Written by
cheaptalk
in
no category
The Good, the Bad & the Weird (2008): Cannes gala trailer
Δες/Κρύψε την international version
Το κόκκινο χαλί στο Grand Théâtre Lumière θα στρωθεί απόψε για τη πιο αναμενόμενη πρεμιέρα των Κανών, τουλάχιστο για το ένα τρίτο με μισό του πλανήτη προς τη μεριά που ανατέλλει ο ήλιος όπως κοιτάς, το ασιατικό western του Kim Jee-woon, The Good, the Bad and the Weird (2008) που, μετά το αστροθανατικό Red Cliff (2008) του John Woo, φαίνεται ότι μεγαλύτερο και καλύτερο εξάγει η Ασία φέτος.
Με τα τεραστιότερα ονόματα σε καστ νοτιοκορεάτικης παραγωγής (τα τελευταία 200-300 χρόνια που θυμάμαι τουλάχιστο), έχοντας περάσει από τις δυο μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας (ξεκίνησε σαν επένδυση της Showbox για να μεταπηδήσει στη CJ), το φιλμ αποτελεί εκ των πραγμάτων το σημαντικότερο στοίχημα μιας βιομηχανίας που τροφοδοτεί (όπως χιλιοματαξανάπαμε), εδώ και μια δεκαετία, με ποπ κουλτούρα 2-3 ημισφαίρια, όμως το κινηματογραφικό της κομμάτι είδε για πρώτη φορά τα έσοδά του να μειώνονται το 2007. Στοίχημα εκ των πραγμάτων και καλοκαιρινό, αφού τα γυρίσματα στη Μαντζουρία(!), στην έρημο Γκόμπι και την αχανή κινέζικη ενδοχώρα, διήρκεσαν παραπάνω απ' όσο υπολογίζονταν (και κοντά 9 μήνες συνολικά), φουσκώνοντας αντίστοιχα και τα έξοδα (κατά 50%, στα $15 εκατομμύρια), με αποτέλεσμα να αναβληθεί η έξοδος στις αίθουσες για Ιούλιο από Φεβρουάριο.
Το αποτέλεσμα, όπως βλέπεις στο teaser χαρακτήρων που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της πρεμιέρας, φαίνεται μια κλάση ανώτερο, όχι μόνο ανάλογων πρόσφατων ανατολικοδυτικών προσπαθειών (από Tears of the Black Tiger (2000) μέχρι Sukiyaki Western Django (2007)) αλλά και οποιασδήποτε υπερψηφιοποιημένης (και ενίοτε υπέργηρης) χολιγουντιανής περιπέτειας, έχοντας χρησιμοποιήσει, ταραντινικά αντιδραστικά, αποκλειστικά κασκαντέρ και τους ίδιους τους (ενίοτε φρικαρισμένους) πρωταγωνιστές στις σκηνές δράσης, αφήνοντας στους υπολογιστές (και τους Αμερικάνους συμβούλους) ρόλο χορογράφησης πριν τα πραγματικά γυρίσματα. Επιπλέον, ο Kim παραπέμπει τρανταχτά κατευθείαν στον Leone, όχι μόνο στον τίτλο αλλά βάζοντας τον Lee Byung-hun, αστέρα και της έξοχης Γλυκόπικρης Ζωής (2005) του, στη θέση του (πιο) κακού, όπως είχε κάνει ο αυτοκράτορας του spaghetti western με τον Henry Fonda στο Κάποτε στην Αμερική (1968). Σε έπος αλλοτινών εποχών παραπέμπει και το τετράωρης διάρκειας υλικό από το οποίο έβγαλε το τελικό μοντάζ ο σκηνοθέτης, σύμφωνα με τις φήμες, και η ιστορία που θέλει τρεις τυχοδιώκτες να ψάχνουν, χώρια, θησαυρό στο ταραγμένο κινεζογιαπωνεζορωσοαγγλογαλλοαμερικάνικο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό της περιοχής στα 30s, και ο προγραμματισμός από το φεστιβάλ της προβολής απέναντι στο τελικό της Eurovision.
Με τα τεραστιότερα ονόματα σε καστ νοτιοκορεάτικης παραγωγής (τα τελευταία 200-300 χρόνια που θυμάμαι τουλάχιστο), έχοντας περάσει από τις δυο μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας (ξεκίνησε σαν επένδυση της Showbox για να μεταπηδήσει στη CJ), το φιλμ αποτελεί εκ των πραγμάτων το σημαντικότερο στοίχημα μιας βιομηχανίας που τροφοδοτεί (όπως χιλιοματαξανάπαμε), εδώ και μια δεκαετία, με ποπ κουλτούρα 2-3 ημισφαίρια, όμως το κινηματογραφικό της κομμάτι είδε για πρώτη φορά τα έσοδά του να μειώνονται το 2007. Στοίχημα εκ των πραγμάτων και καλοκαιρινό, αφού τα γυρίσματα στη Μαντζουρία(!), στην έρημο Γκόμπι και την αχανή κινέζικη ενδοχώρα, διήρκεσαν παραπάνω απ' όσο υπολογίζονταν (και κοντά 9 μήνες συνολικά), φουσκώνοντας αντίστοιχα και τα έξοδα (κατά 50%, στα $15 εκατομμύρια), με αποτέλεσμα να αναβληθεί η έξοδος στις αίθουσες για Ιούλιο από Φεβρουάριο.
Το αποτέλεσμα, όπως βλέπεις στο teaser χαρακτήρων που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της πρεμιέρας, φαίνεται μια κλάση ανώτερο, όχι μόνο ανάλογων πρόσφατων ανατολικοδυτικών προσπαθειών (από Tears of the Black Tiger (2000) μέχρι Sukiyaki Western Django (2007)) αλλά και οποιασδήποτε υπερψηφιοποιημένης (και ενίοτε υπέργηρης) χολιγουντιανής περιπέτειας, έχοντας χρησιμοποιήσει, ταραντινικά αντιδραστικά, αποκλειστικά κασκαντέρ και τους ίδιους τους (ενίοτε φρικαρισμένους) πρωταγωνιστές στις σκηνές δράσης, αφήνοντας στους υπολογιστές (και τους Αμερικάνους συμβούλους) ρόλο χορογράφησης πριν τα πραγματικά γυρίσματα. Επιπλέον, ο Kim παραπέμπει τρανταχτά κατευθείαν στον Leone, όχι μόνο στον τίτλο αλλά βάζοντας τον Lee Byung-hun, αστέρα και της έξοχης Γλυκόπικρης Ζωής (2005) του, στη θέση του (πιο) κακού, όπως είχε κάνει ο αυτοκράτορας του spaghetti western με τον Henry Fonda στο Κάποτε στην Αμερική (1968). Σε έπος αλλοτινών εποχών παραπέμπει και το τετράωρης διάρκειας υλικό από το οποίο έβγαλε το τελικό μοντάζ ο σκηνοθέτης, σύμφωνα με τις φήμες, και η ιστορία που θέλει τρεις τυχοδιώκτες να ψάχνουν, χώρια, θησαυρό στο ταραγμένο κινεζογιαπωνεζορωσοαγγλογαλλοαμερικάνικο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό της περιοχής στα 30s, και ο προγραμματισμός από το φεστιβάλ της προβολής απέναντι στο τελικό της Eurovision.
Previously on Movies for the Masses: Synecdoche, New York (2008): Cannes competition clips