Biutiful (2010): Sélection officielle featurette
Αν το φετινό φεστιβάλ των Κανών, φαινόταν απ’ τις επιλογές του να είναι το πιο βαρύ στην κουλτούρα του, απ’ όλες τις διοργανώσεις των τελευταίων χρόνων του, πού να δεις και το πρόγραμμα της σημερινής του ημέρας. Η Δευτέρα των auter, έχει μέσα της Abbas Kiarostami, Stephen Frears, Christopher Boe και Jean-Luc Godard, αλλά η αρχή έγινε με την κατάμεστη πρωινή προβολή της νέας ταινίας του Alejandro González Iñárritu, το Biutiful (2010), που γέμισε πρώτα την τεράστια αίθουσα του Grand Théâtre Lumière και μετά την επίσης άνετη Soixantième, με δημοσιογράφους ανυπόμονους να βυθίσουν τα δοντάκια της στην ιστορία φουκαριάρη πατέρα δυο παιδιών, που βγάζει τα προς το ζειν κάνοντας τα logistics για Κινέζο με φάμπρικα απομιμήσεων (κανονίζει, δηλαδή, πού θα στηθούν οι πάγκοι, και πόσα θα πάρουν οι μπάτσοι για να μην τους μαζέψουν), ενώ παράλληλα βοηθά το αφεντικό του να περάσει και στις κατασκευές, νοικιάζοντας παράνομους Κινέζους εργάτες σε μεγαλοεργολάβο της Μεξικάνικης πόλης που φιλοξενεί τη δράση. Παράλληλα, εκτός από το μεταφυσικού τύπου χάρισμα να διαβάζει τα παράπονα παγιδευμένων ψυχών προσφάτως τεθνηκότων, έχει και προχωρημένο καρκίνο, με μετάσταση απ’ τον προστάτη, στα οστά και τα νεφρά του.
Μ’ ένα μάτσο συμφορές φορτωμένες στο κεφάλι του, ο φουκαράς που ερμηνεύει με ανατριχιαστική ακρίβεια κι ικανότητα ο αξιοβράβευτος Javier Bardem, περιφέρεται μέσα στο σαπουνοπερετικά μελοδραματικό σύμπαν που τον έχει φυλακίσει ο Iñárritu, ο οποίος κάνει εδώ την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση χωρίς σενάριο απ’ τον Guillermo Arriaga από πίσω, κι αν νόμιζες ότι αυτό θα τον απελευθέρωνε, μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτείς. Παίζοντας πάλι με τη μονταζιέρα του, ο Iñárritu επιμένει στο μοτίβο των κομμένων timelines, μόνο που εδώ έχει στην πραγματικότητα μονάχα μία ιστορία να κόψει και να ράψει (αν εξαιρέσεις μια άσχετη υποπλοκή του Κινέζου αφεντικού και του εραστή του, που δεν πάει πουθενά) κι αυτό του βγαίνει μάλλον σε καλό, με τον συμπυκνωτικό συγχρονισμό, να δίνει ρυθμό δυναμικό στην ιστορία του, κι αν μη το άλλο να κρατάει τη διάρκεια κάτω απ’ τις δυόμιση ώρες, γιατί δεν θες ούτε να φανταστείς πόσο θα έφτανε, αν δεν την έκοβε έτσι. Πίσω από την κάμερα ο Iñárritu κάνει εξαιρετική δουλειά, αφήνοντας τις δυνατότητές του να φανούν χωρίς να κουράζουν, και το εύρος του να απλώνεται τόσο στη δράση όσο και στο θρίλερ, με εξαιρετικά δειγματάκια κι απ’ τα δύο, να κρύβονται διάσπαρτα μέσα στην ταινία. Το δράμα του είναι αυτό που υστερεί, γιατί όσο καλά κι αν το υπηρετεί στους περιορισμούς που θέτει, δεν παύει στην ουσία του να είναι μια μπούρδα για έναν καλό (καθολικό) χριστιανό που σ’ όλη του τη ζωή προσπαθεί να είναι τίμιος και ηθικός στα πλαίσια των επαγγελματικών του περιστάσεων, κι όταν μαθαίνει πως πεθαίνει και πρέπει να κάτσει να υπολογίσει τι τον περιμένει στην άλλη άκρη του τούνελ κι αν θα καταλήξει στην κόλαση, στον παράδεισο, ή θα νοικιάσει καζάνι στο καθαρτήριο, αρχίζει να τα κάνει όλα στραβά, "σα τη διαστρέβλωση του beautiful στον τίτλο", όπως σημείωσε κι ο Άκης Καπράνος, senior reviewer του νεότευκτου sevenart.gr, το οποίο, με την ευκαιρία, καλοδεχόμαστε στα δίχτυα.
Μ’ ένα μάτσο συμφορές φορτωμένες στο κεφάλι του, ο φουκαράς που ερμηνεύει με ανατριχιαστική ακρίβεια κι ικανότητα ο αξιοβράβευτος Javier Bardem, περιφέρεται μέσα στο σαπουνοπερετικά μελοδραματικό σύμπαν που τον έχει φυλακίσει ο Iñárritu, ο οποίος κάνει εδώ την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση χωρίς σενάριο απ’ τον Guillermo Arriaga από πίσω, κι αν νόμιζες ότι αυτό θα τον απελευθέρωνε, μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτείς. Παίζοντας πάλι με τη μονταζιέρα του, ο Iñárritu επιμένει στο μοτίβο των κομμένων timelines, μόνο που εδώ έχει στην πραγματικότητα μονάχα μία ιστορία να κόψει και να ράψει (αν εξαιρέσεις μια άσχετη υποπλοκή του Κινέζου αφεντικού και του εραστή του, που δεν πάει πουθενά) κι αυτό του βγαίνει μάλλον σε καλό, με τον συμπυκνωτικό συγχρονισμό, να δίνει ρυθμό δυναμικό στην ιστορία του, κι αν μη το άλλο να κρατάει τη διάρκεια κάτω απ’ τις δυόμιση ώρες, γιατί δεν θες ούτε να φανταστείς πόσο θα έφτανε, αν δεν την έκοβε έτσι. Πίσω από την κάμερα ο Iñárritu κάνει εξαιρετική δουλειά, αφήνοντας τις δυνατότητές του να φανούν χωρίς να κουράζουν, και το εύρος του να απλώνεται τόσο στη δράση όσο και στο θρίλερ, με εξαιρετικά δειγματάκια κι απ’ τα δύο, να κρύβονται διάσπαρτα μέσα στην ταινία. Το δράμα του είναι αυτό που υστερεί, γιατί όσο καλά κι αν το υπηρετεί στους περιορισμούς που θέτει, δεν παύει στην ουσία του να είναι μια μπούρδα για έναν καλό (καθολικό) χριστιανό που σ’ όλη του τη ζωή προσπαθεί να είναι τίμιος και ηθικός στα πλαίσια των επαγγελματικών του περιστάσεων, κι όταν μαθαίνει πως πεθαίνει και πρέπει να κάτσει να υπολογίσει τι τον περιμένει στην άλλη άκρη του τούνελ κι αν θα καταλήξει στην κόλαση, στον παράδεισο, ή θα νοικιάσει καζάνι στο καθαρτήριο, αρχίζει να τα κάνει όλα στραβά, "σα τη διαστρέβλωση του beautiful στον τίτλο", όπως σημείωσε κι ο Άκης Καπράνος, senior reviewer του νεότευκτου sevenart.gr, το οποίο, με την ευκαιρία, καλοδεχόμαστε στα δίχτυα.
Previously on Movies for the Masses: Les Amours Imaginaires (2010): Un certain regard trailer