αληθοφάνειας: πρέπει ο πρωταγωνιστής να βλέπει πράγματα και να μην τον πιστεύει κανείς εκτός από τον θεατή –αλλά ο θεατής πρέπει να πιστεύει. Όταν ξεπεράσεις αυτό το όριο λοιπόν (κάτι στο οποίο συμβάλει και η ασυγκράτητη βιρτουοζιτέ του Salles αλλά άλλο τόσο και το overacting της Connelly), υπάρχει μια πολύ λεπτή ζώνη, μέσα στην οποία μπορείς να μετατρέψεις το μεταφυσικό σου θρίλερ σε ψυχολογικό. Αλλά δυστυχώς ο Salles, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, Polanski δεν είναι, οπότε το μόνο που μένει να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή, είναι το αστικό χάος που μπορεί να προκληθεί αν οι υδραυλικές εγκαταστάσεις αποφασίσουν να επαναστατήσουν κόντρα στην ανθρωπότητα.
Η νύχτα όμως είναι ακόμη νέα, κι ο Δαναός δυο στάσεις μακριά. Με μερικούς γρήγορους ελιγμούς προσπερνάς την ουρά του ταμείου που σκέφτεται να φτιάξει ανθρώπινη αερογέφυρα και να καταλάβει την Κηφισίας, και πιάνεις θέση για το Cronicas, ένα ταινιάκι από το Μεξικό που έχει όλα τα φόντα να περάσει ως πετυχημένο ανεξάρτητο δημοσιογραφικό-αστυνομικό θρίλερ, με την αυθεντική του σκηνοθετική ματιά, τον εξαιρετικό ρυθμό του, έναν διευθυντή φωτογραφίας που κάνει παπάδες και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –ιδίως τον βετεράνο Damian Alcazar. Μάλιστα τα θετικά του στοιχεία είναι τόσο καλά, που μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους μπορεί να σε ενθουσιάσουν τόσο που να μην προσέξεις ότι στην ουσία η ταινία δεν έχει σενάριο.
Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες της χώρας του αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι «ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα».
Αλλά έχεις μετά να τρέξεις να προλάβεις και την πρώτη μεταμεσονύκτια της διοργάνωσης, που δεν είναι άλλη από την πιο αντισυμβατική (αλλά όχι και πιο ανώμαλη) δημιουργία του Takashi Miike, το Izo. Ένα δίωρο (και βάλε) έπος ανεγκέφαλου ξεκοιλιάσματος που μετατρέπει τη νυσταγμένη αίθουσα του Απόλλωνα σε καταρράχτη αίματος. Πέντε λεπτά στην ταινία και η μπλούζα σου έχει ήδη μουσκέψει από τα κόκκινα πιτσιλίσματα από την τελετουργική δολοφονία του σαμουράι Izo. Και μετά έχεις άλλα 120 λεπτά και κάτι ψιλά να τον βλέπεις να περνάει από τα εφτά επίπεδα της κόλασης, ξεβράζοντας οργή και σακατεύοντας ό,τι βρει στο διάβα του για να ικανοποιήσει μια πρωτόγονη δίψα για εκδίκηση. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης πλοκής, η ιερόσυλη κάμερα του Miike που παρακολουθεί τον σαμουράι του να ξεπαστρεύει αδιακρίτως πολεμιστές, μπράβους, πολιτικούς, γέρους, πόρνες, καθωσπρέπει μητέρες, δασκάλες, ακόμη και γλυκούλικα μικρά παιδιά, η σταδιακή μεταμόρφωση του Izo σε δαίμονα, κι ένας παρανοϊκός κιθαρίστας που δίνει ρέστα στα μικρά μουσικά διαλείμματα ανάμεσα στα λουτρά αίματος, κάνουν την ταινία απόλυτο cult δημιούργημα, αλλά εντάξει, μετά τα 60 –βαριά 90—λεπτά, μπορεί και να κουραστείς.
Τουλάχιστον τα κορίτσια στο ταμείο ήταν πολύ υπομονετικά, έχοντας δεχτεί μάλλον στωικά το μοιραίο: να αφιερώσουν περίπου μισή ώρα σε κάθε πελάτη με κάρτα διαρκείας ή δημοσιογραφική διαπίστευση, κόβοντάς του τα εισιτήρια και για τις 24 προβολές που είχε μοιράσει στο πρόγραμμά του –σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με το χέρι, αφού το ηλεκτρονικό σύστημα τα είχε φτύσει από κάποιο σημείο κι έπειτα.
Βέβαια το όλο κόλπο δε σημαίνει ότι μέχρι την ώρα των πρώτων προβολών οι επισκέπτες είχαν ξεμπερδέψει με τα εισιτήριά τους, αφού οι μικροί φεστιβαλιστές που δεν έχουν σκοπό να κανονίσουν από τις 15 Σεπτέμβρη τις ταινίες που θα δουν στις 25, εξακολουθούν να προτιμούν να κόβουν τα εισιτήρια της εκάστοτε προβολής λίγα λεπτά πριν αρχίσει. Βάλτε αυτούς τους φεστιβαλιστές στην ίδια ουρά με τους προγραμματισμένους σκληροπυρηνικούς, κι έχετε το συνδυασμό που σκοτώνει κάθε ελπίδα έγκαιρης έναρξης της προβολής. Αυτός, σε συνδυασμό με μερικές ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής (δύο ακυρώσεις στις δύο πρώτες μέρες), οδήγησαν σε ένα καινούριο φαινόμενο για τις Νύχτες, αυτό των άδειων αιθουσών και των γεμάτων πεζοδρομίων.

Το αληθινό φάντασμα που στοιχειώνει την ταινία όμως, είναι ο ρεαλισμός, ένα βάσανο των east-gone-west θρίλερ για το οποίο είχαμε ξαναμιλήσει στο remake του Grudge. Και ναι, τα μεταφυσικά θρίλερ απαιτούν ένα πολύ συγκεκριμένο είδος αληθοφάνειας: πρέπει ο πρωταγωνιστής να βλέπει πράγματα και να μην τον πιστεύει κανείς εκτός από τον θεατή –αλλά ο θεατής πρέπει να πιστεύει. Όταν ξεπεράσεις αυτό το όριο λοιπόν (κάτι στο οποίο συμβάλει και η ασυγκράτητη βιρτουοζιτέ του Salles αλλά άλλο τόσο και το overacting της Connelly), υπάρχει μια πολύ λεπτή ζώνη, μέσα στην οποία μπορείς να μετατρέψεις το μεταφυσικό σου θρίλερ σε ψυχολογικό. Αλλά δυστυχώς ο Salles, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, Polanski δεν είναι, οπότε το μόνο που μένει να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή, είναι το αστικό χάος που μπορεί να προκληθεί αν οι υδραυλικές εγκαταστάσεις αποφασίσουν να επαναστατήσουν κόντρα στην ανθρωπότητα.

Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες της χώρας του αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι «ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα».

Written by
ShoppingTherapy
in
no category
μπλογκονύχτες - μέρα 2η (Παρασκευή 16)
Συγκινημένος δήλωσε ο Κώστας Γαβράς με τη προβολή της τελευταίας του ταινίας στη γεμάτη αίθουσα του «Αττικόν», με τίτλο «Το τσεκούρι» (Le couperet για τους γαλλομαθείς). Το θέμα της; Το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, που ταλαιπωρεί κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία.
Το ενδιαφέρον κομμάτι; Ο Γαβράς κατάφερε να το παρουσιάσει σε όλη του τη τραγική διάσταση, με ένα ειρωνικό τρόπο και πολλές πινελιές μαύρου κατάμαυρου χιούμορ: ο ήρωας μας ο Μπρούνο, έπειτα από δυόμισι χρόνια ανεργίας, σκέφτεται πρακτικά: να τα βάλει με τα αφεντικά δε του προσφέρει κανένα κέρδος. Να εξοντώσει, όμως, όλους τους ανταγωνιστές του, του δίνει την ελπίδα να βρει επιτέλους δουλειά. Κι έτσι ο καθημερινός απλός οικογενειάρχης, μετατρέπεται σε οργανωμένο δολοφόνο, σε μια ιστορία που μας κάνει να αναρωτηθούμε: είμαστε τελικά η δουλειά μας;
Ο Γαβράς κατάφερε με αριστοτεχνικό τρόπο να εξισορροπήσει διαφορετικά υλικά, να θίξει ένα τόσο σοβαρό θέμα, να προβληματίσει, αλλά να μην ψυχοπλακώσει και να μην προδώσει το θεατή, υιοθετώντας ένα φινάλε τόσο ειρωνικό όσο όλη η ιστορία που προηγήθηκε. Το χειροκρότημα στο τέλος νομίζω ήταν πραγματικά ειλικρινές και κάτι τέτοιες στιγμές δικαιώνουν τον όρο «πολιτικοποιημένο σινεμά» (με την καλή έννοια!)
Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται το "A hole in my heart" ( Hal i mitt hjärta, για τους Σουηδομαθείς), η τελευταία ταινία του Lukas Moodysson (γνωστός από τα «Lilya 4-Ever» και « Fucking Amal»).
Εδώ δεν υπάρχει ιστορία, δεν υπάρχει ευκρινές μήνυμα, δεν υπάρχει συμπάθεια για τους ήρωες, δεν υπάρχει σκοπός. Το στόρυ ικανό να προκαλέσει ακόμα και στην περιγραφή του: προβληματικός απομονωμένος έφηβος, αναγκάζεται να υπομείνει τον εξίσου προβληματικό πατέρα του, όταν ο τελευταίος αποφασίζει να γυρίσει ερασιτεχνική πορνοταινία στο γεμάτο βρώμικα ΙΚΕΑ έπιπλα, διαμέρισμά τους.
Από την οθόνη μας παρελαύνουν σκηνές διαστροφικού σεξ, on camera εξομολογήσεις με νυχτερινή λήψη στυλ reality, σκηνές αηδιαστικού σεξ, πλάνα από χειρουργεία αισθητικών επεμβάσεων, σκηνές βίαιου σεξ, εξομολογήσεις τραγικών παιδικών αναμνήσεων, σκηνές αηδιαστικού σεξ, περιγραφές αλληγορικών ονείρων, απόγνωση. Συμπέρασμα κανένα. Πλην του ότι, λογικά η Christina Aguilera απέρριψε τον γυναικείο ρόλο (αυτόν της πορνο – πρωταγωνίστριας) όταν της προτάθηκε.
Τι ήθελε να καταφέρει ο Moodyssonμε αυτή τη ταινία; Σοκ; Το word of mouth πάντως δε θα τον βοηθήσει να έχει επιτυχία καθώς τα σχόλια δε θα είναι «wow, πρέπει να το δεις», αλλά «μπλιαχ, δε πρέπει να το δεις». Και δε το λέω εγώ, αλλά η πλειονότητα όσων ξενύχτησαν στον Απόλλωνα. Και μιλάμε για το πάντα υποψιασμένο φεστιβαλικό κοινό, που στριμώχτηκε για να βρει μια θέση στην αίθουσα.


Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται το "A hole in my heart" ( Hal i mitt hjärta, για τους Σουηδομαθείς), η τελευταία ταινία του Lukas Moodysson (γνωστός από τα «Lilya 4-Ever» και « Fucking Amal»).



Written by
ShoppingTherapy
in
no category
μπλογκονύχτες - μέρα 1η (Πέμπτη 15)

Το ρωσικής καταγωγής “4” του newbie Ilya Khrjanovsky , με βραβεία από τα φεστιβάλ του Ρότερνταμ και του Σιάτλ και συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα στις Νύχτες.
«Έτσι και χάσω τα πρώτα λεπτά...» αγωνιούσε ο καθυστερημένος τύπος μπροστά μου. Χώθηκα πίσω του στα αναπαυτικά καθίσματα στον εξώστη, γεμάτη περιέργεια για την εναρκτήρια σεκάνς: σκυλιά σε ένα άδειο βρώμικο δρόμο κάτω από ένα φως από νέον που αναβοσβήνει είναι το μόνο σημείο ζωής. Και ξαφνικά ένα φορτηγό-κομπρεσέρ εμφανίζεται για να σπάσει την αθλιότητα και τη μοναξιά της βραδιάς. Πιο δίπλα σε ένα εξίσου άθλιο μπαρ, τρεις ξένοι τα πίνουν. Μιας και ο μπάρμαν κοιμάται όρθιος, αρχίζουν και λένε τα σώψυχά τους ο ένας στον άλλο. Και αφού είναι άγνωστοι, λένε φυσικά ψέματα. Η γκόμενα –που εξακριβωμένα είναι πόρνη- λέει ότι είναι μοντέλο, ο καραφλός ότι είναι στα μέσα και στα έξω του Κρεμλίνου και ο τρίτος παίρνει το βραβείο παραληρήματος από αλκοόλ: συμμετέχει δήθεν σε πειράματα που παράγουν τέσσερις τέσσερις τους ανθρώπινους κλώνους (γιατί «4» είναι το μαγικό νούμερο φίλε). Μέχρι εδώ καλά.



Written by
verbal
in
no category
Rocky Horror Show
Το απόλυτο cult musical, 14, 15, 16 και 17 Σεπτεμβρίου στο Λυκαβητό
Μετά από 10 χρόνια ευρωπαϊκής περιοδείας, έχοντας στο ενεργητικό του 2.000 παραστάσεις από τη Σκανδιναβία ως τη Μεσόγειο, πάνω από ενάμιση εκατομύριο θεατές, 72 χιλιάδες χιλιόμετρα χαρτιού υγείας, 750 τόνους ρυζιού, πολλά γαλόνια νερού και αμέτρητο ενθουσιασμό, ήρθε η ώρα του farewell tour για το πιο cult musical του κόσμου. Και για να μην μπερδευόμαστε, το χαρτί υγείας, το νερό και το ρύζι, είναι όλα μέρος του show. Γιατί αυτό που κάνει το Rocky Horror Show τόσο πετυχημένο, είναι χωρίς αμφιβολία η ευκαιρία που δίνει στο κοινό να συμμετέχει στον glam rock παροξυσμό και τη γενικότερη ανατρεπτική παράνοια που επικρατεί επί σκηνής.

Τι είναι όμως το Rocky Horror Show; Μάθε περισσότερα με δύο κλικ.
εδώ κι εδώ για το musical
εδώ για την ταινία
εδώ κι εδώ για το musical
εδώ για την ταινία
Written by
verbal
in
no category
Arriverderci Venezia



Το βραβείο γυναικείας ερμηνείας απονεμήθηκε στην Giovanna Mezzogiorno, πρωταγωνίστρια της ταινίας La Bestia Nel Cuore, το δράμα μιας γυναίκας που ξαφνικά αρχίζει να δέχεται επιθέσεις από άσχημες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Απογοητευμένοι ιταλοί ανταποκριτές, δεν έπαψαν να αναρωτιούνται μήπως η βράβευση της Mezzogiorno (La Finestra Di Fronte) ήταν μια μορφή παρηγοριάς για την Ιταλία, που έχει να δει ταινία της να σηκώνει τον Λέοντα από το 1998. Και η είσοδος της ταινίας στο διαγωνιστικό την τελευταία στιγμή, δεν βοηθά να καταλαγιάσουν οι ανησυχίες τους.
Όπως και να ’χει, η 62η Μόστρα πέρασε κι αυτή στο παρελθόν, κι όσοι μετρούν το χρόνο τους με τα φεστιβάλ έχουν ήδη αρχίσει να νιώθουν πως γερνάνε, ιδίως με την φθίνουσα πορεία που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια μια από τις πιο σημαντικές κινηματογραφικές διοργανώσεις του κόσμου. Οι οικονομικές δυσκολίες, η καλλιτεχνικές αμφισβητήσεις και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ, έχουν γίνει γερός πονοκέφαλος για τους διοργανωτές, οι οποίοι ωστόσο προσπαθούν με παγωμένα χαμόγελα να κρατήσουν τις ανησυχίες τους μακριά από τη δημοσιότητα. Όμως το μέλλον του φεστιβάλ είναι αβέβαιο. Και οι απειλές της Ρώμης να ξεκινήσει τη δική της κινηματογραφική φιέστα, δεν διευκολύνουν καθόλου τα πράγματα.
Περισσότερα για την 62η Μόστρα, εδώ>>>
Written by
verbal
in
no category
Crash (2005) - Review
Crash
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Paul Haggis
Σενάριο: Paul Haggis, Bobby Moresco
Παίζουν: Sandra Bullock, Don Cheadle, Matt Dillon, Brendan Fraser, Ryan Philippe
Το πρόβλημα με τις σπονδυλωτές ταινίες, είναι ότι πολύ συχνά οι σπόνδυλοι χάνουν τις αρθρώσεις τους και οι ιστορίες μένουν –ελλείψει καλύτερης λέξης- κουλές. Συνήθως, για να το ξεπεράσουν, οι σκηνοθέτες αποφασίζουν να θέσουν τις ιστορίες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που να τις συσχετίζει (όπως ας πούμε τα Χριστούγεννα στο Noel), να τις δέσουν με έναν κοινό αφηγητή/πρωταγωνιστή (όπως ο Tim Roth στο Four Rooms), ή να τις σαλατιάσουν τόσο πολύ ώστε αυτό που θα προκύψει να είναι ένα αριστούργημα (όπως το Pulp Fiction).
Το Crash, μια ταινία με αρκετές υποπλοκές που περιφέρονται γύρω απο σκοτεινές στιγμές της ζωής στο Los Angeles, δεν πολυκαταφέρνει τίποτε απ’ όλα αυτά. Υπάρχει βέβαια η πόλη του Los Angeles που συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν, υπάρχει και ένα θέμα ρατσισμού –φαινομενικού και πραγματικού- που εμφανίζεται κάθε τόσο, κάπως συνδέονται και οι ιστορίες μεταξύ τους με μερικούς χαρακτήρες που εμφανίζονται σε περισσότερες από μια, όμως συνολικά το αποτέλεσμα είναι λίγο φλου. Η προσέγγισή τους είναι ανισοβαρής –τόσο σε χρόνο όσο και σε ανάλυση—με αποτέλεσμα αρκετές από αυτές να μην έχουν καν λόγο ύπαρξης, ενώ όλες οι υπόλοιπες να περνιούνται για πιο σοβαρές και βαρύγδουπες απ’ όσο είναι.
Τουλάχιστον οι ερμηνείες είναι σε γενικές γραμμές πολύ καλές –αν και στην πραγματικότητα δεν έχουν ότι πολύ χρόνο ούτε πολύ χαρακτήρα για να δουλέψουν οι πρωταγωνιστές—με την Sandra Bullock να ξεχωρίζει στον απόλυτα κόντρα ρόλο: σοβαρή, νευρωτική, κουρελιασμένη ψυχολογικά και ξέχειλη από οργή, σε αφήνει με στόμα ανοιχτό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Haggis υπογράφει ένα άνισο σενάριο όπου παρουσιάζει ως συγκλονιστικό κι ανατριχιαστικό το προφανές –υπάρχει και το Μ$Β. Είναι όμως η πρώτη φορά που το σκηνοθετεί, και νευρικά του πλάνα με τους υποβλητικούς φωτισμούς και την ξεπλυμένη φωτογραφία δείχνουν ότι η κάμερα είναι περισσότερο το φόρτε του απ’ ότι η γραφομηχανή.

Σκηνοθεσία: Paul Haggis
Σενάριο: Paul Haggis, Bobby Moresco
Παίζουν: Sandra Bullock, Don Cheadle, Matt Dillon, Brendan Fraser, Ryan Philippe
Το πρόβλημα με τις σπονδυλωτές ταινίες, είναι ότι πολύ συχνά οι σπόνδυλοι χάνουν τις αρθρώσεις τους και οι ιστορίες μένουν –ελλείψει καλύτερης λέξης- κουλές. Συνήθως, για να το ξεπεράσουν, οι σκηνοθέτες αποφασίζουν να θέσουν τις ιστορίες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που να τις συσχετίζει (όπως ας πούμε τα Χριστούγεννα στο Noel), να τις δέσουν με έναν κοινό αφηγητή/πρωταγωνιστή (όπως ο Tim Roth στο Four Rooms), ή να τις σαλατιάσουν τόσο πολύ ώστε αυτό που θα προκύψει να είναι ένα αριστούργημα (όπως το Pulp Fiction).


Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Haggis υπογράφει ένα άνισο σενάριο όπου παρουσιάζει ως συγκλονιστικό κι ανατριχιαστικό το προφανές –υπάρχει και το Μ$Β. Είναι όμως η πρώτη φορά που το σκηνοθετεί, και νευρικά του πλάνα με τους υποβλητικούς φωτισμούς και την ξεπλυμένη φωτογραφία δείχνουν ότι η κάμερα είναι περισσότερο το φόρτε του απ’ ότι η γραφομηχανή.