Μπλογκονύχτες μέρα 7η (21 Σεπτεμβρίου)

(λείπει η 6η μέρα, αλλά αρνούμαι να τη γράψω. Το 6 είναι από τους χειρότερους ενεργειακά ζυγούς αριθμούς με καταστροφικό φενγκ σούι. Παρόλα αυτά, αν θέλεις να ρωτήσεις κάτι για τις ταινίες εκείνης της μέρας, μη διστάσεις να χτυπήσεις.)

Λοιπόν, είναι ένας τυπάκος στην Αμερική, ο Alan Abel, φοβερός, θα ήθελα να τον έχω πατέρα μου. Και η κόρη του φαντάζομαι θα νιώθει πολύ περήφανη, γι’ αυτό και γύρισε τούτο εδώ το ντοκιμαντέρ, το Abel Raises Cain, με συνεντεύξεις, ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό υλικό και μας τον παρουσιάζει.

Τι το εντυπωσιακό έχει κάνει; Μόνο μερικές από τις πιο εξωφρενικές φάρσες των τελευταίων 50 χρόνων, ξεγελώντας το αμερικάνικο κοινό χάρη στη δύναμη των ΜΜΕ, της διαφήμισης και της έξυπνης προώθησης.

Όλα ξεκίνησαν όταν σε μια προσπάθεια να σατιρίσει την ψυχροπολεμική λογοκρισία, άρχισε να υποστηρίζει δημόσια τον ευπρεπισμό των ζώων, που απαράδεκτο! Κυκλοφορούν γυμνά, προσβάλλοντας τα χρηστά ήθη. (και εφόσον λογοκρίνονται τα πάντα, γιατί όχι και τα κατοικίδια ή τα άλογα στα ράντσα;) Όταν ο Alan Abel διαπίστωσε ότι υπήρχε ανταπόκριση (οργισμένα τηλεφωνήματα από τη μια και οπαδοί από την άλλη, που δεν αντιλήφθηκαν πως επρόκειτο για αστείο) αποφάσισε να το κάνει... επάγγελμα (που λέει ο λόγος δηλαδή, καθώς οικονομικό όφελος δεν επεδίωξε ποτέ να έχει).

Άλλες φάρσες: προεκλογική εκστρατεία εβραίας γιαγιάς, με καυτές αναγγελίες για το συνταξιοδοτικό και τα παιχνίδια bingo. (Η γιαγιά δεν υπήρχε, αλλά η γυναίκα του Alan Abel μιλούσε σε ραδιοφωνικές εκπομπές παριστάνοντας την υποψήφια).
Διαφήμιση επερχόμενων sex Olympics.
Ίδρυση σχολής ζητιάνων (επίσης εννοείται δεν υπήρχε, απλώς έβγαινε ο ίδιος στα κανάλια παριστάνοντας τον διευθυντή της σχολής μαζί με πληρωμένους ηθοποιούς, ως ...μαθητές).
Μονταρισμένη συνέντευξη του προέδρου Νίξον, με ...απίστευτες δηλώσεις.
Άπειρες εμφανίσεις σε trash talk show (Jerry Springer mode) με θέματα όπως ‘έπιασα τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον κηπουρό και για να την εκδικηθώ έβαλα το πεκινουά στο πλυντήριο πιάτων’ ή ‘η θρεπτική αξία των ανθρώπινων τριχών’.
Καμπάνια κατά της ανώμαλης και αιμομικτικής συνήθειας του θηλασμού των βρεφών, που οδηγεί σε προβληματικές συμπεριφορές όταν γίνονται ενήλικες. Ενδεικτικό παράδειγμα: μέχρι 4 ετών, θήλαζε η Λεβίνσκι.

Ηθικό δίδαγμα: «Δημοσιογράφοι» τσεκάρετε την εγκυρότητα των ειδήσεων που αναπαραγάγετε.
Θεατές, να είστε πιο υποψιασμένοι όταν σκάσει η επόμενη «συγκλονιστική είδηση»
Πανέξυπνοι blogoreaders, αν έχετε μια εντελώς κουφή ιδέα, στηρίξτε τη φανατικά και με τη πιο σοβαρή φάτσα που έχετε. Θα δείτε ότι υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι το πιστεύετε και κόσμος που το πιστεύει (τελεία).

Common sense is not very common anymore, you know…

Ο Rodrigo Garcia, στην προηγούμενη ταινία του 'Things You Can Tell Just by Looking at Her' συγκέντρωσε ηχηρά ονόματα (αλήθεια, πώς κατάφερε να έχει τόση στήριξη και αποδοχή;) όπως οι Glenn Close, Holly Hunter, Kathy Baker και έκανε μια ταινία για γυναίκες. Πρόσθεσε ακόμα τις Robin Wright Penn, Dakota Fanning κλπ και έκανε μια ακόμα ταινία για γυναίκες, το 9 lives. Γιατί μπορεί και γράφει καλύτερα γι’ αυτές (ή έτσι νομίζει).

Story δεν υπάρχει καθώς το 9 lives είναι στην ουσία 9 ταινίες μικρού μήκους που περιγράφουν ένα στιγμιότυπο από τη ζωή αντίστοιχων γυναικών (σα να λέμε το Coffee & Cigarettes, με γυναίκες, χωρίς τους καφέδες και τα τσιγάρα). Πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό; Και άντε να είσαι γυναίκα και να ταυτιστείς με μία από αυτές, αλλά και με τις 9;

9 κομμάτια ούτε σπάνια ούτε ιδιαίτερα αξιόλογα, που επιπροσθέτως τους λείπει και κόλλα για να γίνουν «ένα».

Μπλογκονύχτες μέρα 5η (19 Σεπτεμβρίου)

Το In my father’s den είναι θρίλερ και ταινία χαρακτήρων μαζί, με πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη (Brad McGan) και καταγωγή από τη Ν. Ζηλανδία (γρήγορο μάθημα γεωγραφίας: όπως βλέπεις τη Τασμανία, δεξιά). Ο Paul (Matthew McFadyen) διάσημος και βραβευμένος πολεμικός φωτογράφος επιστρέφει στη γενέτειρά του για να παραστεί στη κηδεία του πατέρα του. Θα βρει τον αδερφό του παντρεμένο με μια γυναίκα (τη Miranda Otto) ίδια με τη μητέρα τους και τον εφηβικό μεγάλο του έρωτα με μια 16χρονη κόρη, τη Celia. Η τελευταία γνωρίζει τη δουλειά του Paul και τον θαυμάζει… μια περίεργη φιλία θα αναπτυχθεί μεταξύ τους, με τη Celia τσιμπημένη με το γοητευτικό φωτογράφο και τον ίδιο να αναρωτιέται ποια η πιθανότητα να είναι κόρη του... όταν όμως η Celia εξαφανίζεται, η υπόθεση παίρνει άλλη τροπή, καθώς ο Paul είναι ο νούμερο 1 ύποπτος, αφού όλοι πιστεύουν ότι είχε ερωτικές σχέσεις μαζί της.

Οι χαρακτήρες έχουν ενδιαφέρον και αναπτύσσονται με άνεση χρόνου την ίδια στιγμή που ο σκηνοθέτης κορυφώνει το μυστήριο της εξαφάνισης της Celia (μπορώ να πω μου θύμισε το «Χιόνι πάνω στους κέδρους» -εξάλλου και το In my father’s den βασίζεται σε βιβλίο ). Έτσι έχουμε τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, ένα μοναχικό, απότομο εγωιστή τύπο, συμπαθητικό, όμως, καθότι αληθινός. Τον αδερφό του, απόμακρο, με το δικό του τρόπο διαχείρισης της προβληματικής του ζωής. Τη Celia ένα κορίτσι έξυπνο και ταλαντούχο, που θέλει να φύγει από τη μίζερη επαρχία. Τη μητέρα της, που χμ... δεν υπήρξε και αγία. Οικογενειακά μυστικά και συμφιλίωση με τους δαίμονες το παρελθόντος, και ένα φινάλε που ολοκληρώνει την πορεία τους.

Ο αργός ρυθμός, η μεγάλη διάρκεια και τα flashback που μπορεί να μπερδέψουν όσους έχουν χαλαρώσει, είναι τα μοναδικά μειονεκτήματα. Αποτέλεσμα: μια απλή περίπτωση σκηνοθεσίας, προσεγμένη στα περισσότερα επιμέρους στοιχεία (φωτογραφία και ερμηνείες), που ίσως πολλοί νέοι σκηνοθέτες θα έπρεπε να ακολουθήσουν και να φτιάξουν κατανοητές και ενδιαφέρουσες ταινίες, παρά να μας ταλανίζουν με δήθεν σκηνοθετικά οράματα, σπατάλη χρημάτων, miserable σουρεαλισμό και πρόκληση αυτοκτονικής διάθεσης στο κοινό.

The Amityville Horror - Review

The Amityville Horror
(3.5/5)

Σκηνοθεσία: Andrew Douglas
Σενάριο: Scott Kosar (από τη νουβέλα του Jay Anson)
Παίζουν: Ryan Reynolds, Melissa George, Jesse James, Jimmy Bennett, Chloe Grace Moretz


Ο μαραθώνιος της αναβίωσης των θριλερακίων του ’70 συνεχίζεται ασίγαστος, ενισχύοντας τις ανησυχίες όσων πιστεύουν πως στα θρίλερ, ό,τι ήτανε να δούμε το έχουμε δει, και ο μόνος τρόμος που μας μένει, είναι να αρχίσουμε τις επαναλήψεις.

Αμερικανική οικογένεια αποφασίζει να επενδύσει ό,τι έχει και δεν έχει, σε ειδυλλιακό σπίτι στην ήσυχη επαρχία του Amityville. Η οικογένεια δεν είναι και το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της αμερικανικής κοινωνίας, αφού ο George είναι ο δεύτερος σύζυγος της Kathy, η οποία έχει ήδη τρία παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της. Το γεγονός προδιαθέτει και δικαιολογεί τον βαθμό της αδιαφορίας του George για την αρτιμέλεια των παιδιών, στην παράνοια που μέλει να ακολουθήσει. Γιατί ούτε το σπίτι που αγόρασαν είναι το πιο χαρακτηριστικό αμερικανικό δείγμα. Συνήθως τα μαζικά οικογενειακά μακελειά, συμβαίνουν στην υποανάπτυκτη ζούγκλα του far west, όχι στα φιλήσυχα προάστια. Νομίζω έχετε πιάσει περίπου περί τίνος πρόκειται, και ήδη τα trailers έχουν αποκαλύψει ακόμη περισσότερα.

Το Amityville του 70φεύγα, δεν ήταν καμιά σπουδαία ταινία όταν είχε βγει, ούτε απέκτησε κανένα ιδιαίτερο cult status στα χρόνια που ακολούθησαν. Όχι πως το άξιζε κιόλας. Οπότε, αν και ασυνήθιστο, δεν είναι διόλου παράδοξο το remake της να την ξεπερνά. Και το κάνει. Έχει βέβαια μερικά μικροπροβληματάκια, απ’ αυτά που μαστίζουν λίγο πολύ όλα τα cheap-scare-thrillers των καιρών μας, όπως για παράδειγμα την κατά διαστήματα άκρατη αναληθοφάνεια μιας οικογένειας που δε μπαίνει απλά στο αμάξι να φύγει όταν ο George έχει αρχίσει ξεκάθαρα να γίνεται ο Jack της Λάμψης, ή μερικές σεναριακές ακρότητες παύλα κλισέ που επίσης δε βοηθάνε, όπως για παράδειγμα, το κλασικό εκνευριστικό κοριτσάκι που βλέπει το φάντασμα και το ακολουθεί για τσάρκα στη σκεπή του σπιτιού.

Όμως ο Douglas καταφέρνει να δημιουργήσει αποτελεσματική ατμόσφαιρα, την οποία εμπλουτίζει με προσεγμένα και μετρημένα MTV-ζοντα κολπάκια γρήγορων κοψιμάτων και απότομων ζουμ, και έχει μπόλικα και αρκετά ζουμερά πλάνα με τους μύες του Ryan Reynolds, οι οποίοι από μόνοι τους δίνουν μια πολύ ικανοποιητική ερμηνεία. Ο Douglas ευτυχώς έκοψε από τη νέα βερσιόν το βασικό πρόβλημα της ταινίας του ’79, που ήταν ότι προσπαθούσε να χωρέσει πολλά κεράσια σε μικρό καλάθι. Περιορίζει τη δράση σχεδόν αποκλειστικά εντός του στοιχειωμένου σπιτιού, κλείνει τα πλάνα του και τα κάνει πιο απειλητικά στις σκοτεινές γωνίες, και κρατάει ελάχιστο χώρο για τις μεταφυσικές προεκτάσεις του θέματος, πακετάροντάς τες ελκυστικά σε μια εντυπωσιακή και τρομακτική σεκάνς μερικών λεπτών μόνο. Σ’ αυτό φαντάζομαι βοήθησε και ο Scott Kosar, που μετά το Texas Chainsaw Massacre υπογράφει άλλο ένα πετυχημένο remake.

Με γρήγορους ρυθμούς και πετυχημένα τρομάγματα, το Amityville Horror θα μπορούσε να είναι το hit thriller του φετινού καλοκαιριού. Για κάποιο λόγο όμως, η εταιρεία αποφάσισε να το φυλάξει για το Σεπτέμβρη και να το βγάλει στη χειρότερη δυνατή περίοδο, μέσα στο τελευταίο τριήμερο των Νυχτών Πρεμιέρας και ανάμεσα σε άλλες 7 ταινίες. Βγάλε συμπέρασμα…

Έτοιμος (σχεδόν) ο Νέος Περάκης

Λίγο πριν η νέα ταινία του Νίκου Περάκη, "Λούφα & Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο" ολοκληρωθεί και ετοιμαστεί για το ραντεβού της με το κινηματογραφικό κοινό, οι συντελεστές και φίλοι της ταινίας συγκεντρώθηκαν στο Κουζίνα - Cine Ψυρρή (Σαρρή 40) το βράδυ της Τετάρτης 21 Σεπτεμβρίου όπου χόρεψαν και διασκέδασαν συντροφιά με Dewars, το ουίσκι που στηρίζει τον κινηματογράφο και το οποίο έρεε άφθονο με αποτέλεσμα το κέφι ν' ανέβει και το πάρτι να κρατήσει μέχρι τα ξημερώματα. Οι καλεσμένοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το trailer της ταινίας, αποσπάσματά της και το videoclip από το τραγούδι των τίτλων "Πάνω στην Τρέλα μου" που ερμηνεύει η Βανέσα Αδαμοπούλου μαζί με τους “Φαντάρους - Ι 7”, σε μουσική Δημήτρη Κοντόπουλου και στίχους Νίκου Τρίτση. Το τραγούδι κυκλοφορεί από τη Sony.

Στο πάρτι παραβρέθηκαν ο σκηνοθέτης της ταινίας Νίκος Περάκης, το μοντέλο Bίκυ Καγιά στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, οι ηθοποιοί Βασίλης Χαραμπόπουλος, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Γιώργος Σεϊταρίδης, Ρένος Χαραλαμπίδης, Ορφέας Αυγουστίδης, Στέλιος Ξανθουδάκης, Τούτσε Καζάζ, η Βανέσα Αδαμοπούλου που ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων, ενώ από την παλιά φρουρά της "Λούφας" έδωσαν το παρόν ο Γιώργος Κιμούλης και ο Τάκης Σπυριδάκης.

Επαναληπτική Προβολή "The Approaching of the Hour"

Κατά τη διάρκεια της ταινίας “The Approaching of The Hour” της Γκρατσιέλλας Κανέλλου στον Κινηματογράφο ΑΠΟΛΛΩΝΑ τη Δευτέρα 19/9 και ώρα 21.00 ο προτζέκτορας παρουσίασε σοβαρή βλάβη, με αποτέλεσμα η ταινία να εμφανιστεί σοβαρά υποφωτισμένη και με χρωματικά προβλήματα. Παρόλα αυτά η ταινία “The Approaching of The Hour” δεν παρουσιάζει κανένα χρωματικό ή φωτιστικό πρόβλημα.

Για το λόγο αυτό το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας θα αντικαταστήσει άμεσα τον προτζέκτορα για τις προβολές με ΒΕΤΑ. Επίσης διοργανώνει επαναληπτική προβολή του “The Approaching of The Hour” της Γκρατσιέλλας Κανέλλου στον κινηματογράφο ΑΠΟΛΛΩΝΑ την Παρασκευή 23/9 στις 16.00

Μπλογκονύχτες σαββατοκύριακο (μέρα 3η & 4η)

Jim Jarmusch + Bill Murray + road movie = «Broken flowers» και Μεγάλο Βραβείο Φεστιβάλ Καννών. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μια μελαγχολική και αστεία μαζί ταινία, καθώς ο Bill Murray, δον Ζουάν και γυναικοκατακτητής μεγάλος στα νιάτα του, λαμβάνει γράμμα σε ρομαντικό ροζ επιστολόχαρτο, που του ανακοινώνει ότι είναι πατέρας και δεν το ξέρει. Παραιτημένος από τη ζωή και πρόσφατα χωρισμένος, θα προτιμούσε να περάσει τις μέρες του σε πλήρη ακινησία πάνω σε ένα δερμάτινο καναπέ, αλλά έπειτα από τη φορτική πίεση ενός φίλου του, απρόθυμα αποφασίζει να αναζητήσει τη μητέρα του παιδιού του και ... το ταξίδι ξεκινά.
(σημείωση: αν το γράμμα τα έλεγε λιγάκι διαφορετικά, ευθύνη δε φέρω. Εκείνη την ώρα η προσοχή όσων ήταν στο Δαναό το Σάββατο, ήταν στραμμένη σε δύο ...σινεφίλ που έκαναν μια αναπαράσταση του ...Rocky, άγνωστο γιατί, φαίνεται είχαν ουσιώδεις κινηματογραφικές διαφορές ...)

Ο Jarmusch (με ιδιαίτερο κοινό έπειτα από τα «Coffee and Cigarettes» και «Ghost Dog: The Way of the Samurai») ανακατεύει πίκρα, γλύκα και χιούμορ μαζί, και δηλώνει πως έγραψε τη ταινία αποκλειστικά για τον Bill Murray (και πολύ σοφά έπραξε). Ο τελευταίος παίζει για μία ακόμα φορά παίρνοντας τη «Φάτσα»*, την ίδια που παίρνει από την εποχή του «Groundhog Day» μέχρι το «Lost in Translation». Και σε κάνει να αναρωτιέσαι. Μπορεί να παίξει άλλο ρόλο;
Το μη-τέλος της ταινίας, σε αφήνει ανικανοποίητο, προτείνοντας ότι αξία έχει το ίδιο το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Διαφωνώ κάθετα -ειδικά αν ο προορισμός είναι η Casablanca.

[*Η «Φάτσα»: πρόκειται για την ίδια ακριβώς που παίρνει και ο Ισοβίτης, έπειτα από τρελές ατάκες δεσμοφυλάκων ή Μοντεχρίστου, στο τέλος από τα στριπάκια του ΑΡΚΑ. ]


Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του. Βλέπετε έχει την αφίσα φάτσα – κάρτα. Ο δημιουργός του και βραβευμένος με Όσκαρ για αυτή τη δουλειά, ο Hayao Miyazaki, προσπαθεί να επαναλάβει την επιτυχία στο είδος που γνωρίζει τόσο καλά, το anime.
Στο «Κινούμενο Κάστρο» (“Hauru no ugoku shiro”) η Σόφι μετατρέπεται σε γιαγιάκα όταν την καταριέται μια χοντρή μάγισσα. Οι περιπέτειες μόλις άρχισαν!

Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στα παιδιά και ποιο στους γονείς τους.

Η γενικότερη αντίδραση του κοινού ήταν θετική, αν και δεν έλειψαν τα κουρασμένα παιδικά κινηματογραφόφιλα κεφαλάκια (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ οι μεγαλύτεροι νοστάλγησαν την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ!

Τι κάνετε ακόμα εδώ; Γρήγορα σε κανένα σινεμά όσο ακόμα προλαβαίνετε!

Έχεις αίθουσα; Έχει ουρά; (Μπλογκομέρες - Νύχτα 1η, Πέμπτη 15.09)

Έτοιμη να αναμετρηθεί με το Σινικό Τοίχος ήταν η ουρά που σχηματίστηκε έξω από τις αίθουσες Αττικόν και Απόλλων, 2 ώρες πριν το Φεστιβάλ σηκώσει την αυλαία. Το νέο σύστημα προαγοράς εισιτηρίων, που σκόπευε «να εξαλείψει το δυσάρεστο φαινόμενο των ουρών» στα box office, τελικά κατάφερε μόνο να τις μεταθέσει μερικές ώρες νωρίτερα, δημιουργώντας τη σωστή διάθεση σε όσους περίμεναν τρία τέταρτα της ώρας να φτάσουν στον γκισέ για να μάθουν πως οι κάρτες διαρκείας, που έχουν την ίδια ακριβώς τιμή με πέρυσι, φέτος έχουν πολύ μικρότερη διάρκεια. Μια κάρτα φέτος σου ανοίγει τις πόρτες για τις αίθουσες μόνο 24 φορές, πράγμα που ισοδυναμεί σε δύο μόλις ταινίες την ημέρα.

Τουλάχιστον τα κορίτσια στο ταμείο ήταν πολύ υπομονετικά, έχοντας δεχτεί μάλλον στωικά το μοιραίο: να αφιερώσουν περίπου μισή ώρα σε κάθε πελάτη με κάρτα διαρκείας ή δημοσιογραφική διαπίστευση, κόβοντάς του τα εισιτήρια και για τις 24 προβολές που είχε μοιράσει στο πρόγραμμά του –σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με το χέρι, αφού το ηλεκτρονικό σύστημα τα είχε φτύσει από κάποιο σημείο κι έπειτα.

Βέβαια το όλο κόλπο δε σημαίνει ότι μέχρι την ώρα των πρώτων προβολών οι επισκέπτες είχαν ξεμπερδέψει με τα εισιτήριά τους, αφού οι μικροί φεστιβαλιστές που δεν έχουν σκοπό να κανονίσουν από τις 15 Σεπτέμβρη τις ταινίες που θα δουν στις 25, εξακολουθούν να προτιμούν να κόβουν τα εισιτήρια της εκάστοτε προβολής λίγα λεπτά πριν αρχίσει. Βάλτε αυτούς τους φεστιβαλιστές στην ίδια ουρά με τους προγραμματισμένους σκληροπυρηνικούς, κι έχετε το συνδυασμό που σκοτώνει κάθε ελπίδα έγκαιρης έναρξης της προβολής. Αυτός, σε συνδυασμό με μερικές ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής (δύο ακυρώσεις στις δύο πρώτες μέρες), οδήγησαν σε ένα καινούριο φαινόμενο για τις Νύχτες, αυτό των άδειων αιθουσών και των γεμάτων πεζοδρομίων.

Οπότε δεν είναι περίεργο το ότι ήμασταν γύρω στα 25 άτομα στην αίθουσα του Αττικόν όταν προβλήθηκε εκτάκτως –λόγω ακύρωσης του Lords of Dogtown— το Dark Water, το δια χειρός Walter Salles αμερικανικό remake του ομότιτλου ασιατικού θρίλερ. Στην αγγλόφωνη έκδοση, που δεν παρεκκλίνει καθόλου από την ιαπωνική του Nakata, η Jennifer Connelly παίζει μια χωρισμένη μητέρα που προσπαθεί να βρει μια καλή και οικονομική στέγη για να βάλει πάνω από το κεφάλι το δικό της και της κόρης της, με τον τρόπο που θα έπαιζε μια ναρκωμένη που μπλέκεται στα δίχτυα της πορνείας για εξασφαλίσει τη δόση της. Α, περίμενε, την έχει παίξει αυτή ε; Αυτή η κακομοίρα μάνα-κουράγιο λοιπόν, μπλέκει με ένα στοιχειωμένο διαμέρισμα και ένα κοριτσάκι φάντασμα που δεν είναι μπλαβιασμένο, αλλά θέλει μια μητρική αγκαλιά στο πρότυπο του αμερικάνικου Ring 2.

Το αληθινό φάντασμα που στοιχειώνει την ταινία όμως, είναι ο ρεαλισμός, ένα βάσανο των east-gone-west θρίλερ για το οποίο είχαμε ξαναμιλήσει στο remake του Grudge. Και ναι, τα μεταφυσικά θρίλερ απαιτούν ένα πολύ συγκεκριμένο είδος αληθοφάνειας: πρέπει ο πρωταγωνιστής να βλέπει πράγματα και να μην τον πιστεύει κανείς εκτός από τον θεατή –αλλά ο θεατής πρέπει να πιστεύει. Όταν ξεπεράσεις αυτό το όριο λοιπόν (κάτι στο οποίο συμβάλει και η ασυγκράτητη βιρτουοζιτέ του Salles αλλά άλλο τόσο και το overacting της Connelly), υπάρχει μια πολύ λεπτή ζώνη, μέσα στην οποία μπορείς να μετατρέψεις το μεταφυσικό σου θρίλερ σε ψυχολογικό. Αλλά δυστυχώς ο Salles, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, Polanski δεν είναι, οπότε το μόνο που μένει να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή, είναι το αστικό χάος που μπορεί να προκληθεί αν οι υδραυλικές εγκαταστάσεις αποφασίσουν να επαναστατήσουν κόντρα στην ανθρωπότητα.

Η νύχτα όμως είναι ακόμη νέα, κι ο Δαναός δυο στάσεις μακριά. Με μερικούς γρήγορους ελιγμούς προσπερνάς την ουρά του ταμείου που σκέφτεται να φτιάξει ανθρώπινη αερογέφυρα και να καταλάβει την Κηφισίας, και πιάνεις θέση για το Cronicas, ένα ταινιάκι από το Μεξικό που έχει όλα τα φόντα να περάσει ως πετυχημένο ανεξάρτητο δημοσιογραφικό-αστυνομικό θρίλερ, με την αυθεντική του σκηνοθετική ματιά, τον εξαιρετικό ρυθμό του, έναν διευθυντή φωτογραφίας που κάνει παπάδες και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –ιδίως τον βετεράνο Damian Alcazar. Μάλιστα τα θετικά του στοιχεία είναι τόσο καλά, που μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους μπορεί να σε ενθουσιάσουν τόσο που να μην προσέξεις ότι στην ουσία η ταινία δεν έχει σενάριο.

Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες της χώρας του αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι «ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα».

Αλλά έχεις μετά να τρέξεις να προλάβεις και την πρώτη μεταμεσονύκτια της διοργάνωσης, που δεν είναι άλλη από την πιο αντισυμβατική (αλλά όχι και πιο ανώμαλη) δημιουργία του Takashi Miike, το Izo. Ένα δίωρο (και βάλε) έπος ανεγκέφαλου ξεκοιλιάσματος που μετατρέπει τη νυσταγμένη αίθουσα του Απόλλωνα σε καταρράχτη αίματος. Πέντε λεπτά στην ταινία και η μπλούζα σου έχει ήδη μουσκέψει από τα κόκκινα πιτσιλίσματα από την τελετουργική δολοφονία του σαμουράι Izo. Και μετά έχεις άλλα 120 λεπτά και κάτι ψιλά να τον βλέπεις να περνάει από τα εφτά επίπεδα της κόλασης, ξεβράζοντας οργή και σακατεύοντας ό,τι βρει στο διάβα του για να ικανοποιήσει μια πρωτόγονη δίψα για εκδίκηση. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης πλοκής, η ιερόσυλη κάμερα του Miike που παρακολουθεί τον σαμουράι του να ξεπαστρεύει αδιακρίτως πολεμιστές, μπράβους, πολιτικούς, γέρους, πόρνες, καθωσπρέπει μητέρες, δασκάλες, ακόμη και γλυκούλικα μικρά παιδιά, η σταδιακή μεταμόρφωση του Izo σε δαίμονα, κι ένας παρανοϊκός κιθαρίστας που δίνει ρέστα στα μικρά μουσικά διαλείμματα ανάμεσα στα λουτρά αίματος, κάνουν την ταινία απόλυτο cult δημιούργημα, αλλά εντάξει, μετά τα 60 –βαριά 90—λεπτά, μπορεί και να κουραστείς.


Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.