Sidney Lumet: In Memoriam
Πιο γνωστός στη γενιά του IMDb σαν ο σκηνοθέτης των 12 Ενόρκων (1957) και πιο λατρεμένος από τους ηθοποιούς ανάμεσα στους δημιουργούς της δικής του γενιάς, ο Sidney Lumet πέθανε χτες στο σπίτι του στο Manhattan, σε ηλικία 86 χρονών, από λέμφωμα, όπως δήλωσε η θετή του κόρη Leslie Gimbel. Επικεντρωμένος στις ηθικές αρχές όπως αναφέρει και ο τίτλος της νεκρολογίας του από τους NY Times, o Lumet κορύφωσε τους κοινωνικούς του προβληματισμούς κάπου εκεί στις αρχές των 70s ξεκινώντας με το Serpico (1973), και ακολούθησε τον αμερικάνικο κινηματογράφο στην ανεξαρτησία, κλείνοντας 50 ακριβώς χρόνια δουλειάς, με το Before the Devil Knows You're Dead (2007).
Η παράλληλη με το αμερικάνικο σινεμά, και μάλλον αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστική του, πορεία του Lumet, ξεκίνησε στις αρχές των 50s από τη τηλεόραση, όπου αυτός φαίνεται να σκηνοθέτησε μέχρι και καμιά διακοσαριά θεατρικές μεταφορές, τις περισσότερες από αυτές ζωντανά. Οι 12 Ένορκοι, ήδη σκηνοθετημένοι σα τηλεθεατρικό από τον Franklin J. Schaffner και τιμημένοι με 3 Emmy της χρυσής εποχής του τηλεκουτιού, κίνησαν το ενδιαφέρον του Henry Fonda να γίνει για πρώτη και τελευταία φορά κινηματογραφικός παραγωγός, και αυτός με τη σειρά του προσέλαβε τον Lumet, κάτι σα τον τον Tom Hooper της εποχής του, να του κάνει τη ταινία να φαίνεται σαν ένα εκατομμύριο δολάρια (μέ κόστος κάπου $350 χιλιάδες). Θρυλικά πλέον, ο Lumet χρησιμοποίησε τηλεφακούς για κοντινά, είδε τη κλειστοφοβία του σκηνικού του σα πολυτέλεια, μπήκε υποψήφιος για τα βραβεία της DGA και της ©AMPAS®, και.. ξαναμπήκε και ξαναμπήκε, εφτά (7) συνολικά φορές από τους σκηνοθέτες και πέντε (5) από τους ακαδημαϊκούς, μέχρι που βαρέθηκαν να τον βλέπουν μπροστά τους και του δώσανε καριέρας, το 1993 και το 2005 αντίστοιχα. Χωρίς προφανείς λόγους για το σνομπάρισμα, μπορείς να αποδώσεις τη κακοτυχία του σκηνοθέτη στην αγάπη του για τη Νέα Υόρκη όπου γύρισε και τις περισσότερες από τις πάνω από 40 ταινίες του (μένοντας προφανώς κάπως μακριά από τα χολιγουντιανά κυκλώματα), σίγουρα πάντως όχι σε κάποιου είδους πολιτικό εξτρεμισμό, αφού μπορεί μεν σύμφωνα με το BBC να βοήθησε ενεργά τους συναδέλφους του την εποχή του Μακαρθισμού (και να τη καταδίκασε συνειδητά με τους Ενόρκους) αλλά φρόντιζε πάντα να απέρχεται το ποτήριο της πολιτικής σκοπιμότητας, διακρίνοντάς την από τη τέχνη. Κάθε άλλο παρά με κενοδοξία αντιμετώπισαν βέβαια τον σκηνοθέτη οι ηθοποιοί του, τους οδήγησε σε 17 συνολικά οσκαρικές υποψηφιότητες και αυτοί με τη σειρά τους τον λάτρεψαν, από τον Fonda μέχρι τον Philip Seymour Hoffman χρονικά, και από τον Marlon Brando μέχρι τον Vin Diesel καλλιτεχνικά, η γενική αίσθηση είναι πως συνεργάστηκε με τους περισσότερους πρωταγωνιστές από κάθε άλλον.
Εμβληματικότερος πρωταγωνιστής του Lumet, με το Serpico και με τη Σκυλίσια Μέρα (1975) που το ακολούθησε, ο Al Pacino ταυτίστηκε και με μια εικόνα υπογραφής του σκηνοθέτη, με το νατουραλισμό, τον εντός ορίων αυτοσχεδιασμό, την απλυσιά, την αντισυμβατική ηθική, πράγματα που όμως δεν τα διακρίνεις με συνέπεια, όπως δε διακρίνεις και τη συνέπεια, σε μια ολόκληρη δημιουργική πορεία που, αλαφρά ειρωνικά, πληγώθηκε ανεπανόρθωτα, κριτικά και εμπορικά από το Daniel (1983), ένα φιλμ το οποίο ανέτρεχε στη ψυχροπολεμική εποχή βασισμένο στην ιστορία του Julius και της Ethel Rosenberg. Από τα αγαπημένα παρολαυτά του Lumet, το Daniel απλά σήμανε και για τον ίδιο το τέλος του αμερικάνικου σινεμά του δημιουργού των 70s (και το πέρασμα στη μπλοκμπαστεριά για τα στούντιο), νωρίτερα ο σκηνοθέτης είχε δοκιμάσει το χέρι του και στο σενάριο με τον Πρίγκιπα της Πόλης (1981), και τσιμπήσει τη τελευταία του οσκαρική υποψηφιότητα με την Ετυμηγορία (1982). Εκ των πραγμάτων σημαντικότερη ταινία ενός εκ των πραγμάτων σημαντικότερων αμερικάνων σκηνοθετών, το Δίκτυο (1976) άφησε κατά μέρους το συνηθισμένο δραματουργικό υπόβαθρο του δημιουργού του (τα θεατρικά και λογοτεχνικά έργα), ξέχασε κάπου τη τραγικότητα της ανθρωπιάς των χαρακτήρων που τον απασχολούσε (με αληθινές ιστορίες σαν εναλλακτική, ή και συμπληρωματική, θεματική τάση), κατηγορήθηκε για παρακρουσιακή υπερβολή από τα τηλεοπτικά δίχτυα και μερίδα της κριτικής, αλλά μάζεψε 4 Όσκαρ από 10 συνολικά υποψηφιότητες, και το αρχέτυπο της mad as hell αντίδρασης που καθιέρωσε, μέχρι και εξαιρετικά συγκρατημένο μοιάζει στον 21ο αιώνα. Εξαιρετικά, εξαιρετικά αγαπημένο από τη βιομηχανία και τη τέχνη, το Making Movies, το εγχειρίδιο παραγωγής που κυκλοφόρησε το 1995, αποτέλεσε τελικά πιθανά τη σημαντικότερη παρακαταθήκη του Lumet μαζί με κάτι σαν τη δικιά του υπογραφή.