Written by
verbal
in
no category
Masses@Salonica.05
Episode III: Γαμημένη πόλη... - Αιματοβαμμένη συνέντευξη απ' τους δημιουργούς του Κακού
Τα αδέρφια Νούσια, ένα ωραίο απόγευμα, κάθισαν να γράψουν για τα ζόμπι. Δυο βδομάδες αργότερα, ήταν στους δρόμους της Αθήνας με μια ψηφιακή, και έψαχναν άδειους δρόμους για να ξαμολύσουν τα πρώτα ελληνικά ζόμπι, και μερικούς μήνες μετά γέμισαν την αίθουσα του Απόλλωνα με αυτό που αποδείχθηκε να είναι η προβολή-event των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας. Το Κακό, η πρώτη ελληνική ταινία που ζωντανεύει τους νεκρούς και τους φέρνει στην οθόνη, έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το team του Cine.gr τους εντόπισε μαζί με τη στρατιά των ζόμπι τους, και τους ξεμονάχιασε στην Αποθήκη Γ’.
Ρωτούν οι Γιάννης Δηράκης, Ιωσήφ Πρωιμάκης και Στάμος Δημητρόπουλος.
Cine.gr: Εμπρός λοιπόν, ρωτήστε μας ό,τι θέλετε.
Γιώργος Νούσιας: Ok, πώς σας φάνηκε η ταινία μας;
Cine: Ηταν μια από τις κορυφαίες στιγμές των Νυχτών Πρεμιέρας. Πώς το καταφέρατε; Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;
Γ.Ν.: Ξέρω γω; Γιατί κανείς δεν το σκέφτηκε; Το κακό είναι ότι τώρα θα βγει κάποιος άλλος και θα το κάνει καλύτερα απο ’μας. Εμείς θα μείνουμε στην ιστορία ως πρωτοπόροι, αλλά ίσως όχι σαν τόσο καλοί, αν βγουν άλλοι καλύτεροι.
Π.Ν.: Απο την άλλη, είναι κι αυτό που ποντάρουμε, να μπορέσει να δημιουργηθεί χώρος για μια καινούρια κινηματογραφία, χώρος για τέτοιες ταινίες στην Ελλάδα. Μια το χρόνο, δύο το χρόνο, δεν έχει σημασία, αρκεί να γυρίζονται.

Ρωτούν οι Γιάννης Δηράκης, Ιωσήφ Πρωιμάκης και Στάμος Δημητρόπουλος.
Cine.gr: Εμπρός λοιπόν, ρωτήστε μας ό,τι θέλετε.
Γιώργος Νούσιας: Ok, πώς σας φάνηκε η ταινία μας;
Cine: Ηταν μια από τις κορυφαίες στιγμές των Νυχτών Πρεμιέρας. Πώς το καταφέρατε; Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;
Γ.Ν.: Ξέρω γω; Γιατί κανείς δεν το σκέφτηκε; Το κακό είναι ότι τώρα θα βγει κάποιος άλλος και θα το κάνει καλύτερα απο ’μας. Εμείς θα μείνουμε στην ιστορία ως πρωτοπόροι, αλλά ίσως όχι σαν τόσο καλοί, αν βγουν άλλοι καλύτεροι.
Π.Ν.: Απο την άλλη, είναι κι αυτό που ποντάρουμε, να μπορέσει να δημιουργηθεί χώρος για μια καινούρια κινηματογραφία, χώρος για τέτοιες ταινίες στην Ελλάδα. Μια το χρόνο, δύο το χρόνο, δεν έχει σημασία, αρκεί να γυρίζονται.
Written by
verbal
in
no category
Masses@Salonica.05
Episode II: Francis Ford Godfather
«Όταν κάνεις μια ταινία, είναι σα να θέτεις ένα ερώτημα. Κι όταν τελειώνεις την ταινία, θα πρέπει να έχεις βρει την απάντηση» - Francis Ford Coppola, Θεσσαλονίκη 2005
Πολλοί οι προσκεκλημένοι που τίμησαν φέτος το φεστιβάλ, όλοι τους αξιότιμοι κι αξιόλογοι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και άνθρωποι του κινηματογράφου γενικότερα, απ’ τον Winterbottom και τον Hou Hsiao Hsien μέχρι τον Chan Wook Park και... τα αδέρφια Νούσια. Κανείς όμως με το βάρος και το εκτόπισμα ενός ιερού τέρατος του αμερικάνικου κινηματογράφου, ενός Νονού του μοντέρνου φιλμ νουάρ και της πολεμικής ταινίας.

Ξεκούραστος κι ευδιάθετος με μια γραβάτα με εφτάρια (υποθέτω αναφερόμενη στην έβδομη τέχνη), ο F.F. Coppola ήρθε το πρωί απο τη γειτονική Βουλγαρία (ένα χοπ απόσταση άλλωστε), για συνέντευξη τύπου και ένα mini MasterClass στο Μακεδονικό Μουσείο Τέχνης, όπου εκτίθεται η δουλειά του Dean Tavoularis, του ιδιοφυούς production designer που υπέγραψε αριστουργήματα όπως η τριλογία του Νονού και το Αποκάλυψη Τώρα!.
Το μέχρι σήμερα άδειο μουσείο, γέμισε το πρωί κάμερες, μαγνητοφωνάκια, φωτογραφικές και κοστούμια, για την by far πιο μουράτη συνέντευξη της διοργάνωσης, την οποία άνοιξε ο Γιάννης Ζουμπουλάκης δίνοντας πάσα στον Coppola με ένα γνωμικό του Godard. Παραφράζοντας το «πρέπει να είσαι πολύ νέος ή πολύ ανόητος για να ξεκινήσεις να γυρίζεις μια ταινία», ο Coppola είπε ότι πρέπει να είσαι πολύ νέος και πολύ ανόητος για να ζήσεις τη ζωή σου, κι ο Tavoularis προσέθεσε ότι πρέπει να είσαι και πολύ γέρος και πολύ ανόητος για να επιμένεις να κάνεις σινεμά.

Ωστόσο ο Coppola αισθάνεται νεότατος, πράγμα που μάλλον οφείλεται στο ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αποτραβηχτεί απο το άθλημα της σκηνοθεσίας, για να αφιερώσει το χρόνο του στην οινοποιΐα, απο την οποία είπε ότι ελπίζει να εξασφαλίσει τα κεφάλαια για να χρηματοδοτεί ο ίδιος τις ταινίες του. Γιατί, αν και το μέλλον του κινηματογράφου είναι δίχως αμφιβολία ψηφιακό, και πάλι για να επεξεργαστεί κανείς το υλικό του και να το φτάσει σε ένα επίπεδο άξιο προβολής στη μεγάλη οθόνη, τα χρήματα που χρειάζονται εξακολουθούν να είναι πολλά. Τόνισε όμως ότι «η τεχνολογία δεν παίζει μεγάλο ρόλο, αυτό που μετράει είναι το όραμα, το σενάριο και οι ηθοποιοί».
Μάλιστα, εμπιστεύεται τυφλά τους ηθοποιούς, ως απόλυτους ειδικούς στους χαρακτήρες που υποδύονται, και τους ενθαρρύνει να εκφράζουν νέες ιδέες, ακριβώς όπως εμπιστεύεται τις εμπνεύσεις του σχεδιαστή παραγωγής και όλων των συνεργατών του, γιατί τελικά, ο κινηματογράφος είναι μια συλλογική δουλειά και το καλό αποτέλεσμα προκύπτει μέσα απο την καλή συνεργασία. «Ο σκηνοθέτης δεν είναι παρά ο διευθυντής αυτού του τσίρκου.»
Η συζήτηση δεν άργησε να φτάσει σε ελληνικά θέματα. Ο Coppola είπε ότι λόγω της καταγωγής του απο την Ιταλία, δηλαδή τη Μεγάλη Ελλάδα, είναι στην πραγματικότητα Νεοέλληνας, κι όταν ανάφερε πως αν καταπιανόταν ποτέ με ταινία ελληνικής θεματολογίας, θα εμπνεόταν απο την Ελένη του Ευριπίδη, ο κος Κακογιάννης τον προκάλεσε να το ανεβάσουν στο θέατρο.

Σε ερώτηση για το αν η κινηματογραφική εμπειρία πνέει τα λοίσθια, δεδομένου ότι ο τελικός τζίρος μιας ταινίας αποτελείται κυρίως απο τις πωλήσεις των DVD και τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ο Coppola παραδέχτηκε ότι σήμερα η κινηματογραφική πορεία μιας ταινίας χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως καμπάνια για την πορεία της στο home cinema. Ελπίζει και πιστεύει όμως ότι η αίθουσα δε θα πάψει ποτέ να είναι μια ξεχωριστή εμπειρία που ενώνει τους ανθρώπους, αρκεί οι αιθουσάρχες να καταλάβουν ότι ο κόσμος που τους πληρώνει το εισιτήριο απαιτεί να περνά το δίωρό του σε μια προσεγμένη αίθουσα, με άνετα και ευρύχωρα καθίσματα, και εξαιρετική ποιότητα στον ήχο και την εικόνα.
Μαντεύω πως θα του καλαρέσει η αίθουσα του Ολύμπιον, όπου θα παρευρεθεί αργότερα για να παραλάβει τον Χρυσό του Αλέξανδρο, μαζί με τον Tavoulari και τη γυναίκα του, Aurore Clement, πριν την προβολή του Αποκάλυψη Τώρα! Redux. Αλλά πάω στοίχημα ότι θα φύγει πριν αρχίσει να ιδρώνει απο την υπερβολική θέρμανση που μας σιγοβράζει σε κάθε προβολή.
Written by
verbal
in
no category
Masses@Salonica.05
Episode I: A New Hope

«Στηρίζουμε ανεπιφύλακτα τη νέα προσπάθεια». Μ’ αυτές τις πέντε λεξούλες ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης άνοιξε το βράδυ της περασμένης Παρασκευής το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και μ’ αυτές τις πέντε λεξούλες άνοιξε το άρθρο της την περασμένη Δευτέρα η κα Βένα Γεωργακοπούλου στην Ελευθεροτυπία, εγκαινιάζοντας κι επίσημα αυτήν την υπόκωφη μουρμούρα του Τύπου που υποτίθεται ότι μεταφέρει την υπόκωφη μουρμούρα του κοινού και των παροικούντων για τη νέα διοίκηση υπό την οποία τελεί φέτος ο θεσμός.
Η εκπαραθύρωση του Μισέλ Δημόπουλου με την έλευση της Νέας Κυβέρνησης και την ανάληψη των ηνίων του Πολιτισμού της Ελλάδος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είχε σίγουρα προκαλέσει βαβούρα ανησυχίας για τις προθέσεις του Υπουργού-Πρωθυπουργού, την μέλουσα πορεία του Φεστιβάλ, και τις ίδιες τις ικανότητες των νέων
υπευθύνων. Δικαίως, ή αδίκως, δεν το μάθαμε, αφού ο πρώτος άνθρωπος που ανέλαβε το τιμόνι του Φεστιβάλ, ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, δεν άντεξε τα ροκανίσματα από την «παλιά φρουρά» όπως είπε, και προτίμησε να τινάξει το παλτό του, να το ξαναφορέσει, και να βγει απ’ την πόρτα όπως ο Al Pacino στο τέλος του Insider.

Κι ύστερα ήρθε η Δέσποινα Μουζάκη, άνθρωπος με παρελθόν και ακτινοβολία που εμπνέει σεβασμό (κι έχει και κάτι απο Meryl Streep), κι ανέλαβε τα διευθυντικά, για να επιβεβαιώσει τις ικανότητές της στο σκάκι, κάνοντας ματ απ’ την πρώτη κίνηση. Η ανακοίνωση ότι τη θέση του Προέδρου του Φεστιβάλ θα αναλάβει ο γαλομαθής ηθοποιός με ευρεία αναγνώριση στας Ευρώπας, Γιώργος Χωραφάς, προκάλεσε σύγχιση κι αμηχανία στους περισσότερους και μιδιάματα αποδοχής του αντιπάλου στους ψυχραιμότερους. Γιατί αυτός προφανώς ήταν κι ο σκοπός της συγκεκριμένης ανάθεσης: να προκαλέσει σύγχιση κι αμηχανία.

Μιλώ για αντιπάλους, γιατί δεν είναι λίγες οι μάχες που έχουν δοθεί τις τελευταίες μέρες στους χώρους του λιμανιού και την πλατεία Αριστοτέλους, που το Φεστιβάλ έχει φροντίσει να γεμίζουν ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες. Σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος, ανάμεσα στις ανταποκρίσεις του απο τις σκοτεινές αίθουσες, δεν ξεχνά να αφήσει τα ειρωνικά του υποννοούμενα για το πώς το σαλονικιώτικο φεστιβάλ δεν αντέχει τη σύγκριση με τα ευρωπαϊκά του αντίστοιχα, το πώς προσπαθεί να καλύψει τα κενά του γκλάμουρ του με τις βλαχομπαρόκ εξάρσεις σε καθημερινά πάρτυ και το ότι το Φεστιβάλ δε θα μπορούσε να στηρίξει τον διεθνή του χαρακτήρα, δίχως τα δεκανίκια των Κρατικών Βραβείων, που παρ’ ότι απονέμονται εκτός του ΔΦΘ και δεν αποτελούν τμήμα του, γίνονται μόλις μια μέρα μετά τη λήξη του, για να απαιτήσουν την προβολή του συνόλου της ελληνικής παραγωγής μέσα στη διάρκεια του Φεστιβάλ. Μεταξύ μας, δεν έχουν κι άδικο. Εκτός απ' αυτό για τα πάρτυ δηλαδή.

Στο άλλο μέτωπο, οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ έχουν βρει το δικό τους τρόπο να μας ξεκάνουν. Απ’ τη μια, έχουμε τις δημοσιογραφικές προβολές που ξεκινούν απ’ τις 9 το πρωι και τελειώνουν στις 9 το βράδυ –μια ώρα δηλαδή αφού κλείσει το Press Room, οπότε αν υποθέσουμε ότι θέλει κανείς δημοσιογράφος να το χρησιμοποιήσει για να γράψει αυτά που είδε, θα πρέπει να κάνει ριφιφί και να φέρει μαζί του χάκερ για να του ανοίξει τον υπολογιστή. Απ’ την άλλη, έχουμε τις ίδιες τις ταινίες, που πιστέψτε με, μπορούν να στείλουν στον τάφο και τον πιο σκληροπυρηνικό ταινοφάγο. Μέχρι στιγμής, το ελληνικό τμήμα κινείται απο τον mainstream τηλεκινηματογράφο (Η Γυναίκα Είναι...), την αναμάσηση κλισέ (Λιούμπη) και την καλοστημένη νοσταγλία (Χορωδία του Χαρίτωνα) στον αυτισμό (Θυμάμαι), τη σκληροπυρηνική άσκηση φόρμας (Κινέττα) και την προχειρότητα του home-video (Τσίου...). Ευτυχώς υπάρχει το Όνειρο του Σκύλου, ο Όμηρος, και το Γαλάζιο Φόρεμα, να μας θυμίζουν ότι υπάρχουν σκηνοθέτες που όντως μπορούν να εντάξουν τη δάθεσή του να δοκιμάσουν τα όριά τους, σε κάτι που να ενδιαφέρει και τους θεατές που θα τους ακουμπήσουν τα 7 ευρώ τους.
Για την ώρα μένουμε με την αναμονή του νέου σαδομαζοχιστικού έπους του Νίκου Νικολαΐδη, The Zero Years, και την ελπίδα ότι θα έχουμε κι αύριο λίγο κουράγιο να γράψουμε περισσότερα.
Written by
verbal
in
no category
Harry Potter and the Goblet of Fire - Review
Ο Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς

(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Mike Newell
Σενάριο: Steve Kloves (από το μυθιστόρημα της J. K. Rowling)
Παίζουν: Daniel Radcliffe, Emma Watson, Rupert Grinn, Ralph Fiennes
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
Τέρμα τα παιδιαρίσματα στο Hogwarts. Στο τέταρτο επεισόδιο της σειράς, τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα, και ο Harry Potter πρέπει να πάρει χειροπιαστά μαθήματα και να προσαρμοστεί γρήγορα αν θέλει να επιβιώσει. Γιατί η νέα πραγματικότητα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τον χειρότερο εφιάλτη του: τον Άρχοντα Βόλντεμορτ αυτοπροσώπως.

Στο τέταρτο έτος σπουδών του σχεδόν εφήβου μάγου, το Hogwarts φιλοξενεί το Τρίαθλο Μαγείας, ένα event που κάθε τρία χρόνια φέρνει αντιμέτωπους τους τρεις εκπροσώπους των ισάριθμων πιο μουράτων σχολών μαγείας της Ευρώπης. Βεβαία επειδή το τουρνουά δεν είναι για τους λιπόψυχους, ο εκπρόσωπος της κάθε σχολής δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη: αφήνεται στη μαγεία. Όσοι μαθητές είναι άνω των 17 και ενδιαφέρονται να λάβουν μέρος, ρίχνουν χαρτάκια με τα ονόματά τους μέσα του, κι αυτό φτύνει τον υπερτυχερό. Ο Harry δεν είναι άνω των 17. Άρα δεν μπορεί να ρίξει το όνομά του μέσα. Όμως και πάλι το Κύπελλο φτύνει έξω το όνομά του. Οπότε το Hogwarts παίζει με δύο εκπροσώπους και ο μικρός Potter πρέπει να ξεπεράσει δύσκολες δοκιμασίες, και εντός, αλλά κυρίως εκτός του τεραίν, όπου όλα δείχνουν πως ο Βόλντεμορτ σχεδιάζει αποφασιστική επάνοδο.
Για τον τρίτο σκηνοθέτη της σειράς, και τον πρώτο Βρετανό, η τέταρτη ταινία του franchise είναι στην ουσία της θρίλερ, όπου κινητήριος μηχανισμός είναι η προσμονή για την τελική αναμέτρηση με την ενσάρκωση του κακού. Με τη βοήθεια του σχεδιαστή παραγωγής Stuart Craig και του κινηματογραφιστή Roger Pratt, απλώνει μια δυσοίωνη ομίχλη πάνω από την πορεία του Harry ως εκεί, και στήνει μερικά εξαιρετικά set pieces δράσης, που διευρύνουν τις ικανότητες του μικρού μάγου και του δίνουν το πιο πολύτιμο μάθημα της χρονιάς: έφτασε η στιγμή που θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί και να μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, γιατί οι μεγαλύτεροι δε θα είναι πάντα κοντά να τον ξελασπώσουν.
Σκηνοθετικά το βλέμμα του Newell είναι σαφώς πιο κοινότοπο απ’ αυτό του Cuaron, ωστόσο ο Βρετανός εκτός απ’ την ατμοσφαιρικότητα και τα άριστα επίπεδα παραγωγής, διατηρεί και τη διάθεση του προκατόχου του για εμβάθυνση στους δραματουργικούς ιστούς που συνδέουν τους χαρακτήρες του, και αφήνει αρκετό χρόνο στα παιδιά να μάθουν ένα εντελώς καινούριο και διαφορετικό είδος μαγείας: τη σχέση τους με το αντίθετο φύλο. Οι σπόροι για τα δυο επερχόμενα ρομάντζα έχουν σπαρθεί από τον σκηνοθέτη του Τέσσερις Γάμοι και Μια Κηδεία, και μαζί με το πιο αντικλιμακτικό φινάλε των μέχρι τώρα ταινιών, απλά κορυφώνουν την προσμονή για το επόμενο επεισόδιο.


Σκηνοθεσία: Mike Newell
Σενάριο: Steve Kloves (από το μυθιστόρημα της J. K. Rowling)
Παίζουν: Daniel Radcliffe, Emma Watson, Rupert Grinn, Ralph Fiennes
Δείτε/Κρύφτε το trailer v
Τέρμα τα παιδιαρίσματα στο Hogwarts. Στο τέταρτο επεισόδιο της σειράς, τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα, και ο Harry Potter πρέπει να πάρει χειροπιαστά μαθήματα και να προσαρμοστεί γρήγορα αν θέλει να επιβιώσει. Γιατί η νέα πραγματικότητα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τον χειρότερο εφιάλτη του: τον Άρχοντα Βόλντεμορτ αυτοπροσώπως.

Στο τέταρτο έτος σπουδών του σχεδόν εφήβου μάγου, το Hogwarts φιλοξενεί το Τρίαθλο Μαγείας, ένα event που κάθε τρία χρόνια φέρνει αντιμέτωπους τους τρεις εκπροσώπους των ισάριθμων πιο μουράτων σχολών μαγείας της Ευρώπης. Βεβαία επειδή το τουρνουά δεν είναι για τους λιπόψυχους, ο εκπρόσωπος της κάθε σχολής δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη: αφήνεται στη μαγεία. Όσοι μαθητές είναι άνω των 17 και ενδιαφέρονται να λάβουν μέρος, ρίχνουν χαρτάκια με τα ονόματά τους μέσα του, κι αυτό φτύνει τον υπερτυχερό. Ο Harry δεν είναι άνω των 17. Άρα δεν μπορεί να ρίξει το όνομά του μέσα. Όμως και πάλι το Κύπελλο φτύνει έξω το όνομά του. Οπότε το Hogwarts παίζει με δύο εκπροσώπους και ο μικρός Potter πρέπει να ξεπεράσει δύσκολες δοκιμασίες, και εντός, αλλά κυρίως εκτός του τεραίν, όπου όλα δείχνουν πως ο Βόλντεμορτ σχεδιάζει αποφασιστική επάνοδο.
Για τον τρίτο σκηνοθέτη της σειράς, και τον πρώτο Βρετανό, η τέταρτη ταινία του franchise είναι στην ουσία της θρίλερ, όπου κινητήριος μηχανισμός είναι η προσμονή για την τελική αναμέτρηση με την ενσάρκωση του κακού. Με τη βοήθεια του σχεδιαστή παραγωγής Stuart Craig και του κινηματογραφιστή Roger Pratt, απλώνει μια δυσοίωνη ομίχλη πάνω από την πορεία του Harry ως εκεί, και στήνει μερικά εξαιρετικά set pieces δράσης, που διευρύνουν τις ικανότητες του μικρού μάγου και του δίνουν το πιο πολύτιμο μάθημα της χρονιάς: έφτασε η στιγμή που θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί και να μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, γιατί οι μεγαλύτεροι δε θα είναι πάντα κοντά να τον ξελασπώσουν.
Σκηνοθετικά το βλέμμα του Newell είναι σαφώς πιο κοινότοπο απ’ αυτό του Cuaron, ωστόσο ο Βρετανός εκτός απ’ την ατμοσφαιρικότητα και τα άριστα επίπεδα παραγωγής, διατηρεί και τη διάθεση του προκατόχου του για εμβάθυνση στους δραματουργικούς ιστούς που συνδέουν τους χαρακτήρες του, και αφήνει αρκετό χρόνο στα παιδιά να μάθουν ένα εντελώς καινούριο και διαφορετικό είδος μαγείας: τη σχέση τους με το αντίθετο φύλο. Οι σπόροι για τα δυο επερχόμενα ρομάντζα έχουν σπαρθεί από τον σκηνοθέτη του Τέσσερις Γάμοι και Μια Κηδεία, και μαζί με το πιο αντικλιμακτικό φινάλε των μέχρι τώρα ταινιών, απλά κορυφώνουν την προσμονή για το επόμενο επεισόδιο.
Written by
verbal
in
no category
Domino - Review

Domino
(2/5)
Σκηνοθεσία: Tony Scott
Σενάριο: Richard Kelly
Παίζουν: Keira Knightley, Mickey Rourke, Edgar Ramirez, Christopher Walken, Mena Suvari
Κορώνα ζεις, γράμματα πεθαίνεις. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα στο Hollywood για τους σκηνοθέτες δράσης, όμως το πεπρωμένο του Tony Scott για πολλά χρόνια ήταν να ζήσει. Ο μικρός αδερφός του Ridley, έχει μέχρι σήμερα υπογράψει μερικές σπουδαίες ταινίες για την αμερικάνικη (και την ελληνική λίγο) pop κουλτούρα, όπως το top Gun, το Beverly Hills Cop 2 και το True Romance, και δυο από τις αγαπημένες μου περιπέτειες, το The Last Boy Scout και το Enemy of the State. Το Spy Game ήταν η τελευταία του μεγάλη στιγμή, όμως το περσινό Man on Fire προμήνυε το φετινό φιάσκο του Domino.
Εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία της Domino Harvey, Αμερικανίδας που εγκατέλειψε το modeling για να γίνει κυνηγός επικηρυγμένων, το νέο πόνημα του Scott ξεδιπλώνει σε 15 περίπου λεπτά την ταραχώδη εφηβεία της κόρης του Laurence Harvey (συμπρωταγωνιστή του Frank Sinatra στο παλιό Manchurian Candidate, στο ρόλο του νεαρού υποψήφιου προέδρου), που μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της αναγκάστηκε να ακολουθεί την τσαχπίνα μητέρα της στις προσπάθειές της να διατηρήσει το χλιδάτο της lifestyle. Δε γίνεται βέβαια καμία σύνδεση ανάμεσα στις απότομες αλλαγές στη ζωή της, με την απόφασή της να πιάσει ένα τόσο επικίνδυνο επάγγελμα, αλλά αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του θεατή. Όπως και πολλά άλλα πράγματα.
Ο Tony Scott έχει χάσει τις αφηγηματικές του ικανότητες, και είναι διατεθειμένος να μας κάνει όλους να το πληρώσουμε. Κάπου στην ταινία αναφέρεται ότι ένας από τους χαρακτήρες του έχει το attention span ενός μαστουρωμένου κουναβιού, και προφανώς την ίδια άποψη έχει ο Scott για το κοινό του. Το Domino βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο MTV και στο LSD, μια εξτραβαγκάνζα ασταμάτητων zoom, αμφεταμινικού μοντάζ και non-stop φιλτραρίσματος των καρέ, που σακατεύει όποια πλοκή είχε ψεκάσει στο σενάριό του ο Richard Kelly, ακρωτηριάζει την απόδοση της -ούτως ή άλλως περιορισμένων δυνατοτήτων- Knightley και είναι ικανή να προκαλέσει πολλαπλές ημικρανίες σε όποιον θεατή δεν είναι σωματικά προετοιμασμένος να παρακολουθήσει ένα δίωρο βιντεοκλίπ με ακατάληπτο στιχουργικό μπαγκράου (sic).
Προφανώς το πρόβλημα του Domino βρίσκεται στο σενάριο, και πιο συγκεκριμένα μαντεύω ότι βρίσκεται στο πάντρεμα του συγκεκριμένου σεναριογράφου με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Χωρίς να θέλω να φανώ ασεβής, δε μου φαίνεται διόλου απίθανο ένας άνθρωπος με πατημένα τα 60 να μην κατάλαβε τι ήταν αυτά που του έδωσε ο γραφιάς που έγινε underground θρύλος με το Donnie Darko, οπότε για να τα βάλει σε μια σειρά αναγκάστηκε να αφηγηθεί την ιστορία του σε μια συνεχή κατάσταση μαστούρας, αφού στο κάτω-κάτω, αυτό που φαίνεται να τον ενδιαφέρει σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτήν την ταινία, είναι να δοκιμάσει τα όρια της επεξεργασίας του φιλμ.
Δεν αμφισβητεί κανείς την ικανότητα του Scott να δίνει στις ταινίες του ένα ξεκάθαρα αναγνωρίσιμο και προσωπικό οπτικό στυλ, ζωντανό και δυναμικό, όμως εδώ καταλήγει πια να πνίγεται σε έναν αυνανιστικό ναρκισσισμό που αφορά μόνο τον εαυτό του και ελάχιστους καυλωμένους με την εικόνα και την τεχνολογία αλλοίωσής της. Εγώ καλά πέρασα δηλαδή, αλλά δε θα με πάρουμε και σα μέτρο σύγκρισης τώρα...

Σκηνοθεσία: Tony Scott
Σενάριο: Richard Kelly
Παίζουν: Keira Knightley, Mickey Rourke, Edgar Ramirez, Christopher Walken, Mena Suvari
Κορώνα ζεις, γράμματα πεθαίνεις. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα στο Hollywood για τους σκηνοθέτες δράσης, όμως το πεπρωμένο του Tony Scott για πολλά χρόνια ήταν να ζήσει. Ο μικρός αδερφός του Ridley, έχει μέχρι σήμερα υπογράψει μερικές σπουδαίες ταινίες για την αμερικάνικη (και την ελληνική λίγο) pop κουλτούρα, όπως το top Gun, το Beverly Hills Cop 2 και το True Romance, και δυο από τις αγαπημένες μου περιπέτειες, το The Last Boy Scout και το Enemy of the State. Το Spy Game ήταν η τελευταία του μεγάλη στιγμή, όμως το περσινό Man on Fire προμήνυε το φετινό φιάσκο του Domino.



Δεν αμφισβητεί κανείς την ικανότητα του Scott να δίνει στις ταινίες του ένα ξεκάθαρα αναγνωρίσιμο και προσωπικό οπτικό στυλ, ζωντανό και δυναμικό, όμως εδώ καταλήγει πια να πνίγεται σε έναν αυνανιστικό ναρκισσισμό που αφορά μόνο τον εαυτό του και ελάχιστους καυλωμένους με την εικόνα και την τεχνολογία αλλοίωσής της. Εγώ καλά πέρασα δηλαδή, αλλά δε θα με πάρουμε και σα μέτρο σύγκρισης τώρα...
Written by
verbal
in
no category
Flightplan - Review

Flightplan
(1.5/5)
Σκηνοθεσία: Robert Schwenkte
Σενάριο: Peter A. Dowling, Billy Ray
Παίζουν: Jodie Foster, Peter Sarsgaard, Sean Bean, Kate Beahan, Erika Christensen
O σκηνοθέτης Robert Schwenkte, που είχε γυρίσει τη συμπαθητικούλα αντιγραφή του Se7en με τίτλο Tattoo, ξεκίνησε για το Hollywood με σκοπό να φτιάξει ένα θρίλερ στην παράδοση του Hitchcock. Προφανώς αυτό που είχε κατά νου, ήταν αυτό που ο Hitchcock θα αποκαλούσε refrigerator thriller, δηλαδή μια ταινία με ανατροπές που αψηφούν τη λογική και τρύπες που αντιλαμβάνεσαι μόνο αρκετές ώρες αφού έχεις φύγει από την αίθουσα προβολής, και βρίσκεσαι στο σπίτι, μπροστά στο ψυγείο να ψαχουλεύεις κάτι για τη λιγούρα. Και ξαφνικά σου έρχεται η θεία φώτιση και μένεις με το σάντουιτς στο χέρι το στόμα ανοιχτό. Το τι γύρισε ο Schwenkte τελικά, είναι, βέβαια, ένα άλλο ζήτημα.
Από το Tattoo έχουμε δει ότι ο γερμανός σκηνοθέτης δεν έχει ιδιαίτερα προβλήματα να δανείζεται σενάρια άλλων, κι έτσι δεν τον πειράζει που στο πρώτο μισάωρο οι σεναριογράφοι του χρησιμοποιούν σχεδόν αυτούσια την πλοκή του The Lady Vanishes του Hitchcock, για να θέσουν τις βάσεις ενός θρίλερ δωματίου, μόνο που το δωμάτιό τους βρίσκεται μερικές χιλιάδες πόδια πάνω από τη γη. Η Jodie Foster είναι μια σχεδιάστρια αεροπλάνων (για την ακρίβεια κάτι με προωθητικά συστήματα κάνει, δεν κατάλαβα καλά), που βρίσκεται σε μια υπερατλαντική πτήση με την κορούλα της δίπλα της και το πτώμα του συζύγου της σε ένα φέρετρο στο χώρο αποσκευών. Ο ξαφνικός του θάνατος τής έχει πέσει βαρύς και η ίδια έχει πέσει στα ηρεμιστικά, οπότε κάποια στιγμή πέφτει σε λήθαργο και όταν ξυπνά βλέπει ότι η κόρη της έχει εξαφανιστεί. Και κανείς στο αεροπλάνο δεν ξέρει που πήγε –μάλιστα, κανείς δεν την είδε να επιβιβάζεται.
Αλλά όλα αυτά τα έχετε μάθει κι από το trailer, ένα απ’ τα καλύτερα trailer της χρονιάς, συγκρινόμενο με την ταινία που διαφημίζει. Όσο ο σκηνοθέτης και οι σεναριογράφοι ανανεώνουν το Η Κυρία Εξαφανίζεται, στήνουν μια πολλά υποσχόμενη ατμόσφαιρα, ζωγραφισμένη με ψυχρά μπλε χρώματα, κλειστοφοβικά καδραρίσματα, διφορούμενη πρωταγωνίστρια και ύποπτους περιφερειακούς χαρακτήρες. Όμως όταν φτάνει η ώρα να οδηγήσουν την ταινία στον δικό τους προορισμό, οι τρύπες στην πλοκή, ο σπαταλημένος Sean Benn, οι εύκολες λύσεις απάτες, τα αφελή κοινωνιολογικά μηνύματα και οι κλισεδιάρικες σκηνές δράσης, αναγκάζουν πιλότο και πλήρωμα να φορέσουν τα μοναδικά αλεξίπτωτα και να πηδήξουν από την έξοδο κινδύνου, αφήνοντας επιβάτες και ταινία να οδηγηθούν στην αναπόφευκτη σύγκρουση.
Όπως διάβασα κάπου, το Flighplan σίγουρα προκαλεί φοβία για τις πτήσεις, αλλά μόνο λόγω των σκουπιδιών που αναγκαζόμαστε να παρακολουθήσουμε στις προβολές τους.

Σκηνοθεσία: Robert Schwenkte
Σενάριο: Peter A. Dowling, Billy Ray
Παίζουν: Jodie Foster, Peter Sarsgaard, Sean Bean, Kate Beahan, Erika Christensen



Όπως διάβασα κάπου, το Flighplan σίγουρα προκαλεί φοβία για τις πτήσεις, αλλά μόνο λόγω των σκουπιδιών που αναγκαζόμαστε να παρακολουθήσουμε στις προβολές τους.
Written by
verbal
in
no category
Η Καρδιά του Κτήνους - Review
Η Καρδιά του Κτήνους
(3.5/5)
Σκηνοθεσία: Ρένος Χαραλαμπίδης
Σενάριο: Ρένος Χαραλαμπίδης (από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Πέτρου Τατσόπουλου)
Παίζουν: Ρένος Χαραλαμπίδης, Γιώργος Βουλτάτζης, Μάνος Βακούσης, Τζίνα Θλιβέρη
Όπως όλοι ξέρουμε, τα μόνα πράγματα που παράγει σταθερά ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα, είναι ή κοινωνικά δράματα που πνίγονται στον μίζερο δήθεν νεορεαλισμό τους, ή ανέμπνευστες φαρσοκωμωδίες που νομίζουν ότι ο μόνος τρόπος να πετύχουν φυσικότητα στους διαλόγους, είναι να πετάνε ένα «μαλάκας» ανά πέντε λέξεις. Ό, τι παρεκκλίνει απ’ αυτό (όπως λόγου χάρη το CCTV, ο Όμηρος, η Αληθινή Ζωή, ή ακόμη και το Όνειρο του Σκύλου), το τρώει η μαρμάγκα.
Ευτυχώς, υπάρχει ο Χαραλαμπίδης, που έχει βρει αυτή τη μαγική φόρμουλα να μπερδεύει αρχετυπικές τραγικές ιστορίες με μια ποιητική μορφή κωμωδίας, που δεν έχει ανάγκη τη χυδαιότητα ή το κλισέ για να βγάλει γέλιο. Μ’ αυτή τη φόρμουλα έχτισε το No Budget Story και αυτή εξύψωσε τα Φτηνά Τσιγάρα του. Εντάξει, αυτή και λίγη βοήθεια απ' τον Πέτρο Τατσόπουλο, που τον έκλεψε από μια φορά για κάθε ταινία και έφτιαξε σκηνές-trademark.
Στην Καρδιά του Κτήνους, είπε να ξεχρεώσει, μεταφέροντας στην οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα, όπου ένας άρτι απολυθής απ’ το στρατό απόφοιτος της φιλοσοφικής, συναντά στην κηδεία της μητέρας του έναν παλιό συμμαθητή, και πριν το καταλάβει βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ένοπλη ληστεία και αποκτά καινούρια φιλοσοφία ζωής.
Μόνο που, αυτή τη φορά, σε κάποια σημεία σα να μην έπιασε η συνταγή. Ο Χαραλαμπίδης δείχνει να πνίγεται από τη γλώσσα του βιβλίου στους διαλόγους, δεν έχει χώρο και χρόνο να απλώσει τα πλάνα του όπως μας έχει συνηθίσει, ενώ και η δυσκολία του αρκετές φορές να κατακτήσει το ρόλο δεν περνάει απαρατήρητη.
Πάντα πίστευα ότι ο μόνος άνθρωπος που είναι κατάλληλος για να ερμηνεύσει τους χαρακτήρες του Χαραλαμπίδη, δεν είναι άλλος από τον Ρένο Χαραλαμπίδη. Απλώς το πρόβλημα είναι πως αυτή τη φορά ο χαρακτήρας δεν είναι του Ρένου Χαραλαμπίδη. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι για κάποιο λόγο δεν θέλησε να κάνει δική του την ιστορία. Πάντως η ταινία δεν παύει να είναι μια εξαιρετική κωμωδία, με άριστες δόσεις χιούμορ, τρελούς supporting χαρακτήρες, δεύτερους ρόλους για Όσκαρ, και… μια ατμόσφαιρα… φιλμ-νουάρ.

Σκηνοθεσία: Ρένος Χαραλαμπίδης
Σενάριο: Ρένος Χαραλαμπίδης (από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Πέτρου Τατσόπουλου)
Παίζουν: Ρένος Χαραλαμπίδης, Γιώργος Βουλτάτζης, Μάνος Βακούσης, Τζίνα Θλιβέρη
Όπως όλοι ξέρουμε, τα μόνα πράγματα που παράγει σταθερά ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα, είναι ή κοινωνικά δράματα που πνίγονται στον μίζερο δήθεν νεορεαλισμό τους, ή ανέμπνευστες φαρσοκωμωδίες που νομίζουν ότι ο μόνος τρόπος να πετύχουν φυσικότητα στους διαλόγους, είναι να πετάνε ένα «μαλάκας» ανά πέντε λέξεις. Ό, τι παρεκκλίνει απ’ αυτό (όπως λόγου χάρη το CCTV, ο Όμηρος, η Αληθινή Ζωή, ή ακόμη και το Όνειρο του Σκύλου), το τρώει η μαρμάγκα.

Στην Καρδιά του Κτήνους, είπε να ξεχρεώσει, μεταφέροντας στην οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα, όπου ένας άρτι απολυθής απ’ το στρατό απόφοιτος της φιλοσοφικής, συναντά στην κηδεία της μητέρας του έναν παλιό συμμαθητή, και πριν το καταλάβει βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ένοπλη ληστεία και αποκτά καινούρια φιλοσοφία ζωής.

Πάντα πίστευα ότι ο μόνος άνθρωπος που είναι κατάλληλος για να ερμηνεύσει τους χαρακτήρες του Χαραλαμπίδη, δεν είναι άλλος από τον Ρένο Χαραλαμπίδη. Απλώς το πρόβλημα είναι πως αυτή τη φορά ο χαρακτήρας δεν είναι του Ρένου Χαραλαμπίδη. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι για κάποιο λόγο δεν θέλησε να κάνει δική του την ιστορία. Πάντως η ταινία δεν παύει να είναι μια εξαιρετική κωμωδία, με άριστες δόσεις χιούμορ, τρελούς supporting χαρακτήρες, δεύτερους ρόλους για Όσκαρ, και… μια ατμόσφαιρα… φιλμ-νουάρ.