Written by
verbal
in
no category
The Constant Gardener - Review
The Constant Gardener – Ο Επίμονος Κηπουρός
(4,5/5)
Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.
Μεταφέροντας στην οθόνη μια από τις καλύτερες νουβέλες του John Le Carre, του μυθιστοριογράφου-ειδήμονα στα κατασκοπικά θρίλερ με λευκούς ανθρώπους σε εξωτικό περιβάλλον, ο Meirelles και ο σεναριογράφος του, Jeffrey Caine (Goldeneye) στήνουν ένα εξαιρετικό θρίλερ που μοιράζεται το χρόνο του με ένα υπέροχο love-story, και εξυψώνεται από τους καλογραμμένους του χαρακτήρες.
Όλα είναι στο σενάριο, το οποίο, ανακοινώνοντας από τα πρώτα λεπτά ότι η Tessa (Weisz) είναι νεκρή, δίνει στα flashbacks που εν είδη αναμνήσεων εδραιώνουν στη RAM μας τη σχέση της με τον Justin (Fiennes), έναν μακάβριο και γλυκόπικρο χαρακτήρα. Έτσι ανοίγει η πόρτα για το state of mind του πρωταγωνιστή: δεν είναι ο εκδικητής-τιμωρός που ξεκινά κυνήγι για δικαιοσύνη οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού, αλλά ένας πικραμένος άντρας, ένας πράος φλώρος που προτιμά να ασχολείται με τον κήπο του παρά με τον πραγματικό κόσμο, όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει περιέργεια. Μια περιέργεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με την παθολογική ευγένεια και την απάθεια της κουλτούρας του, και του αποκαλύπτει το μαρτύριο της ζωής της γυναίκας του. Μέσα από το σοκ του θανάτου της, ο Justin έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη νοσηρότητα της πραγματικής τραγωδίας που η Tessa προσπαθούσε να εξαλείψει, αυτήν που μέχρι τότε δεν ήταν παρά το background της αυξανόμενης μεταξύ τους απόστασης. Η οργή και η αηδία που θα νιώσει, θα γίνει ακόμη πιο δυνατή χάρη στη συνειδητοποίηση ότι αυτός είναι που τόσα χρόνια ήταν πραγματικά νεκρός.
Ο Ralph Fienes, στο μοναδικό καλό ρόλο που έχει σταυρώσει εδώ και τρία χρόνια, παίζει με χαρακτηριστική, βρετανική ευστοχία τον συνεσταλμένο Άγγλο που βλέπει το επιβεβλημένο κέρινο προσωπείο του να λιώνει όταν βγαίνει στον καυτό ήλιο της αφρικανικής πραγματικότητας, ενώ η Rachel Weisz στοιχειώνει με το φάντασμα της Tessa όλη την ταινία, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά πραγματικά μεγάλο υποκριτικό δυναμικό. Ο Meirelles αποσπά δυνατές ερμηνείες από όλο το cast, βγάζει την κάμερα από το στούντιο για να γεμίσει την οθόνη με εικόνες τις εξαθλιωμένης Αφρικής και να κάνει ξεκάθαρο το μήνυμα της ταινίας του, ενώ στα νευρικά πλάνα και τα ασταθή καδραρίσματά του φυλακίζει άψογα την ψυχολογία του ήρωά του, επιδεικνύοντας –αν και με μια δόση ανασφάλειας—την σκηνοθετική του μοναδικότητα.
Όμως τα πραγματικά εύσημα αξίζει ο Cesar Charlone, που σε ξεπλυμμένα σέπια χρώματα ζωγραφίζει τη ζοφερή αμεσότητα της φρίκης, κάνοντας την πραγματικότητα τον τρίτο πρωταγωνιστή. Φαρμακευτικές εταιρείες που δοκιμάζουν τα προϊόντα τους σε ανθρώπινα πειραματόζωα από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι δε μετράνε για αληθινοί. Ή τουλάχιστον, δεν είναι κανείς εκεί να τους μετρήσει.

Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.




Written by
verbal
in
no category
A History of Violence - Review
A History of Violence – Το Τέλος της Βίας
(3/5)
Σκηνοθεσία: David Cronenberg
Σενάριο: Josh Olson (από το graphic novel των John Wagner και Vince Locke)
Παίζουν: Viggo Mortensen, Maria Bello, Ed Harris
Η φιλμογραφία του David Cronenberg χαρακτηρίζεται σχεδόν στο σύνολό της από την σαδιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη στο ανθρώπινo σώμα και τον τρόπο που το παραμορφώνει για να εκφράσει την ψυχολογική ή/και τη διανοητική κατάσταση των ηρώων του.
Στο Spider έδειξε να αλλάζει πορεία και να σπρώχνει την κάμερά του πιο κοντά στην ανθρώπινη ψυχή και τις ανάποδες διαδρομές του μυαλού. Αυτήν την διαφορετική πορεία ακολουθεί –με πολύ πιο ομαλό και ανοιχτό στο θεατή τρόπο- και στο History of Violence, που κάνει τη μακρά φιλμογραφία του Καναδού να μοιάζει με πολύχρονη προσπάθεια να κάνει τη σωστή τομή στο σώμα που θα ανοίξει στους θεατές το δρόμο για την ψυχή. Απ’ ότι φαίνεται, μάλλον τα κατάφερε.
Η art-house θεματική, η mainstream αφήγηση και τα εικαστικά κρεσέντο που θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη με το παρατσούκλι Βαρόνος του Αίματος, αναμειγνύονται στο History of Violence που εικονογραφεί την τρομακτική απόσταση ανάμεσα στις ακραίες εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο Tom Stall, φιλήσυχος ιδιοκτήτης του diner μιας επαρχιακής αμερικανικής κωμόπολης, πατέρας δύο παιδιών και σύζυγος μιας πανέμορφης δικηγόρου (Maria Bello) που φαίνεται φουλ ερωτευμένη μαζί του, έρχεται ένα βράδυ αντιμέτωπος με δυο περαστικούς εγκληματίες που σταματούν στην πόλη του για μια γρήγορη ληστεία. Με μερικές γρήγορες κινήσεις που φαίνεται να έχει ξεσηκώσει από το Bourne Identity, ο Tom εξουδετερώνει του ληστές και γίνεται ο ήρωας της πόλης. Το περιστατικό αλλάζει τη ζωή του και με έναν άλλον τρόπο όμως, αφού μερικές μέρες μετά εμφανίζεται ένας μυστήριος τύπος που ισχυρίζεται ότι ο Tom δεν είναι αυτός που όλοι νομίζουν, αλλά ένας φυγάς μαφιόζος.
Ο Viggo Mortensen, που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, παραδίδει ερμηνεία καριέρας πιάνοντας όλες τις σωστές αποχρώσεις του σχιζοειδούς χαρακτήρα του και με τον πιο αδιόρατο τρόπο κάνει ξεκάθαρη την μια ερμηνεία του τίτλου της ταινίας. Ο Cronenberg με άριστα make up, σκηνοθετική ευελιξία και ακρίβεια, μας κάνει να αναρωτιόμαστε σε ποιον θεό πρέπει να κάνουμε επίκληση για να τον δούμε να σκηνοθετεί σκληροπυρηνική περιπέτεια, ενώ παράλληλα φροντίζει να δώσει μια πιο διαχρονική, δαρβινική ερμηνεία στον τίτλο –ένα χρονικό βίας σε όλη την ιστορία του πλανήτη, όπου επιβιώνει ο ισχυρότερος. Το τρίτο ταμπλό στο οποίο προσπαθεί να κινηθεί, η κληρονομικότητα της βίας, που εμφανίζεται μέσα από το ξύπνημα άγριων ενστίκτων στο γιο του Stall, τον Jack (Ashton Holmes) μάλλον δεν έχει αρκετό χώρο να αναπνεύσει, όμως κι αυτό εντάσσεται στο γενικότερο, υπόγεια ηλεκτρισμένο κλίμα της ταινίας που χάρη στην εξαιρετική της ατμόσφαιρα συνήθως κατορθώνει να υπερκεράσει τα προβλήματα στο ρυθμό.
Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιστορίας να είναι η απλότητα της γραμμικής αφήγησης, που μάλλον θα δούλευε καλύτερα αν ο Cronenberg έστρεφε το φακό του στο χρονικό της προσπάθειας του ανθρώπου να καταπνίξει τη βιαιότητα, παρά στην ξαφνική της επανεμφάνιση, όμως όπως και να ‘χει το History of Violence (τίτλος που μεταφράστηκε με τρόπο που διαστρεβλώνει ολοκληρωτικά την αρχική σημασία του) είναι μια ταινία που έχει πολύ ψωμί για κουβέντα και μερικές επί μέρους σκηνές πολύ συναρπαστικές.

Σκηνοθεσία: David Cronenberg
Σενάριο: Josh Olson (από το graphic novel των John Wagner και Vince Locke)
Παίζουν: Viggo Mortensen, Maria Bello, Ed Harris
Η φιλμογραφία του David Cronenberg χαρακτηρίζεται σχεδόν στο σύνολό της από την σαδιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη στο ανθρώπινo σώμα και τον τρόπο που το παραμορφώνει για να εκφράσει την ψυχολογική ή/και τη διανοητική κατάσταση των ηρώων του.




Written by
verbal
in
no category
Πρώτη φωτό του νέου Bond
The Name is Blond, James Blond
Αποκαλύφθηκε πριν από μερικές μέρες το πιο καλά φυλασσόμενο μυστικό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο νέος James Bond, στην επίσημη και σοβαρή εκτέλεση του Casino Royale, της νέας του περιπέτειας, θα φέρει τη φάσα του Daniel Craig.
Ο ηθοποιός που κατέκτησε τη δόξα στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της Lara Croft, κρατώντας το ρόλο του Alex West, πρώην εραστή-νυν νέμεση της Λαίδης Λάρα, και στη συνέχεια βρέθηκε ανάμεσα σε ταλέντα όπως αυτά του Tom Hanks, Paul Newman και Jude Law στο οικογενειακό γκαγκστερικό έπος του Sam Mendes, Road to Perdition, έδειξε πέρυσι ότι είναι ικανός να κουβαλήσει ταινία, με το ρόλο του ΧΧΧΧ στο Layer Cake, πλάι στη Sienna Miller. Και στις τρεις περιστάσεις έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι φονικά βίαιος αν χρειαστεί, όμως το περιστατικό με την δεσποινίδα Miller μάλλον θέτει εν αμφιβόλλω τις ικανότητες του να εκμεταλλευτεί νεαρές κορασίδες, δυνατότητα που είναι εκ των προαπαιτούμενων για έναν καλό Bond και αφήνει υπόνοιες για το αντίστροφο.
Κάποιοι πάντως μετρούν στα θετικά του James Blond ότι είναι αρκετά αγριόφατσα ώστε να μπορεί να σκοτώσει κάποιον με τα γυμνά του χέρια εν ριπεί οφθαλμού, όμως για την ώρα το mftm επιμένει στη θέση του πως ο Bond πρέπει πρωτίστως να είναι αρκετά well groomed και βουτυρομούρης για να κερδίζει τη fashion police του κάθε cocktail party. Και η πρώτη φωτογραφία του Craig με το tuxedo, έχει υπερβολικά πολλές σκιες για να μας δώσει αυτήν την εντύπωση…
Αποκαλύφθηκε πριν από μερικές μέρες το πιο καλά φυλασσόμενο μυστικό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο νέος James Bond, στην επίσημη και σοβαρή εκτέλεση του Casino Royale, της νέας του περιπέτειας, θα φέρει τη φάσα του Daniel Craig.

Κάποιοι πάντως μετρούν στα θετικά του James Blond ότι είναι αρκετά αγριόφατσα ώστε να μπορεί να σκοτώσει κάποιον με τα γυμνά του χέρια εν ριπεί οφθαλμού, όμως για την ώρα το mftm επιμένει στη θέση του πως ο Bond πρέπει πρωτίστως να είναι αρκετά well groomed και βουτυρομούρης για να κερδίζει τη fashion police του κάθε cocktail party. Και η πρώτη φωτογραφία του Craig με το tuxedo, έχει υπερβολικά πολλές σκιες για να μας δώσει αυτήν την εντύπωση…
Written by
verbal
in
no category
Cinderella Man – Review
Cinderella Man
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti
Δεν ξέρω αν έφτασε η εποχή που κάθε χρόνο θα έχουμε από μια ταινία για μποξ, με το outsider να περνάει τα μύρια όσα, να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά, να αγκαλιάζει τον τίτλο και στο τέλος να σηκώνει και το Όσκαρ, ξέρω όμως πως σίγουρα ο Stallone δεν το είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο του Rocky ότι θα έδειχνε έναν από τους αγαπημένους δρόμους των παραγωγών για τα χρυσά βραβεία. Πάντως αν τα πράματα συνεχίσουν έτσι, αυτός μπορεί να γίνει και ο σοβαρότερος λόγος να τον μισούμε για ό,τι έκανε στον κινηματογράφο.
Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.
Το σενάριο, που προσωποποιεί στον χαρακτήρα του Braddock και την άνοδό του από τα σακιά των αποβάθρων στα σαλόνια των πολυτελών εστιατορίων τους πόθους αλλά και τη… λεβεντιά του άσπρου κολάρου, αφήνει χώρο για μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην Αμερική της μεγάλης πείνας, πριν συνεχίσει την φορμουλαϊκή του εξέλιξη. Η συγκινήσεις εναλλάσσονται με τους θριάμβους με τον ίδιο ρυθμό που το σκληρό, macho παρουσιαστικό του Russel Crowe αντιπαρατίθεται στην εύθραυστη, στρουμπουλή φατσούλα της Zelwegger, οι γροθιές πέφτουν βροχή, κάπου εκεί στη γωνία των αποβάθρων αχνοφαίνεται ο Brando να φωνάζει “I could ’ve been a contender” αλλά ο Russell είναι αυτός που ακολουθεί την πορεία στην κορυφή χωρίς να ξεχνά ποτέ την καταγωγή του.
Είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος ηθοποιός (άντε να’ ναι και ο Clive Owen) που μπορεί να παίξει χαρακτήρες με αρ*ίδια και αυτό φαίνεται για άλλη μια φορά, στον τρόπο που γεμίζει την οθόνη με τις σκληρές του γωνίες, χωρίς μεγάλη ανάγκη να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η ντόμπρα, βαρβατιλέ ειλικρίνεια είναι η μόνη ευαίσθητη πλευρά του και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Δεν ξέρω αν φέτος θα πάει πάλι για Όσκαρ, αλλά κι αν δεν φιγουράρει στην πεντάδα, δε θα ’ναι δικό του φταίξιμο αλλά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, που υπερτονίζει τις αρετές του, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του θεατή. Όσο για το «προϊόν» του Howard, που είναι εξαιρετικής ποιότητας σε όλους τους τομείς, δεν είναι τίποτα που δεν έχετε ξαναδεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα το ‘φχαριστηθείτε.

Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti

Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.


Written by
ShoppingTherapy
in
no category
Howl's Moving Castle - Review
Howl's Moving Castle - Κινούμενο Κάστρο

(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Hayao Miyazaki
Σενάριο: Diana Wynne Jones (νουβέλα), Hayao Miyazaki
Με τις φωνές των: Takuya Kimura, Chieko Baisho, Tatsuya Gashuin
(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του. Βλέπετε έχει την αφίσα φάτσα – κάρτα. Ο δημιουργός του και βραβευμένος με Όσκαρ για αυτή τη δ
ουλειά, ο Hayao Miyazaki, προσπαθεί να επαναλάβει την επιτυχία στο είδος που γνωρίζει τόσο καλά, το anime. Στο «Κινούμενο Κάστρο» (“Hauru no ugoku shiro”) η Σόφι μετατρέπεται σε γιαγιάκα όταν την καταριέται μια χοντρή μάγισσα. Οι περιπέτειες μόλις άρχισαν!
Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στ
α παιδιά και ποιο στους γονείς τους.
Αν σκοπεύετε να την παρακολουθήσετε παρέα με παιδάκι (δικό σας, ανηψάκι, βαφτηστήρι, ή οποιοδήποτε άλλο παιδάκι-αξεσουάρ), να περιμένετε στο τέλος ένα κατσουφιασμένο λόγω κούρασης κινηματογραφόφιλο κεφαλάκι (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ εσείς οι ίδιοι μπορεί και να νοσταλγήσετε την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ! (αυτός εδώ δίπλα δε σας θυμίζει τον Τέρυ?)

(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Hayao Miyazaki
Σενάριο: Diana Wynne Jones (νουβέλα), Hayao Miyazaki
Με τις φωνές των: Takuya Kimura, Chieko Baisho, Tatsuya Gashuin
(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Το «Spirited Away» το θυμάστε? Εγώ κάθε φορά που ο verbal οργανώνει βραδιά sushi σπίτι του. Βλέπετε έχει την αφίσα φάτσα – κάρτα. Ο δημιουργός του και βραβευμένος με Όσκαρ για αυτή τη δ

Το αποτέλεσμα άρτιο αισθητικά, με πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακές λεπτομέρειες και πραγματικά ευφάνταστους ήρωες, αλλά η ιστορία αυτή καθ’ αυτή (από νουβέλα της Diana Wynne Jones) χάνεται τελικά μέσα σε αυτό το γαϊτανάκι εικόνων.
Ο πόλεμος είναι ανόητος και τα γηρατειά δύσκολα, είναι τα μόνα μηνύματα που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, και είναι προφανές ποιο απευθύνεται στ

Αν σκοπεύετε να την παρακολουθήσετε παρέα με παιδάκι (δικό σας, ανηψάκι, βαφτηστήρι, ή οποιοδήποτε άλλο παιδάκι-αξεσουάρ), να περιμένετε στο τέλος ένα κατσουφιασμένο λόγω κούρασης κινηματογραφόφιλο κεφαλάκι (2 φουλ ώρες δεν περνάνε γρήγορα, παρά τις συχνές κωμικές πινελιές), ενώ εσείς οι ίδιοι μπορεί και να νοσταλγήσετε την εποχή της θρυλικής Κάντυ Κάντυ! (αυτός εδώ δίπλα δε σας θυμίζει τον Τέρυ?)
Written by
ShoppingTherapy
in
no category
Dealer - Review
Dealer

(2/5)
Σκηνοθεσία: Benedek Fliegauf
Σενάριο: Benedek Fliegauf
Παίζουν: Felician Keresztes, Barbara Thurzo
Το «Dealer» ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Βουδαπέστη (στην Ουγγαρία είναι αυτή), πέρασε από διάφορα φεστιβάλ, Βερολίνο, Λέτσε, ήρθε στην Αθήνα πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας και έφυγε με τη Χρυ
σή Αθηνά και ένα αναμνηστικό τσολιαδάκι στις βαλίτσες του (ελπίζουμε να μην χρησιμοποιήθηκε για μεταφορά ναρκωτικών ραμμένα κάτω από τη φουστανέλα).
Σοβαρά τώρα, η ταινία κρατάει σχεδόν 2.5 ώρες και να φανταστείτε ότι στην πατρίδα της παίχτηκε στη long version (γρήγορο μάθημα πολιτισμικής κουλτούρας: οι Ούγγροι είναι άνθρωποι με μεγάλη υπομονή).
Και τι βλέπεις τόση ώρα; Τον ίδιο τον dealer να τρέχει με το ποδήλατό του σε μια ψυχρή industrial πόλη, να πουλάει ναρκωτικά υπό επαναλαμβανόμενους electronica ήχους που αναπαριστούν από ήχους της φύσης μέχρι φυσικούς ήχους του ανθρώπινου σώματος (sound design από το σκηνοθέτη), να εμφανίζεται σαν σωτήρας, να μη μιλάει πολύ, να έρχεται σε επαφή με τόσους διαφορετικούς πελάτες και όπως ο Χάροντας να τους παρέχει το μέσο για να περάσουν απέναντι. Ο ίδιος πάλι, μάλλον δε βρίσκει νόημα σε τίποτα από αυτά.

Η ταινία είναι αργή. Αυτό σημαίνει υπνωτιστική, αν είσαι στο mood για υπαρξιακό τριπάκι ή βαρετή αν μεγάλωσες με MTV και προσκυνάς στο Trainspotting. Θυμίζει λέει Tarkovski, ειδικά το Stalker. Πρώτον δεν έχω δει Tarkovski, και δεύτερον ο ίδιος ο σκηνοθέτης* δε βλέπει Tarkovski. Τι βλέπει; Όλους αυτούς τους Ούγγρους (ρωτήστε τον verbal για τον Bela Tarr), που κάνουν το δικό τους σινεμά και καλά κάνουν. Απλώς εμένα δε μου λέει πολλά.
Να σημειώσουμε ότι η ταινία εκτός από την πατρίδα της, η πρώτη χώρα στην οποία βρήκε διανομή είναι η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι αν τη δείτε, μπορείτε να τηλεφωνήσετε στον κολλητό σας που σπουδάζει Λονδίνο και να τον κάνετε να νιώσει μειονεκτικά που δε μπορεί να τη πετύχει. Μπορεί ωστόσο να ξέρει τη διαφορά μεταξύ ουγγαρέζας και ζαμπονοσαλάτας.
*ποιος είναι ο Benedek Fliegauf; Μόλις 31 ετών, και με 2 ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του έχει ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ και όλα δείχνουν ότι πρόκειται για ένα όνομα που θα ξανακούσουμε στο μέλλον. Γράφει, σκηνοθετεί και επενδύει μουσικά τις ταινίες του, λατρεύει τον David Lynch, ακούει Portishead, διαβάζει Bret Easton Ellis και είναι άθεος. Ενδιαφέρον τύπος, αλλά πολύ νέος για να είναι καταθλιπτικός.

(2/5)
Σκηνοθεσία: Benedek Fliegauf
Σενάριο: Benedek Fliegauf
Παίζουν: Felician Keresztes, Barbara Thurzo
Το «Dealer» ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Βουδαπέστη (στην Ουγγαρία είναι αυτή), πέρασε από διάφορα φεστιβάλ, Βερολίνο, Λέτσε, ήρθε στην Αθήνα πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας και έφυγε με τη Χρυ

Σοβαρά τώρα, η ταινία κρατάει σχεδόν 2.5 ώρες και να φανταστείτε ότι στην πατρίδα της παίχτηκε στη long version (γρήγορο μάθημα πολιτισμικής κουλτούρας: οι Ούγγροι είναι άνθρωποι με μεγάλη υπομονή).
Και τι βλέπεις τόση ώρα; Τον ίδιο τον dealer να τρέχει με το ποδήλατό του σε μια ψυχρή industrial πόλη, να πουλάει ναρκωτικά υπό επαναλαμβανόμενους electronica ήχους που αναπαριστούν από ήχους της φύσης μέχρι φυσικούς ήχους του ανθρώπινου σώματος (sound design από το σκηνοθέτη), να εμφανίζεται σαν σωτήρας, να μη μιλάει πολύ, να έρχεται σε επαφή με τόσους διαφορετικούς πελάτες και όπως ο Χάροντας να τους παρέχει το μέσο για να περάσουν απέναντι. Ο ίδιος πάλι, μάλλον δε βρίσκει νόημα σε τίποτα από αυτά.

Η ταινία είναι αργή. Αυτό σημαίνει υπνωτιστική, αν είσαι στο mood για υπαρξιακό τριπάκι ή βαρετή αν μεγάλωσες με MTV και προσκυνάς στο Trainspotting. Θυμίζει λέει Tarkovski, ειδικά το Stalker. Πρώτον δεν έχω δει Tarkovski, και δεύτερον ο ίδιος ο σκηνοθέτης* δε βλέπει Tarkovski. Τι βλέπει; Όλους αυτούς τους Ούγγρους (ρωτήστε τον verbal για τον Bela Tarr), που κάνουν το δικό τους σινεμά και καλά κάνουν. Απλώς εμένα δε μου λέει πολλά.
Να σημειώσουμε ότι η ταινία εκτός από την πατρίδα της, η πρώτη χώρα στην οποία βρήκε διανομή είναι η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι αν τη δείτε, μπορείτε να τηλεφωνήσετε στον κολλητό σας που σπουδάζει Λονδίνο και να τον κάνετε να νιώσει μειονεκτικά που δε μπορεί να τη πετύχει. Μπορεί ωστόσο να ξέρει τη διαφορά μεταξύ ουγγαρέζας και ζαμπονοσαλάτας.

Written by
verbal
in
no category
Cronicas - Review
Cronicas
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: Sebastian Cordero
Σενάριο: Sebastian Cordero
Παίζουν: John Leguizamo, Leonor Watling, Damian Alcazar
(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
To Cronicas, έχει όλα τα φόντα να περάσει ως πετυχημένο ανεξάρτητο δημοσιογραφικό-αστυνομικό θρίλερ, με την αυθεντική του σκηνοθετική ματιά, τον εξαιρετικό ρυθμό του, έναν διευθυντή φωτογραφίας που κάνει παπάδες και πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –ιδίως τον βετεράνο Damian Alcazar. Μάλιστα τα θετικά του στοιχεία είναι τόσο καλά, που μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους μπορεί να σε ενθουσιάσουν σε βαθμό που να μην προσέξεις ότι στην ουσία η ταινία δεν έχει σενάριο.
Όχι κάποιο συγκεκριμένο τουλάχιστον. Γιατί ναι μεν ο Sebastian Cordero (που υπογράφει σκηνοθεσία και στόρι) δεν θέλει να αναπαράγει άλλο ένα κλισαρισμένο ανθρωποκυνηγητό, πράγμα θεμιτό και μαγκιά του, από την άλλη όμως, οι προσπάθειά του να δώσει στην ταινία μια χροιά κοινωνιολογικής προσέγγισης, αποβαίνει τελικά μάλλον άκαρπη. Οι χαρακτήρες είναι σε γενικές γραμμές καλογραμμένοι, αν και λίγο δισδιάστατοι, και έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι λιγότερο ανεπτυγμένες μάζες του Μεξικό (και κατ’ επέκταση όλων των «τρίτων» χωρών) αντιμετωπίζουν τα τηλεοπτικά συνεργεία σαν να έχουν θεϊκές δυνάμεις, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι τελικά όντως της έχουν. Και έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια τέτοια εκδοχή του θρίλερ ενταγμένη στην φορμουλαϊκή πλοκή του genre, αλλά τελικά, δεν θέλεις να κάνει και την υπέρβαση και να την ξεπεράσει; Ε, δεν την κάνει και καταλήγει με ένα αντικλιμακτικό φινάλε, που κερδίζει τα σημεία του ρεαλισμού, αλλά χάνει στη δραματουργία και βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση του ότι, ok, τελικά δεν έγινε και τίποτα.

Σκηνοθεσία: Sebastian Cordero
Σενάριο: Sebastian Cordero
Παίζουν: John Leguizamo, Leonor Watling, Damian Alcazar
(Όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)

