Bibliothèque Pascal (2010): Szabolcs Hajdu interview
Έχοντας σαρώσει τα βραβεία της πατρίδας του στο Hungarian Film Week τον περασμένο Φλεβάρη, ο Szablocs Hajdu πήγε στο Forum της Berlinale, για να αποκαλύψει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, την ταινία του για μια άτυχη ανατολικοευρωπαία, που ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή, προσπάθησε να δραπετεύσει στη Δύση, για να βρεθεί μπλεγμένη σε κυκλώματα λευκής σαρκός, και να καταλήξει σ’ έναν οίκο για πελάτες με πολύ ιδιαίτερα γούστα. Και να κάνει θεατές και κριτικούς να σαστίσουν με τον ολότελα απρόσμενο κι αλλόκοτο τρόπο που προσεγγίζει το θέμα του, ντύνοντας την ασχήμια του σε ακαταμάχητο περιτύλιγμα σκοτεινού παραμυθιού γοτθικής γοητείας, αλλά και διατηρώντας παράλληλα, ακέραιη τη συναισθηματική γροθιά της ιστορίας του. Ιστορία, που επελέγη από την Ουγγαρία, να κατατεθεί ως επίσημη πρόταση της χώρας για την ξενόγλωσση κατηγορία των ερχόμενων Όσκαρ και βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη "σύντομα".
Και ίσως μια υποψηφιότητα για τα χρυσά αγαλματάκια, να μπορέσει να τον κάνει να αλλάξει γνώμη για το αν υπάρχει βραβείο που να άξιζε όλη την ταλαιπώρια που πέρασε ο Hajdu για να γυρίσει την ταινία του, δεύτερη δουλειά του μετά τις Λευκές Παλάμες / Fehér Tenyér (2006) του, που τον είχαν κάνει μούρη στις Κάνες και του είχαν φέρει εύφημο μνεία στο Karlovy Vary, αλλά δεν ήταν αρκετές να τον βοηθήσουν να στήσει αυτό το τρίτο project της καριέρας του. Στο Βερολίνο, πάντως, φαινόταν αρκετά απογοητευμένος από τη δυσκολία να βρει χρηματοδότηση για μια ταινία που δεν έμοιαζε με καμία άλλη, και που τον έστελνε κάθε βράδυ μετά τα γυρίσματα, να ορκίζεται ότι δεν θα ξαναϋποβάλει τον εαυτό του σε μαρτύριο τέτοιο, που τον έκανε να νιώθει σα να κάνει κατακέφαλα μακροβούτια σε αδειανή πισίνα. Πάντως, όσα καρούμπαλα και να έχει μαζέψει, ο Hajdu μ’ αυτήν την ταινία επανεπιβεβαίωσε το status του ως ένα απ’ τα πιο υποσχόμενα ονόματα του ούγγρικου κινηματογράφου, κινηματογράφο τον οποίο ο ίδιος τοποθετεί στο στάδιο του πειραματισμού, με αξιόλογα πετυχημένα δείγματα στο πρόσφατο παρελθόν, κι ακόμα περισσότερα και καλύτερα στο μέλλον, αν οι συντοπίτες του πάρουν παραδείγματα κι απ’ το σινεμά των γειτονικών Ρουμάνων, όπως λέει, στην ευαισθησία με την οποία προσεγγίζουν την κοινωνία τους, τη μαστοριά με την οποία την εμποτίζουν στις ιστορίες τους, και την ευστοχία με την οποία χρησιμοποιούν τους ηθοποιούς τους. Κι αν τα συνδυάσουν αυτά, με την τόλμη τους στην εξερεύνηση της κινηματογραφικής γλώσσας, τότε θα είναι έτοιμοι για σπουδαίο σινεμά.