JACE (2011): Thessaloniki competition trailer
Μεταναστευτικό δράμα που μετεξελίσσεται σε ιστορία ενηλικίωσης μαζί με την απαραίτητη αναζήτηση της θέσης ενός ανθρώπου σ’ έναν κόσμο ξένο κι εχθρικό, πριν αφήσει τη νουάρ πλευρά της ιστορίας να γεμίσει τα μισά απ’ τα 142 λεπτά του, το JACE, η επιστροφή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη στη μυθοπλασία μιάμιση δεκαετία μετά το Black Out (1998) και η ταινία που τον ταξίδεψε μέχρι το διεθνές φεστιβάλ του Τόκυο για την παγκόσμια πρώτη του, είναι τουλάχιστον φιλόδοξη, αν όχι αφοπλιστικά απαιτητική. Τόσο από εσένα ως θεατή, όσο κι απ’ τον σκηνοθέτη της, που πετάει στον αέρα ένα τσούρμο μπαλάκια και σ’ αφήνει στην αγωνία σου για το αν θα πιάσει έστω και τα μισά απ’ αυτά, όταν αρχίσουν να πέφτουν.
Τυπικά οι Έλληνες σκηνοθέτες όταν ξεκινούν –και προφανώς όταν επανεκκινούν—τις καριέρες τους, επειδή είναι τόσο διαολεμένα δύσκολο να κάνουν μια ταινία, καταλήγουν στην πρώτη τους να χώνουν όλη τη μελλοντική φιλμογραφία τους. Το JACE φαίνεται να πάσχει απ’ το ίδιο πρόβλημα, αν κι ο σκηνοθέτης του δε συμφωνεί: «Αυτό που λες μπορεί να ισχύει γενικά», λέει στις Μάζες, λίγο πριν τα ευρωπαϊκά του αποκαλυπτήρια, «όμως σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, γιατί εγώ είχα ξεχαρμανιάσει με τις προηγούμενες ταινίες και τα ντοκιμαντέρ μου. Εγώ έχω ένα πρόβλημα με το σύγχρονο σινεμά, το πρόβλημα της ελλιπούς ιστορίας, που δεν μ’ αφήνει να μπω μέσα –όχι με τις ελλιπείς ιστορίες που με βάζουν μέσα, γιατί υπάρχουν κι αυτές. Αλλά όταν διηγείσαι την ιστορία ενός ανθρώπου, η ίδια η ιστορία σου επιβάλλει τη χρόνο της, την πολυπλοκότητά της κι οτιδήποτε βγάζεις, κάνει τον ήρωά σου πιο ελλιπή», εξηγεί, και συνεχίζει λέγοντας «είχα μια ανάγκη σ’ αυτήν την ταινία να πω μια στέρεη, καθαρή ιστορία, μια ιστορία που είχε ανάγκη να είναι πολύ ρεαλιστική στην εικόνα της, σα να είναι ντοκιμαντέρ, σα να έχω πάρει κομματάκια από δελτία ειδήσεων και να έχω κάνει την ταινία».
Το οπτικό στυλ κι οι σκηνοθετικές του επιλογές, ήταν άλλες δύο απ’ τις αφορμές της διχογνωμίας που συνόδευσε την προβολή της ταινίας του στο Διεθνές Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, διχογνωμία που έχει προκαλέσει μια κάποια δυσαρέσκεια στον σκηνοθέτη: «Λένε ότι έχω εντυπωσιασμούς στην ταινία, δεν ξέρω γιατί, δεν έχουν δει τι είναι ο εντυπωσιασμός στο σινεμά μάλλον», λέει, και συμπληρώνει ότι «με κολακεύει πάρα πολύ που ακόμη και χωρίς να έχω κάνει καμιά προσπάθεια να εντυπωσιάσω, κάποιοι το θεωρούν εντυπωσιασμό, το παίρνω ως κομπλιμέντο». Όχι ακριβώς σαν τα κομπλιμέντα που δέχθηκε πριν μερικές βδομάδες, βέβαια, στο Τόκυο: «Μεγάλο δώρο το Τόκυο», θυμάται, «γιατί πήγα μ’ έναν πανικό, η ταινία είχε τελειώσει μια μέρα πριν, πήγα σ’ έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό ώστε να έχει αλλιώτικη φορά στη γραφή του, σε μια πόλη που είχε υποστεί μια τραγική ζημιά πριν ένα μήνα, και βρέθηκα σ’ ένα φεστιβάλ με συμπεριφορά κι αντιμετώπιση πολύ πιο διαφορετικά απ’ ότι έχω δει οπουδήποτε αλλού. Κι έρχεται η ώρα της προβολής της ταινίας, σε μια αίθουσα γεμάτη με 700 Γιαπωνέζους, όπου μαζί με τους αγγλικούς υπότιτλους πέφτανε κατακόρυφα κι οι γιαπωνέζικοι, και λέω τώρα ‘τι θα καταλάβουν αυτοί οι άνθρωποι;’ Λοιπόν, όχι μόνο μπήκαν στην ιστορία, αλλά τα ενθουσιώδη τους σχόλια ήταν η καλύτερη αρχή, συν το ότι γέμισε κι η δεύτερη προβολή, κι έγιναν και δύο επιπλέον. Κι η ταινία βρέθηκε να ’χει διανομή σε μια ξένη χώρα στο πιτς φιτίλι». Περίπου όπως και στην Ελλάδα δηλαδή, με την ταινία να έχει ήδη μαζέψει αρκετούς μνηστήρες να διαλέξει, εικοσιτέσσερις ώρες και μια προβολή μακριά απ' την ανακοίνωση των βραβείων του φεστιβάλ αύριο.