Robin Hood (2010)
Σκηνοθεσία: Ridley Scott
Σενάριο: Brian Helgeland, Ethan Reiff, Cyrus Voris
Παίζουν: Russel Crowe, Cate Blanchett, Max von Sydow κ.ά.
Δες/Κρύψε το trailer
Η αληθινή ιστορία Εγγλέζου στρατιώτη του 11ου αιώνα, που όταν μεγάλωσε έγινε θρύλος με κουκούλα, τόξο και συμμορία.Εν μέσω κοσμοσυρροής και σχετικού παροξυσμού απ' το κοινό, κάνει την πρεμιέρα της στο κόκκινο χαλί των Κανών, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ταινία του Ridley Scott. Ταινία που αποκαλύφθηκε πριν λίγες ώρες, δυο φορές, σε δυο εξίσου μισοάδειες δημοσιογραφικές προβολές, που προκάλεσαν τόσο χλιαρές προς κρύες αντιδράσεις στον Τύπο, όσο και οι περιορισμένες τοπικές προβολές που είχαν προηγηθεί σε συγκεκριμένα, μεγάλα αγγλόφωνα territories, λειτουργώντας ως χαρακτηριστικό δείγμα της κατάστασης που περιγράφει το Variety στο εβδομαδιαίο φύλλο που μοιραζόταν στις αφίξεις του αεροδρομίου της Νίκαιας, για το πώς δεν έχει σημασία η ίδια η ταινία που έρχεται στις Κάνες, όσο το κόκκινο χαλί που την υποδέχεται, για να στρώσει στη συνέχεια, γεμάτη υποσχέσεις εισπρακτική πορεία τόσο στις αίθουσες της Αμερικής, όσο (κι ίσως και περισσότερο) στις Ευρωπαϊκές. Όχι ότι η συγκεκριμένη ταινία δεν την αξίζει.
Πατώντας στα χνάρια του ιστορικού έπους που τον είχε γοητεύσει στο (ή αποτυχημένο, ή απ’ το στούντιο σακατεμένο, ανάλογα με την εκδοχή που προτιμάς) Kingdom of Heaven (2005), o Sir Ridley Scott αναλαμβάνει να αναδείξει το ρεαλιστικό υπόβαθρο μιας απ’ τις μεγαλύτερες μορφές της μυθολογίας της δυτικής κουλτούρας, και το κάνει κυρίως στην εικόνα του, ρίχνοντας στον κόκκο και το χρώμα της, τη λασπουριά και την αιματίλα που τρώνε για πρωινό οι ήρωές του, σε μια Ευρώπη στο σκοτάδι της επαύριου των σταυροφοριών και στην κάψα της φωτιάς των εσωτερικών αλληλοσπαραγμών. Το σενάριο του Brian Helgeland, που το έβγαλε απ’ τον αρχικό κορμό των Ethan Reiff και Cyrus Voris του Sleeper Cell, προσφέρει μερικές συναρπαστικές, όσο και ανατριχιαστικές ματιές στις διαπλοκές και τις μακιαβελίστικες παραπλανήσεις που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στους σκοτεινούς διαδρόμους των κρύων και μουχλιασμένων παλατιών, όμως υποφέρει όταν βγαίνει έξω στα χωράφια και τα χωριά, με το κομμάτι της ιστορίας που όντως αφορά τον κεντρικό της ήρωα, να πνίγεται σε καρικατουρίστικα περιγράμματα χάρτινων χαρακτήρων, ηθικά διλήμματα και ψυχικά μεγαλεία, ψεύτικα και υπερβολικά, και την ανθολογία του σχηματισμού της συμμορίας του προστάτη των φτωχών, να μοιάζει σα να ξεπήδηξε απερίσκεπτα, απ’ τις σελίδες αφελούς κόμικ. Έτσι, το σενάριο καταλήγει να θέλει τουλάχιστον κάνα μισάωρο κόψιμο για να γραμμώσει εκείνη την κοιλιά στα μισά του, κι οι μελοδραματικές ατάκες, είτε κάνα δυο ξαναγραψίματα ακόμα για να βρουν καμιά πρωτοτυπία, ή κάνα δυο λιγότερα, μπας απαλειφόταν τα ξεχαρβαλιάσματα απ’ τα μπρος-πίσω που σου έγραφε ο cheaplog στο teaser. Ωστόσο, όταν ξυπνάς απ’ το μισάωρο των γνωριμιών του Ρομπέν με τη Μαριάν του, και τα δραματικά διαλείμματα που τους επιβάλουν οι ωχτροί της ενότητας του έθνους και της ελευθερίας του λαού, εκτιμάς το γεγονός ότι ο Scott δεν άφησε τη σκληρότητα των περιστάσεων να μουλιάσει απ’ τα σιρόπια του ρομάντζου, ξαναθυμάσαι τις μετρημένες μέχρι τότε στιγμές μεγαλείου που σου είχε προσφέρει στα οπτικά του, και δίνει ρέστα όταν πιάνουν για τα καλά τα τύμπανα του πολέμου, κι αρχίζει το μάτι του Russell να γυαλίζει, όπως εκείνη την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, στο τεράστιο Gladiator (2000). Το οποίο, δυστυχώς, δεν το ξανάκαναν, κι ούτε φαινόταν πως θα κάνουν.
Πατώντας στα χνάρια του ιστορικού έπους που τον είχε γοητεύσει στο (ή αποτυχημένο, ή απ’ το στούντιο σακατεμένο, ανάλογα με την εκδοχή που προτιμάς) Kingdom of Heaven (2005), o Sir Ridley Scott αναλαμβάνει να αναδείξει το ρεαλιστικό υπόβαθρο μιας απ’ τις μεγαλύτερες μορφές της μυθολογίας της δυτικής κουλτούρας, και το κάνει κυρίως στην εικόνα του, ρίχνοντας στον κόκκο και το χρώμα της, τη λασπουριά και την αιματίλα που τρώνε για πρωινό οι ήρωές του, σε μια Ευρώπη στο σκοτάδι της επαύριου των σταυροφοριών και στην κάψα της φωτιάς των εσωτερικών αλληλοσπαραγμών. Το σενάριο του Brian Helgeland, που το έβγαλε απ’ τον αρχικό κορμό των Ethan Reiff και Cyrus Voris του Sleeper Cell, προσφέρει μερικές συναρπαστικές, όσο και ανατριχιαστικές ματιές στις διαπλοκές και τις μακιαβελίστικες παραπλανήσεις που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στους σκοτεινούς διαδρόμους των κρύων και μουχλιασμένων παλατιών, όμως υποφέρει όταν βγαίνει έξω στα χωράφια και τα χωριά, με το κομμάτι της ιστορίας που όντως αφορά τον κεντρικό της ήρωα, να πνίγεται σε καρικατουρίστικα περιγράμματα χάρτινων χαρακτήρων, ηθικά διλήμματα και ψυχικά μεγαλεία, ψεύτικα και υπερβολικά, και την ανθολογία του σχηματισμού της συμμορίας του προστάτη των φτωχών, να μοιάζει σα να ξεπήδηξε απερίσκεπτα, απ’ τις σελίδες αφελούς κόμικ. Έτσι, το σενάριο καταλήγει να θέλει τουλάχιστον κάνα μισάωρο κόψιμο για να γραμμώσει εκείνη την κοιλιά στα μισά του, κι οι μελοδραματικές ατάκες, είτε κάνα δυο ξαναγραψίματα ακόμα για να βρουν καμιά πρωτοτυπία, ή κάνα δυο λιγότερα, μπας απαλειφόταν τα ξεχαρβαλιάσματα απ’ τα μπρος-πίσω που σου έγραφε ο cheaplog στο teaser. Ωστόσο, όταν ξυπνάς απ’ το μισάωρο των γνωριμιών του Ρομπέν με τη Μαριάν του, και τα δραματικά διαλείμματα που τους επιβάλουν οι ωχτροί της ενότητας του έθνους και της ελευθερίας του λαού, εκτιμάς το γεγονός ότι ο Scott δεν άφησε τη σκληρότητα των περιστάσεων να μουλιάσει απ’ τα σιρόπια του ρομάντζου, ξαναθυμάσαι τις μετρημένες μέχρι τότε στιγμές μεγαλείου που σου είχε προσφέρει στα οπτικά του, και δίνει ρέστα όταν πιάνουν για τα καλά τα τύμπανα του πολέμου, κι αρχίζει το μάτι του Russell να γυαλίζει, όπως εκείνη την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, στο τεράστιο Gladiator (2000). Το οποίο, δυστυχώς, δεν το ξανάκαναν, κι ούτε φαινόταν πως θα κάνουν.
Also on Movies for the Masses: Robin Hood (2010): Rocking teaser
Απόψε στις 20:15 στο GRAND THÉÂTRE LUMIÈRE και από αύριο στις ελληνικές αίθουσες