Written by
cheaptalk
in
no category
Michelangelo Antonioni: In Memoriam
Σε μια ανεπανάληπτη στιγμή, επιδίωξη σε όλες του έργου του, ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα σύμφωνα με τον Martin Scorsese (και όχι μόνο), έκλεισε τα μάτια που "είδαν" μερικές από τις πιο εικονικές σκηνές του κινηματογράφου των 60s, στο σούρουπο του θανάτου ενός ακόμα μεγάλου Ευρωπαίου της 7ης τέχνης. Ο νότιος, Ιταλός, Michelangelo Antonioni πέθανε αργά χτες, Δευτέρα, βράδυ στη Ρώμη στα 94 του, όπως ανακοινώθηκε από τον Δήμο της πόλης. Την ίδια μέρα με τον βόρειο, Σουηδό, Ingmar Bergman.
Η μεταμοντέρνα estelle αναλαμβάνει να εξηγήσει πώς ένας ποιητής των εικόνων λύγισε κάτω από το βάρος της ανάδειξης σε πηγή του μοντέρνου και της υποχρέωσης να εξηγεί γιατί βάφει τα δέντρα στις σκηνές του.
Η μεταμοντέρνα estelle αναλαμβάνει να εξηγήσει πώς ένας ποιητής των εικόνων λύγισε κάτω από το βάρος της ανάδειξης σε πηγή του μοντέρνου και της υποχρέωσης να εξηγεί γιατί βάφει τα δέντρα στις σκηνές του.
Ο Michelangelo Antonioni ξεκίνησε από την ταπεινή Φεράρα για να αλλάξει ριζικά την κινηματογραφική γλώσσα ή, καλύτερα, να φτιάξει μια ολόδική του. Ταυτόσημος των ατέλειωτων μονοπλάνων –-πολύ πριν ο Αγγελόπουλος του πάρει την πρωτιά—- και της ιδιότυπης σύνθεσης των πλάνων του –-όπου ο περιβάλλον χώρος, οι όγκοι, τα σχήματα των κτιρίων φαίνεται να πρωταγωνιστούν εις βάρος των σάρκινων πρωταγωνιστών--, ο Antonioni είναι τόσο αγαπημένος στις πανεπιστημιακές αίθουσες, όσο αποδιωγμένος ήταν από το ευρύ κοινό. Όπως κάθε καλλιτέχνης μπροστά από την εποχή του, έτσι και ο ρηξικέλευθος Ιταλός πάλευε για το budget κάθε ταινίας του, βρίσκοντας κυρίως πόρους έξω από την πατρίδα του, που τότε (και ακόμα) είχε αδυναμία στο πιο εύπεπτο θέαμα.
Από το L'Avventura (1960), που προκάλεσε σούσουρο στο ανυποψίαστο κοινό των Κανών με την έλλειψη κλασικής αφηγηματικής πλοκής, στα La Notte (1961), L'Eclisse (1962) και Il Deserto Rosso (1964) ο Antonioni αγάπησε τη Monicca Vitti και την αποστασιοποιημένη κομψότητά της και της έδωσε τρεις φορές τον κεντρικό ρόλο, με ένα διάλειμμα για τη Jeanne Moreau στο ενδιάμεσο. Από τις ιταλικές του ταινίες, αυτές είναι που αναστάτωσαν, προβλημάτισαν και τελικά άφησαν το στίγμα για την πρωτοπόρα αισθητική και τα αισθήματα αλλοτρίωσης και απύθμενης κενότητας των συγχρόνων του, που απηχούν. Περιγράφοντας τη ζωή περιπλανώμενων ηρωίδων της ανώτερης αστικής τάξης σε χαοτικές μητροπόλεις έτοιμες να τις καταπιούν, αποφάνθηκε για τις κοινωνικές ανισότητες του οικονομικού θαύματος με αυτή τη "χαλαρή τριλογία" ή, κατ' άλλους, "σπουδαία τετραλογία".
Οι περίφημες μη-γραμμικές ταινίες του με το ανοιχτό, μετέωρο τέλος μίλησαν βέβαια και αγγλικά και αμερικάνικα: Blowup (1966) και swinging sixties στο Λονδίνο, Zabriskie Point (1970) και φοιτητικές αναταραχές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και Professione: Reporter (1975), με Jack Nickolson σε πολύ καλή στιγμή. Τις ταινίες του τις υποδείκνυε μόνο το ένστικτό του, που συνέχισε να τον τροφοδοτεί με ιδέες ακόμη και μετά το εγκεφαλικό του 1983, με τελευταία του πινελιά τη μία από τις τρεις ιστορίες του omnibus film Εros (2004).