L (2012): Συνέντευξη Μπάμπη Μακρίδη
Κέρδισε το βραβείο πρωτεμφανιζόμενου της Δράμας με την πρώτη μικρού μήκους του πριν μια επταετία σχεδόν, κι ύστερα εξαφανίστηκε απ’ τα κινηματογραφικά ραντάρ, για να καταπιαστεί με βιντεοκλίπ και διαφημιστικά, όπως πρακτικά όλοι οι κινηματογραφιστές της γενιάς του, μιας γενιάς που γίνεται σαράντα. Με την επιστροφή του όμως πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, για να στήσει επιτέλους την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, ο Μπάμπης Μακρίδης κατάφερε όχι μόνο να δημιουργήσει μια ταινία που εντάσσεται επάξια σ’ αυτό το τελευταίο κύμα δημιουργών που ανοίγουν νέους δρόμους για τον ελληνικό κινηματογράφο κυρίως προς το εξωτερικό, αλλά να φέρει και μια καινούρια πρωτιά. Το L (2012) δεν έκανε απλά τα αποκαλυπτήριά του πέρα απ’ τον Ατλαντικό, αλλά έγινε και η πρώτη ταινία που τρύπωσε στο απόρθητο ως τον περασμένο Γενάρη φεστιβάλ του Sundance. Με το σήμα των μαθητευόμενων οδηγών για τίτλο του, το L του Μακρίδη είναι μια ταινία για την προσπάθεια ενός ανθρώπου να μάθει τη ζωή και να βρει τη μεριά του μέσα σ’ αυτή, την αφέλεια του να πιστεύεις ότι μια θέση πάρκινγκ είναι αρκετή για να περάσεις ολόκληρή σου τη ζωή, την ανοησία του να μετράς την αξία σου με το πόσες ρόδες οδηγάς, τι είδους παπούτσια φοράς, και αν θα 'ναι ευχαριστημένο το αφεντικό σου με το μέλι που θα του πας.
Ή κάπως έτσι. Γιατί όπως κι ο ίδιος ο Μακρίδης άλλαζε την ταινία του από τη στιγμή που την πρωτοέγραψε, μέχρι που πάτησε το τελευταίο export στο μοντάζ, κάπως έτσι περιμένει ότι θα αλλάζει κι η εικόνα του τί έχει να πει, ανάλογα με τις ορέξεις και τις υπομονές του θεατή. Έχοντας ξεκινήσει ως road movie καταστάσεων όταν το πρωτοδούλεψε σαν ιδέα με τον Γιώργο Γυιόκα, για να καταλήξει σε road movie στατικότητας όταν το έφτασε σε σενάριο με τον Ευθύμη Φιλίππου, το L διαμορφώθηκε τόσο απ’ το κινηματογραφικό ύφος του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου του, όσο κι απ’ τις συγκυρίες της οικονομικής δυσχέρειας, που αναγκάζει τους κινηματογραφιστές να απογυμνώνουν τη φόρμα τους για να την χωρέσουν μέσα στη γύμνια του προϋπολογισμού τους. Μιλώντας μια γλώσσα αρκετά σουρεαλιστική, και με τόνο αρκετά αντισυμβατικό, ώστε να κινδυνεύει να περαστεί ως αποπαίδι της μεγάλης του Λάνθιμου σχολής, η ταινία του Μακρίδη δεν είναι τόσο ένα παράγωγο της κινηματογραφικής γλώσσας που ολοένα καθιερώνεται ως η επικρατούσα στην ανεξάρτητη τοπική παραγωγή, όσο άλλο ένα δείγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί δημιουργικά, μια ομάδα ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να κάνουν σινεμά. Ένα σινεμά αρκετά φθηνό και γρήγορο, ώστε να μπορεί να ολοκληρώνεται σε λίγους μόνο μήνες, κι αρκετά ανοιχτό σε ερμηνείες, ώστε να μπορεί να χωράει μέσα του, όσα θέλουν να του χωρέσουν όχι μονάχα οι ντόπιοι θεατές, αλλά κι οι ξένοι προγραμματιστές διεθνών φεστιβάλ, που όπως αναφέρει κι ο Μακρίδης, ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν μέσα στο σύγχρονο σινεμά, οπτικές της σύγχρονης Ελλάδας. Ματιές που δεν υπάρχουν ακριβώς στο L, αλλά που δεν θα σου παρεξηγηθεί ο σκηνοθέτης του, αν καταφέρεις να τις εντοπίσεις εσύ, ώστε να κάνεις πιο οικουμενική, μια ταινία που χαρακτηρίζει αρκετά προσωπική.