Written by
verbal
in
no category
Screencap: Η ακύρωση της αφηγηματικότητας
“A feature film is twenty-four lies per second.” — Michael Haneke, Cannes (2005)
Πάντα ψάχνοντας την διαπλοκή κοινού και media, του ζωντανού και της εικόνας του, και της παρηγοριάς που δίνει το ψεύτικο στον άρρωστο απ' το αληθινό (και τον άρρωστο για το ψεύτικο), ο Haneke έκανε πριν δέκα χρόνια το πέρασμά του από πειραγμένο μαύρο πρόβατο της Βιεννέζικης διανόησης της τέχνης, σε τεχνίτη του προχωρημένου, κοφτερού Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, με το Funny Games (1997) του, την κορύφωση του ελέγχου του στα όρια του θεατή και του θεάματός του. Μια pop προβοκάτσια της αφηγηματικότητας, που καταργεί την ασφάλεια που σου προσφέρει η γνώση σου ότι αυτό που βλέπεις είναι απλά μια ταινία, με ένα (τότε) ολότελα αναπάντεχο μέσα στη μουδιαστική ένταση που σου είχε δημιουργήσει, κλείσιμο του ματιού. Ένα συμβολικό και κυριολεκτικό παιχνιδιάρικο πείραγμα, που σου ξεκαθαρίζει ότι, πολύ απλά, το ξέρει κι η ίδια η ταινία, ότι είναι απλά μια ταινία. Άρα, είναι, τότε, απλά μια ταινία; Και τί κάνουν αυτοί οι τύποι με τα άσπρα που γυρνάνε και σου μιλάνε;
Χαρακτηρισμένο ως άσκηση αντοχής που πρέπει να υποστείς για να μπορέσεις να περάσεις στο πολύ σημαντικότερο επόμενο στάδιο που είναι το να το συζητήσεις, το Funny Games σε φέρνει αντιμέτωπο με την ικανότητά σου να διαχειριστείς μια ανελέητα ρεαλιστική (στην πραγματικότητα μη-) απεικόνιση πόνου και τρόμου που σκοπό έχει απλά και ολοφάνερα να συνταράξει τα βασικότερα ένστικτα της επιβίωσής σου και να σε βοηθήσει να αντλήσεις απ' αυτά την απόλαυση της εμπειρίας, αλλά την ίδια ώρα αυτοαναιρεί την ρεαλιστική βάση της σπάζοντας τον διάφανο τέταρτο τοίχο της οθόνης, για να σε κάνει συνένοχο των πηγών της διέγερσής σου, και εξίσου κυριολεκτικά να σε καλέσει να πάρεις θέση ανάμεσα στους επί της οθόνης θυτών ή θυμάτων. Ή, καλύτερα, να αποδεχτείς την θέση που ήδη έχεις πάρει. Στην επανασκόπηση, το συμπέρασμα μπορεί να σου φανεί απλό και προφανές, και δέκα χρόνια μετά την πρώτη του προβολή στη συγκεκριμένη του μορφή, το παράδοξο να έχει ξανατεθεί κι απαντηθεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως. Όμως, και μάλιστα ακόμα περισσότερο σ' αυτήν την πρώτη σκηνή αποκάλυψης του ψέματος της αφήγησης, που ο ντυμένος στα λευκά της αθώας περιστεράς και του πράου αμνού λύκος, σε κοιτά στα μάτια και σου χαμογελά, απ' ότι αργότερα στην περιβόητη παρακινδυνευμένη δραματουργική αλχημεία του τηλεκοντρόλ που παίρνει το alter ego σου στα χέρια του εφαρμόζοντας τη δική σου πρόθεση να φτάσεις στην κόλαση το ζευγάρι που τρομοκρατεί και μακελεύει για να φχαριστηθείς τη βία, ο ύπουλος, τσουχτερός κι αμείλικτος τρόπος που σου το θέτει ο Haneke, είναι τόσο ζωντανός και ζουμερός σήμερα, όσο και η ερώτηση που σου κάνει: τί κάθεσαι και βλέπεις για να τη βρεις, και πιο είναι πραγματικά το αποτέλεσμα που θα σε φτιάξει. Το γιατί, είναι μια άλλη ιστορία.
Πάντα ψάχνοντας την διαπλοκή κοινού και media, του ζωντανού και της εικόνας του, και της παρηγοριάς που δίνει το ψεύτικο στον άρρωστο απ' το αληθινό (και τον άρρωστο για το ψεύτικο), ο Haneke έκανε πριν δέκα χρόνια το πέρασμά του από πειραγμένο μαύρο πρόβατο της Βιεννέζικης διανόησης της τέχνης, σε τεχνίτη του προχωρημένου, κοφτερού Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, με το Funny Games (1997) του, την κορύφωση του ελέγχου του στα όρια του θεατή και του θεάματός του. Μια pop προβοκάτσια της αφηγηματικότητας, που καταργεί την ασφάλεια που σου προσφέρει η γνώση σου ότι αυτό που βλέπεις είναι απλά μια ταινία, με ένα (τότε) ολότελα αναπάντεχο μέσα στη μουδιαστική ένταση που σου είχε δημιουργήσει, κλείσιμο του ματιού. Ένα συμβολικό και κυριολεκτικό παιχνιδιάρικο πείραγμα, που σου ξεκαθαρίζει ότι, πολύ απλά, το ξέρει κι η ίδια η ταινία, ότι είναι απλά μια ταινία. Άρα, είναι, τότε, απλά μια ταινία; Και τί κάνουν αυτοί οι τύποι με τα άσπρα που γυρνάνε και σου μιλάνε;
Χαρακτηρισμένο ως άσκηση αντοχής που πρέπει να υποστείς για να μπορέσεις να περάσεις στο πολύ σημαντικότερο επόμενο στάδιο που είναι το να το συζητήσεις, το Funny Games σε φέρνει αντιμέτωπο με την ικανότητά σου να διαχειριστείς μια ανελέητα ρεαλιστική (στην πραγματικότητα μη-) απεικόνιση πόνου και τρόμου που σκοπό έχει απλά και ολοφάνερα να συνταράξει τα βασικότερα ένστικτα της επιβίωσής σου και να σε βοηθήσει να αντλήσεις απ' αυτά την απόλαυση της εμπειρίας, αλλά την ίδια ώρα αυτοαναιρεί την ρεαλιστική βάση της σπάζοντας τον διάφανο τέταρτο τοίχο της οθόνης, για να σε κάνει συνένοχο των πηγών της διέγερσής σου, και εξίσου κυριολεκτικά να σε καλέσει να πάρεις θέση ανάμεσα στους επί της οθόνης θυτών ή θυμάτων. Ή, καλύτερα, να αποδεχτείς την θέση που ήδη έχεις πάρει. Στην επανασκόπηση, το συμπέρασμα μπορεί να σου φανεί απλό και προφανές, και δέκα χρόνια μετά την πρώτη του προβολή στη συγκεκριμένη του μορφή, το παράδοξο να έχει ξανατεθεί κι απαντηθεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως. Όμως, και μάλιστα ακόμα περισσότερο σ' αυτήν την πρώτη σκηνή αποκάλυψης του ψέματος της αφήγησης, που ο ντυμένος στα λευκά της αθώας περιστεράς και του πράου αμνού λύκος, σε κοιτά στα μάτια και σου χαμογελά, απ' ότι αργότερα στην περιβόητη παρακινδυνευμένη δραματουργική αλχημεία του τηλεκοντρόλ που παίρνει το alter ego σου στα χέρια του εφαρμόζοντας τη δική σου πρόθεση να φτάσεις στην κόλαση το ζευγάρι που τρομοκρατεί και μακελεύει για να φχαριστηθείς τη βία, ο ύπουλος, τσουχτερός κι αμείλικτος τρόπος που σου το θέτει ο Haneke, είναι τόσο ζωντανός και ζουμερός σήμερα, όσο και η ερώτηση που σου κάνει: τί κάθεσαι και βλέπεις για να τη βρεις, και πιο είναι πραγματικά το αποτέλεσμα που θα σε φτιάξει. Το γιατί, είναι μια άλλη ιστορία.
Previously on Movies for the Masses: Screencap: Punch-drunk aliens