Πρώτη φωτό του νέου Bond

The Name is Blond, James Blond

Αποκαλύφθηκε πριν από μερικές μέρες το πιο καλά φυλασσόμενο μυστικό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο νέος James Bond, στην επίσημη και σοβαρή εκτέλεση του Casino Royale, της νέας του περιπέτειας, θα φέρει τη φάσα του Daniel Craig.

Ο ηθοποιός που κατέκτησε τη δόξα στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της Lara Croft, κρατώντας το ρόλο του Alex West, πρώην εραστή-νυν νέμεση της Λαίδης Λάρα, και στη συνέχεια βρέθηκε ανάμεσα σε ταλέντα όπως αυτά του Tom Hanks, Paul Newman και Jude Law στο οικογενειακό γκαγκστερικό έπος του Sam Mendes, Road to Perdition, έδειξε πέρυσι ότι είναι ικανός να κουβαλήσει ταινία, με το ρόλο του ΧΧΧΧ στο Layer Cake, πλάι στη Sienna Miller. Και στις τρεις περιστάσεις έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι φονικά βίαιος αν χρειαστεί, όμως το περιστατικό με την δεσποινίδα Miller μάλλον θέτει εν αμφιβόλλω τις ικανότητες του να εκμεταλλευτεί νεαρές κορασίδες, δυνατότητα που είναι εκ των προαπαιτούμενων για έναν καλό Bond και αφήνει υπόνοιες για το αντίστροφο.

Κάποιοι πάντως μετρούν στα θετικά του James Blond ότι είναι αρκετά αγριόφατσα ώστε να μπορεί να σκοτώσει κάποιον με τα γυμνά του χέρια εν ριπεί οφθαλμού, όμως για την ώρα το mftm επιμένει στη θέση του πως ο Bond πρέπει πρωτίστως να είναι αρκετά well groomed και βουτυρομούρης για να κερδίζει τη fashion police του κάθε cocktail party. Και η πρώτη φωτογραφία του Craig με το tuxedo, έχει υπερβολικά πολλές σκιες για να μας δώσει αυτήν την εντύπωση…

Cinderella Man – Review

Cinderella Man
3.5/5(3.5/5)


Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti

Δεν ξέρω αν έφτασε η εποχή που κάθε χρόνο θα έχουμε από μια ταινία για μποξ, με το outsider να περνάει τα μύρια όσα, να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά, να αγκαλιάζει τον τίτλο και στο τέλος να σηκώνει και το Όσκαρ, ξέρω όμως πως σίγουρα ο Stallone δεν το είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο του Rocky ότι θα έδειχνε έναν από τους αγαπημένους δρόμους των παραγωγών για τα χρυσά βραβεία. Πάντως αν τα πράματα συνεχίσουν έτσι, αυτός μπορεί να γίνει και ο σοβαρότερος λόγος να τον μισούμε για ό,τι έκανε στον κινηματογράφο.

Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.

Το σενάριο, που προσωποποιεί στον χαρακτήρα του Braddock και την άνοδό του από τα σακιά των αποβάθρων στα σαλόνια των πολυτελών εστιατορίων τους πόθους αλλά και τη… λεβεντιά του άσπρου κολάρου, αφήνει χώρο για μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην Αμερική της μεγάλης πείνας, πριν συνεχίσει την φορμουλαϊκή του εξέλιξη. Η συγκινήσεις εναλλάσσονται με τους θριάμβους με τον ίδιο ρυθμό που το σκληρό, macho παρουσιαστικό του Russel Crowe αντιπαρατίθεται στην εύθραυστη, στρουμπουλή φατσούλα της Zelwegger, οι γροθιές πέφτουν βροχή, κάπου εκεί στη γωνία των αποβάθρων αχνοφαίνεται ο Brando να φωνάζει “I could ’ve been a contender” αλλά ο Russell είναι αυτός που ακολουθεί την πορεία στην κορυφή χωρίς να ξεχνά ποτέ την καταγωγή του.

Είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος ηθοποιός (άντε να’ ναι και ο Clive Owen) που μπορεί να παίξει χαρακτήρες με αρ*ίδια και αυτό φαίνεται για άλλη μια φορά, στον τρόπο που γεμίζει την οθόνη με τις σκληρές του γωνίες, χωρίς μεγάλη ανάγκη να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η ντόμπρα, βαρβατιλέ ειλικρίνεια είναι η μόνη ευαίσθητη πλευρά του και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Δεν ξέρω αν φέτος θα πάει πάλι για Όσκαρ, αλλά κι αν δεν φιγουράρει στην πεντάδα, δε θα ’ναι δικό του φταίξιμο αλλά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, που υπερτονίζει τις αρετές του, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του θεατή. Όσο για το «προϊόν» του Howard, που είναι εξαιρετικής ποιότητας σε όλους τους τομείς, δεν είναι τίποτα που δεν έχετε ξαναδεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα το ‘φχαριστηθείτε.

Howl's Moving Castle - Review

Howl's Moving Castle - Κινούμενο Κάστρο

(2.5/5)

Σκηνοθεσία: Hayao Miyazaki
Σενάριο: Diana Wynne Jones (νουβέλα), Hayao Miyazaki
Με τις φωνές των: Takuya Kimura, Chieko Baisho, Tatsuya Gashuin

(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του. Βλέπετε έχει την αφίσα φάτσα – κάρτα. Ο δημιουργός του και βραβευμένος με Όσκαρ για αυτή τη δουλειά, ο Hayao Miyazaki, προσπαθεί να επαναλάβει την επιτυχία στο είδος που γνωρίζει τόσο καλά, το anime. Στο «Κινούμενο Κάστρο» (“Hauru no ugoku shiro”) η Σόφι μετατρέπεται σε γιαγιάκα όταν την καταριέται μια χοντρή μάγισσα. Οι περιπέτειες μόλις άρχισαν!

Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στα παιδιά και ποιο στους γονείς τους.
Αν σκοπεύετε να την παρακολουθήσετε παρέα με παιδάκι (δικό σας, ανηψάκι, βαφτηστήρι, ή οποιοδήποτε άλλο παιδάκι-αξεσουάρ), να περιμένετε στο τέλος ένα κατσουφιασμένο λόγω κούρασης κινηματογραφόφιλο κεφαλάκι (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ εσείς οι ίδιοι μπορεί και να νοσταλγήσετε την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ! (αυτός εδώ δίπλα δε σας θυμίζει τον Τέρυ?)

Dealer - Review

Dealer

(2/5)

Σκηνοθεσία: Benedek Fliegauf
Σενάριο: Benedek Fliegauf
Παίζουν: Felician Keresztes, Barbara Thurzo

Το «Dealer» ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Βουδαπέστη (στην Ουγγαρία είναι αυτή), πέρασε από διάφορα φεστιβάλ, Βερολίνο, Λέτσε, ήρθε στην Αθήνα πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας και έφυγε με τη Χρυσή Αθηνά και ένα αναμνηστικό τσολιαδάκι στις βαλίτσες του (ελπίζουμε να μην χρησιμοποιήθηκε για μεταφορά ναρκωτικών ραμμένα κάτω από τη φουστανέλα).
Σοβαρά τώρα, η ταινία κρατάει σχεδόν 2.5 ώρες και να φανταστείτε ότι στην πατρίδα της παίχτηκε στη long version (γρήγορο μάθημα πολιτισμικής κουλτούρας: οι Ούγγροι είναι άνθρωποι με μεγάλη υπομονή).

Και τι βλέπεις τόση ώρα; Τον ίδιο τον dealer να τρέχει με το ποδήλατό του σε μια ψυχρή industrial πόλη, να πουλάει ναρκωτικά υπό επαναλαμβανόμενους electronica ήχους που αναπαριστούν από ήχους της φύσης μέχρι φυσικούς ήχους του ανθρώπινου σώματος (sound design από το σκηνοθέτη), να εμφανίζεται σαν σωτήρας, να μη μιλάει πολύ, να έρχεται σε επαφή με τόσους διαφορετικούς πελάτες και όπως ο Χάροντας να τους παρέχει το μέσο για να περάσουν απέναντι. Ο ίδιος πάλι, μάλλον δε βρίσκει νόημα σε τίποτα από αυτά.

Η ταινία είναι αργή. Αυτό σημαίνει υπνωτιστική, αν είσαι στο mood για υπαρξιακό τριπάκι ή βαρετή αν μεγάλωσες με MTV και προσκυνάς στο Trainspotting. Θυμίζει λέει Tarkovski, ειδικά το Stalker. Πρώτον δεν έχω δει Tarkovski, και δεύτερον ο ίδιος ο σκηνοθέτης* δε βλέπει Tarkovski. Τι βλέπει; Όλους αυτούς τους Ούγγρους (ρωτήστε τον verbal για τον Bela Tarr), που κάνουν το δικό τους σινεμά και καλά κάνουν. Απλώς εμένα δε μου λέει πολλά.

Να σημειώσουμε ότι η ταινία εκτός από την πατρίδα της, η πρώτη χώρα στην οποία βρήκε διανομή είναι η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι αν τη δείτε, μπορείτε να τηλεφωνήσετε στον κολλητό σας που σπουδάζει Λονδίνο και να τον κάνετε να νιώσει μειονεκτικά που δε μπορεί να τη πετύχει. Μπορεί ωστόσο να ξέρει τη διαφορά μεταξύ ουγγαρέζας και ζαμπονοσαλάτας.

*ποιος είναι ο Benedek Fliegauf; Μόλις 31 ετών, και με 2 ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του έχει ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ και όλα δείχνουν ότι πρόκειται για ένα όνομα που θα ξανακούσουμε στο μέλλον. Γράφει, σκηνοθετεί και επενδύει μουσικά τις ταινίες του, λατρεύει τον David Lynch, ακούει Portishead, διαβάζει Bret Easton Ellis και είναι άθεος. Ενδιαφέρον τύπος, αλλά πολύ νέος για να είναι καταθλιπτικός.

Cronicas - Review

Cronicas
2.5/5 (2.5/5)

Σκηνοθεσία: Sebastian Cordero
Σενάριο: Sebastian Cordero
Παίζουν: John Leguizamo, Leonor Watling, Damian Alcazar

(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
To Cronicas, έχει όλα τα φόντα να περάσει ως πετυχημένο ανεξάρτητο δημοσιογραφικό-αστυνομικό θρίλερ, με την αυθεντική του σκηνοθετική ματιά, τον εξαιρετικό ρυθμό του, έναν διευθυντή φωτογραφίας που κάνει παπάδες και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –ιδίως τον βετεράνο Damian Alcazar. Μάλιστα τα θετικά του στοιχεία είναι τόσο καλά, που μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους μπορεί να σε ενθουσιάσουν σε βαθμό που να μην προσέξεις ότι στην ουσία η ταινία δεν έχει σενάριο.

Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Οι χαρακτήρες είναι σε γενικές γραμμές καλογραμμένοι, αν και λίγο δισδιάστατοι, και έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες του Μεξικό (και κατ’ επέκταση όλων των «τρίτων» χωρών) αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά, δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε, δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι, ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα.

Charlie and the Chocolate Factory - Review

Charlie and the Chocolate Factory – Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας
3/5 (3/5)

Σκηνοθεσία: Tim Burton
Σενάριο: John August (από το βιβλίο του Roald Dahl)
Παίζουν: Johnny Depp, Freddie Highmore, David Kelly

Δε θυμάμαι και πολλά από το βιβλίο του Dahl, αφού πρέπει να ’χει περάσει καμιά δεκαετία από τότε που το είχα διαβάσει, θυμάμαι όμως πως το είχα καταναλώσει απνευστί, σχεδόν σα σοκολάτα γάλακτος. Ακόμη, θυμάμαι πως ο Τσάρλι είναι μάλλον το πιο χαρακτηριστικό βιβλίο του Dahl, με το μακάβριο χιούμορ του να στήνει από μια καινούρια φονική παγίδα στους ήρωές του πίσω από κάθε σελίδα. Ή σχεδόν.

Πάντως οι παγίδες ήταν σίγουρα αρκετές, και όλες διάσπαρτες στο τεράστιο εργοστάσιο σοκολάτας του Willy Wonka, του διάσημου σοκολατοβιομήχανου και αποκλειστικού εφευρέτη των πιο απίθανων λιχουδιών. Ο Wonka αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο εργοστάσιό του και να κλειδώσει τις πύλες για πάντα, λόγω των αμείλικτων κατασκόπων που του έκλεβαν τις συνταγές του. Όμως ο κόσμος ριγεί όταν μαθαίνει ότι οι πύλες του εργοστασίου θα ανοίξουν για άλλη μια φορά, για να υποδεχτούν τους πέντε τυχερούς που θα πετύχουν τις ισάριθμες χρυσές προσκλήσεις, κρυμμένες στις εκατομμύρια σοκολάτες Wonka που κυκλοφορούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Γίνεται σαφές από την αρχή ότι οι τέσσερις πρώτοι νικητές δεν άξιζαν την τύχη. Και είναι επίσης σαφές ότι ο πέμπτος, ο Τσάρλι, είναι ο μόνος στ’ αλήθεια τυχερός. Το ερώτημα είναι πόσο άτυχοι θα είναι οι υπόλοιποι.

Η ιερόσυλη πένα του Dahl, που ευχαριστιέται απίστευτα να κάνει κακά πράγματα σε κακούς ανθρώπους –ιδίως όταν αυτοί είναι παιδιά-, δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη κάμερα να την κινηματογραφήσει απ’ αυτήν του Burton. Οι δυο τους βλέπουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο: η χαριτωμένη, πολύχρωμη και παραμυθένια επιφάνειά τους, κρύβει από κάτω τρομαχτικά σκοτάδια που μέσα τους φωσφορίζουν μοχθηρά βλέμματα.

Ο Burton παίρνει με χαρακτηριστική άνεση το μαύρο χιούμορ του Dahl και το πασπαλίζει πάνω από τα ονειρικά σκηνικά-trademark του. Αυτά που μοιάζουν με πανέμορφες ζωγραφιές νεκρής φύσης, αλλά στις γωνίες τους κρύβουν αράχνες και στα ρυάκια τους πιράνχας. Εκεί μέσα αμολάει τον Johnny Depp και τον αφήνει να βγάλει στην κάμερα τον πιο θεόμουρλο χαρακτήρα του, που ξεπερνάει τον Jack Sparrow και τον Hunter Thompson μαζί, κι έχει και μια μυρωδιά από Ψαλιδοχέρη. Για την ακρίβεια, ο Willy Wonka θα μπορούσε να είναι και μακρινός ξάδερφος του Edward Scissorhands.

Δεν έχουν μόνο την ίδια χλομάδα και εξίσου εκκεντρικά κουρέματα, αλλά κουβαλούν και αντίστοιχα παιδικά τραύματα από τη σχέση τους με την πατρική φιγούρα, τα οποία και καθορίζουν τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Όπως ο Ψαλιδοχέρης αγαπούσε την ανθρώπινη επαφή χάρη στη λατρεία που του έδειχνε ο πατέρας του, έτσι κι ο Wonka αισθάνεται μια ακατανίκητη αγοραφοβία –που μερικές φορές ανακατεύεται με τον μισανθρωπισμό- κυρίως χάρη στη σκληρή συμπεριφορά του πατέρα του, που πρώτα τον έκανε να αισθάνεται (και να μοιάζει λίγο) σα φρικιό, και μετά τον ανάγκασε να φύγει κι από το σπίτι.

Ο Wonka, σχιζοφρενής και διασκεδαστικός μ’ αυτόν τον χαριτωμένο τρόπο του Depp, αλλά και αρκετά τρομακτικός ώστε να μη θες να μείνεις πολύ ώρα μόνος μαζί του, αποκτά κεντρικότερο ρόλο στην ταινία απ’ ότι είχε στο βιβλίο κυρίως χάρη στα flashbacks που προσθέτει στην ιστορία ο Burton. Μέσω μικρών κομματιών του παρελθόντος του ήρωά του, ο Burton τον οδηγεί στην πλήρη απαξίωση της έννοιας της οικογένειας, για να στρώσει το δρόμο της αναζήτησης του πατρικού προτύπου –ένα ταξίδι που είχε πρωτοξεκινήσει με τον Ψαλιδοχέρη, αλλά μετά το άφησε στην άκρη για να το ανασύρει πάλι πρόπερσι στο όχι και τόσο πετυχημένο εμπορικά Big Fish.

Η διαφορά του Dahl από τον Burton, είναι ότι ο πρώτος, παρά τα μακάβρια «καλαμπουράκια» του, στ’ αλήθεια έγραφε παραμύθια για παιδιά, ενώ τα παραμύθια του δεύτερου μοιάζουν περισσότερο νοθευμένα από ανησυχητικούς εφιάλτες μεγάλων. Ίσως γι’ αυτό να με ξένισε λίγο η γενικότερη ευδαιμονία που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα –ιδίως στο φινάλε- και η άρνηση του Burton να ακολουθήσει μέχρι τέλους τις σκούρες αποχρώσεις του σεναρίου του. Ίσως πάλι απλά να έχω μεγαλώσει και γι’ αυτό να με ενόχλησε που σχεδόν όλα τα set pieces κρατούσαν παραπάνω απ’ όσο άντεχαν, τα τραγούδια των Oompa Loompas ήταν ατέλειωτα και κουραστικά, και ο ρυθμός έπεφτε πολύ γρήγορα πολύ χαμηλά. Ή που ο Depp έπαιζε τον Wonka υπερβολικά over the top, σε αντίθεση με τον Highmore που για άλλη μια φορά στάθηκε αξιοπρεπώς απέναντί του στο ρόλο του Τσάρλι, και τον David Kelly που έκλεβε την παράσταση κάθε φορά που εμφανιζόταν στο ρόλο του παππού.

Ίσως πάλι απλά να μην είναι μια απο τις καλύτερες στιγμές του Burton, αν και τα θετικά κι ευχάριστα μηνύματα κατά της λαιμαργίας και υπέρ της σημασίας της οικογένειας, την κάνουν παραπάνω από κατάλληλη για τα μικροπαίδια, ενώ τα σκηνικά από μόνα τους κρατούν τους μεγαλύτερους θεατές απασχολημένους για αρκετή ώρα.

Le Couperet - Review

Le Couperet - Το τσεκούρι

(3.5/5)

Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς
Σενάριο: Κώστας Γαβράς, Donald E. Westlake (νουβέλα)
Παίζουν: Jose Garcia, Karin Viard, Geordy Monfils

(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Η τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά τιτλοφορείται «Το τσεκούρι» (Le couperet για τους γαλλομαθείς) και πραγματεύεται το πρόβλημα που ταλαιπωρεί κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία, την ανεργία.
Το ενδιαφέρον κομμάτι; Ο Γαβράς κατάφερε να το παρουσιάσει σε όλη του τη τραγική διάσταση, με ένα ειρωνικό τρόπο και πολλές πινελιές μαύρου κατάμαυρου χιούμορ: ο ήρωας μας ο Μπρούνο, έπειτα από δυόμισι χρόνια ανεργίας, σκέφτεται πρακτικά: να τα βάλει με τα αφεντικά δε του προσφέρει κανένα κέρδος. Να εξοντώσει, όμως, όλους τους ανταγωνιστές του, του δίνει την ελπίδα να βρει επιτέλους δουλειά. Κι έτσι ο καθημερινός απλός οικογενειάρχης, μετατρέπεται σε οργανωμένο δολοφόνο, σε μια ιστορία που μας κάνει να αναρωτηθούμε: είμαστε τελικά η δουλειά μας;

Ο Γαβράς κατάφερε με αριστοτεχνικό τρόπο να εξισορροπήσει διαφορετικά υλικά, να θίξει ένα τόσο σοβαρό θέμα, να προβληματίσει, αλλά να μην ψυχοπλακώσει και να μην προδώσει το θεατή, υιοθετώντας ένα φινάλε τόσο ειρωνικό όσο όλη η ιστορία που προηγήθηκε. Πολύ δύσκολα θα φύγει κανείς απογοητευμένος από την αίθουσα... κάτι τέτοιες στιγμές δικαιώνουν τον όρο «πολιτικοποιημένο σινεμά» (με την καλή έννοια!)
Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.