Written by
verbal
in
no category
Proof - Review
Proof
(2.5/5)
Σκηνοθεσία: John Madden
Σενάριο: Rebecca Miller, David Auburn (διασκευή στο βραβευμένο με Pulitzer θεατρικό του τελευταίου)
Παίζουν: Gwyneth Paltrow, Anthony Hopkins, Jake Gylenhaal, Hope Davis
Το άνοιγμα της ταινίας, που προστέθηκε στο σενάριο για να χρησιμοποιηθεί σ’ αυτήν την κινηματογραφική μεταφορά, μαρτυρά πολλά για τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μια νεαρή κοπέλα, η Catherine, κουβεντιάζει στο σαλόνι με τον πατέρα της, τον Robert, θαυμάζοντας την ικανότητά του να μιλά τόσο νηφάλια για την ταραχώδη διανοητική του κατάσταση, όντας την ίδια στιγμή παράφρων. Ο ίδιος συμφωνεί, και χαμογελώντας προσθέτει κάτι του στυλ «επίσης, είμαι νεκρός».
Σε λίγα λεπτά έχουμε μάθει ότι ο Robert, ο κάποτε φοβερός και τρομερός επιστήμονας που άνοιξε νέους δρόμους στη μαθηματική σκέψη, έχει πεθάνει πλήρης ημερών, αλλά στερημένος των λογικών του. Και ότι η κόρη του, κάποτε ένα πολλά υποσχόμενο μαθηματικό μυαλό, μιας και κάνει συζητήσεις με τον νεκρό της πατέρα, ίσως να έχει κληρονομήσει και κάτι ακόμη εκτός από την ευχέρειά του στη μαθηματική σκέψη.
Η ξαφνική εμφάνιση του Hal μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, προδίδει και τις θεατρικές καταβολές της ταινίας, που ο John Madden δεν κατάφερε να αποβάλλει, ή να καμουφλάρει με τις σπάνιες και σύντομες βόλτες της κάμεράς του έξω από το σπίτι της ηρωίδας. Ο Hal είναι ένας νεαρός μαθηματικός, μαθητής του Robert, που ψάχνει στις σημειώσεις του δασκάλου του για μια τελευταία έκλαμψη του λαμπρού του μυαλού. Και τη βρίσκει. Με τη βοήθεια της Catherine βρίσκει μια απόδειξη που ξανά θα αλλάξει την πορεία της μαθηματικής σκέψης, με κάποιον τρόπο που δεν πολυκατάλαβα και δεν με πολυενδιαφέρει.
Γιατί το Proof δεν είναι μια ταινία για τα μαθηματικά, απλά χρησιμοποιεί την μαθηματική απόδειξη σαν όχημα για να ερευνήσει το όριο ανάμεσα στην έξαψη της δημιουργικότητας και το σάλεμα του νου, το φόβο και το τραύμα του να βλέπεις τον άνθρωπό σου να απομακρύνεται από τον κόσμο, την αναπόφευκτη στιγμή που καλείς τον άλλον να αποδείξει την πίστη του σ’ εσένα και αντιστρόφως, και πάνω απ’ όλα την ανάγκη να αποδεικνύεις την αξία σου σ’ εσένα, μέσα από τον να αποδεικνύεις την αξία σου στην πατρική φιγούρα.
Βέβαια υπάρχουν κάποιες στιγμές που οι σεναριογράφοι μπερδεύονται μέσα στα επικαμπύλια ολοκληρώματα και τα θεωρήματα του διαφορικού λογισμού, και λογικό είναι, αλλά σε γενικές γραμμές κρατάνε τα πράγματα απλά και κινηματογραφικά.
Ο Madden, σκηνοθέτης και της πρόσφατης θεατρικής εκδοχής που ανέβηκε στο Λονδίνο με την Gwyneth Paltrow πάλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο και πολύ θερμές κριτικές στις εφημερίδες, καταφέρνει να οδηγήσει τους ηθοποιούς του σε υψηλές αποδόσεις, με τον Gylenhaal στον πιο ενήλικο ρόλο του να φέρνει μια απαραίτητη γλύκα στο πέπλο ανασφάλειας και φόβου που καλύπτει την ταινία και τον sir Anthony να ισορροπεί ανάμεσα στο κλισέ και την υπερβολή, αφήνοντας ωστόσο την αύρα του μεγάλου ηθοποιού να παρεμβάλλεται μαζί με τα flashbacks του. Η δε Davis, που κρατά τον επικίνδυνα τυποποιημένο ρόλο της μεγάλης αδερφής, παίρνει το χαρακτήρα και του δίνει ένα σωρό φρέσκες όψεις και πλευρές, κλέβοντας μερικές σκηνές από την Gwyneth, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας και παραδίδει ένα εξαιρετικό εύθραυστου ψυχισμού και φόβου που δύσκολα σβήνει από την οθόνη, αφήνοντάς μας να ελπίζουμε ότι ίσως ανοίξει ένα καινούριο, πιο παραγωγικό κεφάλαιο στην καριέρα της.

Σκηνοθεσία: John Madden
Σενάριο: Rebecca Miller, David Auburn (διασκευή στο βραβευμένο με Pulitzer θεατρικό του τελευταίου)
Παίζουν: Gwyneth Paltrow, Anthony Hopkins, Jake Gylenhaal, Hope Davis
Το άνοιγμα της ταινίας, που προστέθηκε στο σενάριο για να χρησιμοποιηθεί σ’ αυτήν την κινηματογραφική μεταφορά, μαρτυρά πολλά για τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μια νεαρή κοπέλα, η Catherine, κουβεντιάζει στο σαλόνι με τον πατέρα της, τον Robert, θαυμάζοντας την ικανότητά του να μιλά τόσο νηφάλια για την ταραχώδη διανοητική του κατάσταση, όντας την ίδια στιγμή παράφρων. Ο ίδιος συμφωνεί, και χαμογελώντας προσθέτει κάτι του στυλ «επίσης, είμαι νεκρός».



Βέβαια υπάρχουν κάποιες στιγμές που οι σεναριογράφοι μπερδεύονται μέσα στα επικαμπύλια ολοκληρώματα και τα θεωρήματα του διαφορικού λογισμού, και λογικό είναι, αλλά σε γενικές γραμμές κρατάνε τα πράγματα απλά και κινηματογραφικά.

Written by
verbal
in
no category
The Exorcism of Emily Rose - Review
The Exorcism of Emily Rose – Ο Εξορκισμός της Έμιλυ Ρόουζ
(3/5)
Σκηνοθεσία: Scott Derickson
Σενάριο: Scott Derickson, Paul Harris Boardman (βασισμένο σε αληθινή ιστορία)
Παίζουν: Laura Linney, Tom Wilkinson, Jennifer Carpenter
Ο συντάκτης μιας ξένης κριτικής, αναρωτιέται γιατί ο διάβολος ασχολήθηκε με τη μίζερη ύπαρξη της Emily Rose και δεν καταλαμβάνει το κορμί της Lindsey Lohan. Ένα έχω να του πω: το έχει ήδη καταλάβει. Απλώς δεν την έχουν εξορκίσει ακόμη, για να την κάνουν και ταινία.
Ο Εξορκισμός της Έμιλυ Ρόουζ βασίζεται στην «αληθινή ιστορία» της Anneliese Michel, που καταλήφθηκε από δαιμόνια και πέθανε κατά τη διάρκεια εξορκισμού, στέλνοντας τον παπά που τον έκανε, στο εδώλιο για ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας. Δίπλα του και αντιμετωπίζοντας τις ίδιες κατηγορίες, κάθισαν και η γονείς της κοπέλας, όμως, προφανώς για δραματουργικούς λόγους, ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος της ταινίας, Scott Derickson –που μέχρι τώρα είχε στο βιογραφικό του μόνο βιντεοταινίες β’ διαλογής όπως το Urban Legends: The Final Cut και Hellraiser: Inferno-, προτίμησε να επικεντρωθεί μόνο στον παπά, τον οποίο ερμηνεύει ο Tim Wilkinson με σαφώς περισσότερες δόσεις φόβου απ’ αυτούς που είχε βάλει ο Max von Sydow στον πατήρ Merrin.
Απέναντί του βάζει την Laura Linney, η οποία ως δικηγόρος υπεράσπισης και ακλόνητη ρασιοναλίστρια, αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο του να είναι το μόνο άτομο με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος θεατής. Γιατί, ok, καλοί είναι οι εξορκισμοί όταν τους βλέπουμε στην οθόνη, αλλά το να πιστεύουμε ότι και στην πραγματικότητα τα δαιμόνια μπορούν να κάνουν κατάληψη στο κορμί μας, είναι μια άλλη ιστορία.
Αυτήν ακριβώς την προκατάληψη βάζει στο στόχαστρό του ο Derickson και κάνει τον θεατή να αναρωτιέται: ποιοι είναι πιο παρανοϊκοί, αυτοί που πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι η Έμιλυ Ρόουζ μοιράζεται τις καμπύλες της με τον Βελζεβούλη, ή αυτοί που προσπαθούν να προσεγγίσουν το ενδεχόμενο και να το αποκλείσουν από νομική σκοπιά; Όμως καθώς η ταινία εξελίσσεται και το υπερφυσικό παρεισφρέει στο ρασιοναλιστικό, η δικηγόρος της Linney μας παρασύρει από την άρνηση στον αγνωστικισμό και από εκεί σε ένα σύμπαν όπου τα γεγονότα που μπορούν να σταθούν σε ένα δικαστήριο (και άρα στον πραγματικό κόσμο) αμφισβητούνται απ’ αυτά που μόνο στο πανί μπορεί να συμβαίνουν (και στη σφαίρα του μεταφυσικού).
Έτσι η ταινία αποκτά έναν πολύ ιδιαίτερο σχιζοφρενικό χαρακτήρα, καθώς παντρεύει δυο ολότελα αταίριαστα είδη με σχεδόν μεγάλη επιτυχία. Και λέω σχεδόν, γιατί από το δεύτερο μισό και μετά, φαίνεται ότι ο Derickson έχει μπει στο δικαστήριο προκατειλημμένος για την έκβαση της υπόθεσης, ασχέτως απ’ το τι θα αποφασίσουν οι ένορκοι. Οι τελειωτικές και πιο συγκλονιστικές αποκαλύψεις της άλλης πλευράς στην Linney, φαίνονται υπερβολικές και εύκολες, ακυρώνοντας έτσι στη στιγμή την αξιοπιστία της ταινίας.
Φυσικά, αντίστροφη πορεία ακολουθεί η σκηνοθετική σχιζοφρένεια του Derickson, που ενώ στην αρχή αφήνει εξαιρετικές υποσχέσεις με την οπτική του στο σκληροπυρηνικό μεταφυσικό θρίλερ, με σκηνές που συναγωνίζονται ακόμη και τον ίδιο τον Εξορκιστή και την σωματική και φωνητική ερμηνεία της Jennifer Carpenter να απογειώνει την ατμοσφαιρικότητα του φιλμ, σύντομα πέφτει σε κλισεδιάρικα και διαδικαστικά set pieces, ενώ βρίσκει καλύτερο ρυθμό στα νουάρ έδρανα του δικαστηρίου.
Πάντως το πείραμα δεν είναι απόλυτα αποτυχημένο. Λίγο άνισο μεν, ίσως και άδικο στον τρόπο που καταλήγει να χειρίζεται το θέμα του, αλλά παραμένει ενδιαφέρον, και αν μη τι άλλο αξιέπαινο για την τόλμη του στη διαφορετικότητα, μέσα σε έναν συρφετό νερόβραστων horror remakes.

Σκηνοθεσία: Scott Derickson
Σενάριο: Scott Derickson, Paul Harris Boardman (βασισμένο σε αληθινή ιστορία)
Παίζουν: Laura Linney, Tom Wilkinson, Jennifer Carpenter
Ο συντάκτης μιας ξένης κριτικής, αναρωτιέται γιατί ο διάβολος ασχολήθηκε με τη μίζερη ύπαρξη της Emily Rose και δεν καταλαμβάνει το κορμί της Lindsey Lohan. Ένα έχω να του πω: το έχει ήδη καταλάβει. Απλώς δεν την έχουν εξορκίσει ακόμη, για να την κάνουν και ταινία.

Απέναντί του βάζει την Laura Linney, η οποία ως δικηγόρος υπεράσπισης και ακλόνητη ρασιοναλίστρια, αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο του να είναι το μόνο άτομο με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος θεατής. Γιατί, ok, καλοί είναι οι εξορκισμοί όταν τους βλέπουμε στην οθόνη, αλλά το να πιστεύουμε ότι και στην πραγματικότητα τα δαιμόνια μπορούν να κάνουν κατάληψη στο κορμί μας, είναι μια άλλη ιστορία.



Πάντως το πείραμα δεν είναι απόλυτα αποτυχημένο. Λίγο άνισο μεν, ίσως και άδικο στον τρόπο που καταλήγει να χειρίζεται το θέμα του, αλλά παραμένει ενδιαφέρον, και αν μη τι άλλο αξιέπαινο για την τόλμη του στη διαφορετικότητα, μέσα σε έναν συρφετό νερόβραστων horror remakes.
Written by
verbal
in
no category
News - Το Hollywood πάει Ελλάδα; Πάλι;
Ο Billy Zane και η εταιρεία διανομής του, η Romar, ήρθαν σε συμφωνία με την Safe Company, την ελληνική εταιρεία παραγωγής που κρύβεται πίσω από πρόσφατες ελληνικές επιτυχίες όπως το Safe Sex, το Κλάμα Βγήκε από τον Παράδεισο και το Οξυγόνο, για προώθηση των ελληνικών ταινιών στις αμερικανικές αίθουσες, αλλά και την διαφήμιση της Ελλάδας ως προορισμό για μεγάλες αμερικανικές παραγωγές.
Η εταιρεία Romar, που συνεργάζεται με ένα δίκτυο 2.500 αιθουσών στις ΗΠΑ, ενδιαφέρεται αρχικά για την προβολή της νέας ταινίας του Γρηγόρη Καραντινάκη, Η Χορωδία του Χαρίτωνα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η ανακοίνωση της συμφωνίας δε θα μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή για την κωμωδία με πρωταγωνιστή τον νέο διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Γιώργο Χωραφά, που βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη.
Θυμίζουμε ότι ο χορός των ελληνικών ταινιών στις αίθουσες για την καινούρια και μάλλον υποτονική μέχρι ώρας σαιζόν, ξεκίνησε μόλις πριν δύο εβδομάδες, με την νέα κωμωδία του Αντώνη Καφετζόπουλου, Η Γυναίκα Είναι… Σκληρός Άνθρωπος, την οποία το κοινό υποδέχτηκα σχετικά θερμά, χαρίζοντάς του γύρω στις 10.000 εισιτήρια, που δεν είναι άσχημο, αλλά ούτε και καλό το λες.

Θυμίζουμε ότι ο χορός των ελληνικών ταινιών στις αίθουσες για την καινούρια και μάλλον υποτονική μέχρι ώρας σαιζόν, ξεκίνησε μόλις πριν δύο εβδομάδες, με την νέα κωμωδία του Αντώνη Καφετζόπουλου, Η Γυναίκα Είναι… Σκληρός Άνθρωπος, την οποία το κοινό υποδέχτηκα σχετικά θερμά, χαρίζοντάς του γύρω στις 10.000 εισιτήρια, που δεν είναι άσχημο, αλλά ούτε και καλό το λες.
Written by
verbal
in
no category
The Constant Gardener - Review
The Constant Gardener – Ο Επίμονος Κηπουρός
(4,5/5)
Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.
Μεταφέροντας στην οθόνη μια από τις καλύτερες νουβέλες του John Le Carre, του μυθιστοριογράφου-ειδήμονα στα κατασκοπικά θρίλερ με λευκούς ανθρώπους σε εξωτικό περιβάλλον, ο Meirelles και ο σεναριογράφος του, Jeffrey Caine (Goldeneye) στήνουν ένα εξαιρετικό θρίλερ που μοιράζεται το χρόνο του με ένα υπέροχο love-story, και εξυψώνεται από τους καλογραμμένους του χαρακτήρες.
Όλα είναι στο σενάριο, το οποίο, ανακοινώνοντας από τα πρώτα λεπτά ότι η Tessa (Weisz) είναι νεκρή, δίνει στα flashbacks που εν είδη αναμνήσεων εδραιώνουν στη RAM μας τη σχέση της με τον Justin (Fiennes), έναν μακάβριο και γλυκόπικρο χαρακτήρα. Έτσι ανοίγει η πόρτα για το state of mind του πρωταγωνιστή: δεν είναι ο εκδικητής-τιμωρός που ξεκινά κυνήγι για δικαιοσύνη οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού, αλλά ένας πικραμένος άντρας, ένας πράος φλώρος που προτιμά να ασχολείται με τον κήπο του παρά με τον πραγματικό κόσμο, όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει περιέργεια. Μια περιέργεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με την παθολογική ευγένεια και την απάθεια της κουλτούρας του, και του αποκαλύπτει το μαρτύριο της ζωής της γυναίκας του. Μέσα από το σοκ του θανάτου της, ο Justin έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη νοσηρότητα της πραγματικής τραγωδίας που η Tessa προσπαθούσε να εξαλείψει, αυτήν που μέχρι τότε δεν ήταν παρά το background της αυξανόμενης μεταξύ τους απόστασης. Η οργή και η αηδία που θα νιώσει, θα γίνει ακόμη πιο δυνατή χάρη στη συνειδητοποίηση ότι αυτός είναι που τόσα χρόνια ήταν πραγματικά νεκρός.
Ο Ralph Fienes, στο μοναδικό καλό ρόλο που έχει σταυρώσει εδώ και τρία χρόνια, παίζει με χαρακτηριστική, βρετανική ευστοχία τον συνεσταλμένο Άγγλο που βλέπει το επιβεβλημένο κέρινο προσωπείο του να λιώνει όταν βγαίνει στον καυτό ήλιο της αφρικανικής πραγματικότητας, ενώ η Rachel Weisz στοιχειώνει με το φάντασμα της Tessa όλη την ταινία, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά πραγματικά μεγάλο υποκριτικό δυναμικό. Ο Meirelles αποσπά δυνατές ερμηνείες από όλο το cast, βγάζει την κάμερα από το στούντιο για να γεμίσει την οθόνη με εικόνες τις εξαθλιωμένης Αφρικής και να κάνει ξεκάθαρο το μήνυμα της ταινίας του, ενώ στα νευρικά πλάνα και τα ασταθή καδραρίσματά του φυλακίζει άψογα την ψυχολογία του ήρωά του, επιδεικνύοντας –αν και με μια δόση ανασφάλειας—την σκηνοθετική του μοναδικότητα.
Όμως τα πραγματικά εύσημα αξίζει ο Cesar Charlone, που σε ξεπλυμμένα σέπια χρώματα ζωγραφίζει τη ζοφερή αμεσότητα της φρίκης, κάνοντας την πραγματικότητα τον τρίτο πρωταγωνιστή. Φαρμακευτικές εταιρείες που δοκιμάζουν τα προϊόντα τους σε ανθρώπινα πειραματόζωα από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι δε μετράνε για αληθινοί. Ή τουλάχιστον, δεν είναι κανείς εκεί να τους μετρήσει.

Σκηνοθεσία: Fernando Meirelles
Σενάριο: Jeffrey Caine (από τη νουβέλα του John Le Carre)
Παίζουν: Ralph Fiennes, Rachel Weisz, Dany Huston
Μαζί με το The Interpreter, το Hotel Rwanda και το επερχόμενο Syriana, το The Constant Gardener επιδεικνύει την τάση του Hollywood να υιοθετήσει ένα πιο παγκοσμιο(ποιημένο) πρόσωπο, βγάζοντας τα συνομοσιολατρικά-πολιτικά θρίλερ έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Αν όλες αυτές οι ταινίες πρόκειται να είναι τόσο καλές όσο το Constant Gardener, τότε καλώς να έρθουν.




Written by
verbal
in
no category
A History of Violence - Review
A History of Violence – Το Τέλος της Βίας
(3/5)
Σκηνοθεσία: David Cronenberg
Σενάριο: Josh Olson (από το graphic novel των John Wagner και Vince Locke)
Παίζουν: Viggo Mortensen, Maria Bello, Ed Harris
Η φιλμογραφία του David Cronenberg χαρακτηρίζεται σχεδόν στο σύνολό της από την σαδιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη στο ανθρώπινo σώμα και τον τρόπο που το παραμορφώνει για να εκφράσει την ψυχολογική ή/και τη διανοητική κατάσταση των ηρώων του.
Στο Spider έδειξε να αλλάζει πορεία και να σπρώχνει την κάμερά του πιο κοντά στην ανθρώπινη ψυχή και τις ανάποδες διαδρομές του μυαλού. Αυτήν την διαφορετική πορεία ακολουθεί –με πολύ πιο ομαλό και ανοιχτό στο θεατή τρόπο- και στο History of Violence, που κάνει τη μακρά φιλμογραφία του Καναδού να μοιάζει με πολύχρονη προσπάθεια να κάνει τη σωστή τομή στο σώμα που θα ανοίξει στους θεατές το δρόμο για την ψυχή. Απ’ ότι φαίνεται, μάλλον τα κατάφερε.
Η art-house θεματική, η mainstream αφήγηση και τα εικαστικά κρεσέντο που θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη με το παρατσούκλι Βαρόνος του Αίματος, αναμειγνύονται στο History of Violence που εικονογραφεί την τρομακτική απόσταση ανάμεσα στις ακραίες εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο Tom Stall, φιλήσυχος ιδιοκτήτης του diner μιας επαρχιακής αμερικανικής κωμόπολης, πατέρας δύο παιδιών και σύζυγος μιας πανέμορφης δικηγόρου (Maria Bello) που φαίνεται φουλ ερωτευμένη μαζί του, έρχεται ένα βράδυ αντιμέτωπος με δυο περαστικούς εγκληματίες που σταματούν στην πόλη του για μια γρήγορη ληστεία. Με μερικές γρήγορες κινήσεις που φαίνεται να έχει ξεσηκώσει από το Bourne Identity, ο Tom εξουδετερώνει του ληστές και γίνεται ο ήρωας της πόλης. Το περιστατικό αλλάζει τη ζωή του και με έναν άλλον τρόπο όμως, αφού μερικές μέρες μετά εμφανίζεται ένας μυστήριος τύπος που ισχυρίζεται ότι ο Tom δεν είναι αυτός που όλοι νομίζουν, αλλά ένας φυγάς μαφιόζος.
Ο Viggo Mortensen, που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, παραδίδει ερμηνεία καριέρας πιάνοντας όλες τις σωστές αποχρώσεις του σχιζοειδούς χαρακτήρα του και με τον πιο αδιόρατο τρόπο κάνει ξεκάθαρη την μια ερμηνεία του τίτλου της ταινίας. Ο Cronenberg με άριστα make up, σκηνοθετική ευελιξία και ακρίβεια, μας κάνει να αναρωτιόμαστε σε ποιον θεό πρέπει να κάνουμε επίκληση για να τον δούμε να σκηνοθετεί σκληροπυρηνική περιπέτεια, ενώ παράλληλα φροντίζει να δώσει μια πιο διαχρονική, δαρβινική ερμηνεία στον τίτλο –ένα χρονικό βίας σε όλη την ιστορία του πλανήτη, όπου επιβιώνει ο ισχυρότερος. Το τρίτο ταμπλό στο οποίο προσπαθεί να κινηθεί, η κληρονομικότητα της βίας, που εμφανίζεται μέσα από το ξύπνημα άγριων ενστίκτων στο γιο του Stall, τον Jack (Ashton Holmes) μάλλον δεν έχει αρκετό χώρο να αναπνεύσει, όμως κι αυτό εντάσσεται στο γενικότερο, υπόγεια ηλεκτρισμένο κλίμα της ταινίας που χάρη στην εξαιρετική της ατμόσφαιρα συνήθως κατορθώνει να υπερκεράσει τα προβλήματα στο ρυθμό.
Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιστορίας να είναι η απλότητα της γραμμικής αφήγησης, που μάλλον θα δούλευε καλύτερα αν ο Cronenberg έστρεφε το φακό του στο χρονικό της προσπάθειας του ανθρώπου να καταπνίξει τη βιαιότητα, παρά στην ξαφνική της επανεμφάνιση, όμως όπως και να ‘χει το History of Violence (τίτλος που μεταφράστηκε με τρόπο που διαστρεβλώνει ολοκληρωτικά την αρχική σημασία του) είναι μια ταινία που έχει πολύ ψωμί για κουβέντα και μερικές επί μέρους σκηνές πολύ συναρπαστικές.

Σκηνοθεσία: David Cronenberg
Σενάριο: Josh Olson (από το graphic novel των John Wagner και Vince Locke)
Παίζουν: Viggo Mortensen, Maria Bello, Ed Harris
Η φιλμογραφία του David Cronenberg χαρακτηρίζεται σχεδόν στο σύνολό της από την σαδιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη στο ανθρώπινo σώμα και τον τρόπο που το παραμορφώνει για να εκφράσει την ψυχολογική ή/και τη διανοητική κατάσταση των ηρώων του.




Written by
verbal
in
no category
Πρώτη φωτό του νέου Bond
The Name is Blond, James Blond
Αποκαλύφθηκε πριν από μερικές μέρες το πιο καλά φυλασσόμενο μυστικό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο νέος James Bond, στην επίσημη και σοβαρή εκτέλεση του Casino Royale, της νέας του περιπέτειας, θα φέρει τη φάσα του Daniel Craig.
Ο ηθοποιός που κατέκτησε τη δόξα στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της Lara Croft, κρατώντας το ρόλο του Alex West, πρώην εραστή-νυν νέμεση της Λαίδης Λάρα, και στη συνέχεια βρέθηκε ανάμεσα σε ταλέντα όπως αυτά του Tom Hanks, Paul Newman και Jude Law στο οικογενειακό γκαγκστερικό έπος του Sam Mendes, Road to Perdition, έδειξε πέρυσι ότι είναι ικανός να κουβαλήσει ταινία, με το ρόλο του ΧΧΧΧ στο Layer Cake, πλάι στη Sienna Miller. Και στις τρεις περιστάσεις έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι φονικά βίαιος αν χρειαστεί, όμως το περιστατικό με την δεσποινίδα Miller μάλλον θέτει εν αμφιβόλλω τις ικανότητες του να εκμεταλλευτεί νεαρές κορασίδες, δυνατότητα που είναι εκ των προαπαιτούμενων για έναν καλό Bond και αφήνει υπόνοιες για το αντίστροφο.
Κάποιοι πάντως μετρούν στα θετικά του James Blond ότι είναι αρκετά αγριόφατσα ώστε να μπορεί να σκοτώσει κάποιον με τα γυμνά του χέρια εν ριπεί οφθαλμού, όμως για την ώρα το mftm επιμένει στη θέση του πως ο Bond πρέπει πρωτίστως να είναι αρκετά well groomed και βουτυρομούρης για να κερδίζει τη fashion police του κάθε cocktail party. Και η πρώτη φωτογραφία του Craig με το tuxedo, έχει υπερβολικά πολλές σκιες για να μας δώσει αυτήν την εντύπωση…
Αποκαλύφθηκε πριν από μερικές μέρες το πιο καλά φυλασσόμενο μυστικό των Μυστικών Υπηρεσιών της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο νέος James Bond, στην επίσημη και σοβαρή εκτέλεση του Casino Royale, της νέας του περιπέτειας, θα φέρει τη φάσα του Daniel Craig.

Κάποιοι πάντως μετρούν στα θετικά του James Blond ότι είναι αρκετά αγριόφατσα ώστε να μπορεί να σκοτώσει κάποιον με τα γυμνά του χέρια εν ριπεί οφθαλμού, όμως για την ώρα το mftm επιμένει στη θέση του πως ο Bond πρέπει πρωτίστως να είναι αρκετά well groomed και βουτυρομούρης για να κερδίζει τη fashion police του κάθε cocktail party. Και η πρώτη φωτογραφία του Craig με το tuxedo, έχει υπερβολικά πολλές σκιες για να μας δώσει αυτήν την εντύπωση…
Written by
verbal
in
no category
Cinderella Man – Review
Cinderella Man
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti
Δεν ξέρω αν έφτασε η εποχή που κάθε χρόνο θα έχουμε από μια ταινία για μποξ, με το outsider να περνάει τα μύρια όσα, να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά, να αγκαλιάζει τον τίτλο και στο τέλος να σηκώνει και το Όσκαρ, ξέρω όμως πως σίγουρα ο Stallone δεν το είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο του Rocky ότι θα έδειχνε έναν από τους αγαπημένους δρόμους των παραγωγών για τα χρυσά βραβεία. Πάντως αν τα πράματα συνεχίσουν έτσι, αυτός μπορεί να γίνει και ο σοβαρότερος λόγος να τον μισούμε για ό,τι έκανε στον κινηματογράφο.
Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.
Το σενάριο, που προσωποποιεί στον χαρακτήρα του Braddock και την άνοδό του από τα σακιά των αποβάθρων στα σαλόνια των πολυτελών εστιατορίων τους πόθους αλλά και τη… λεβεντιά του άσπρου κολάρου, αφήνει χώρο για μερικές ενδιαφέρουσες ματιές στην Αμερική της μεγάλης πείνας, πριν συνεχίσει την φορμουλαϊκή του εξέλιξη. Η συγκινήσεις εναλλάσσονται με τους θριάμβους με τον ίδιο ρυθμό που το σκληρό, macho παρουσιαστικό του Russel Crowe αντιπαρατίθεται στην εύθραυστη, στρουμπουλή φατσούλα της Zelwegger, οι γροθιές πέφτουν βροχή, κάπου εκεί στη γωνία των αποβάθρων αχνοφαίνεται ο Brando να φωνάζει “I could ’ve been a contender” αλλά ο Russell είναι αυτός που ακολουθεί την πορεία στην κορυφή χωρίς να ξεχνά ποτέ την καταγωγή του.
Είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος ηθοποιός (άντε να’ ναι και ο Clive Owen) που μπορεί να παίξει χαρακτήρες με αρ*ίδια και αυτό φαίνεται για άλλη μια φορά, στον τρόπο που γεμίζει την οθόνη με τις σκληρές του γωνίες, χωρίς μεγάλη ανάγκη να καταφεύγει σε συναισθηματισμούς. Η ντόμπρα, βαρβατιλέ ειλικρίνεια είναι η μόνη ευαίσθητη πλευρά του και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Δεν ξέρω αν φέτος θα πάει πάλι για Όσκαρ, αλλά κι αν δεν φιγουράρει στην πεντάδα, δε θα ’ναι δικό του φταίξιμο αλλά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, που υπερτονίζει τις αρετές του, εκβιάζοντας το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του θεατή. Όσο για το «προϊόν» του Howard, που είναι εξαιρετικής ποιότητας σε όλους τους τομείς, δεν είναι τίποτα που δεν έχετε ξαναδεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα το ‘φχαριστηθείτε.

Σκηνοθεσία: Ron Howard
Σενάριο: Cliff Holingsworth, Akiva Goldsman
Παίζουν: Russel Crowe, Renee Zellweger, Paul Giamatti

Ο Ron Howard, με το γνωστό, καλοδουλεμένο, και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο στυλ, σκηνοθετεί την ιστορία του Jimmy Braddock, ενός μποξέρ που μετατράπηκε σε θρύλο, όταν ξεπήδησε από την πεινασμένη εργατική τάξη του αμερικανικού κραχ για να τσακίσει όποιον συναντούσε στα ρινγκς και στο τέλος να αρπάξει τον τίτλο από τον αλαζονικό defender του, τον Max Baer.

