Route Irish (2010): Sélection officielle extraits
Μπήκε στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή (η συμμετοχή του ανακοινώθηκε λίγα 24ωρα πριν ο Robin Hood (2010) σηκώσει την αυλαία) κι έφτασε στις αίθουσες του Palais κοντά στο τέλος της διοργάνωσης, για να ενθουσιάσει τους κριτικούς που χώρεσαν στην περιορισμένη πρώτη δημοσιογραφική του, και να αποσπάσει πιο νερωμένες αντιδράσεις στη δεύτερη προβολή, της Πέμπτης. Κάτι που ήταν λογικό, μετά τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, όχι μόνο απ’ τις αντιδράσεις που είχε αποσπάσει, αλλά και απ’ το μύθο του δυνατού χαρτιού, που συνήθως πάει πακέτο με το πέπλο μυστηρίου των late entries.
Γυρισμένο με ένα κλάσμα των $100 εκατομμυρίων που είχε στη διάθεσή του ο Paul Greengrass για το Green Zone (2010), με το οποίο απ’ ότι φαίνεται το Route Irish (2010) θα κάνει εξαιρετικό double bill, το αντιπολεμικό θρίλερ που έφερε τον Ken Loach στα σκαλιά της Croisette για 12η φορά και 5 χρόνια μετά την βράβευσή του με το Χρυσό Φοίνικα για το The Wind that Shakes the Barley (2006), ακολουθεί την προσπάθεια βετεράνου Ιρλανδού μισθοφόρου που έχει γυρίσει απ’ το Ιράκ, να πάρει απόφαση το ότι και να καταλάβει το πώς, χάθηκε στις διαμάχες με τους αντάρτες στους δρόμους της Βαγδάτης, ο αδερφικός του κολλητός. Παίρνοντας το όνομά της από τα 12 χιλιόμετρα λεωφόρου γεμάτης περιστατικά επιθέσεων αυτοκτονίας και αυτοσχέδιων βομβών, που συνδέει την πράσινη ζώνη στο κέντρο της πόλης, με το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, το Route Irish είναι μια ταινία που προέκυψε απ’ το ερώτημα «όχι αν θα κάναμε, αλλά πώς θα κάναμε μια ταινία» γι’ αυτό το «τεράστιο έγκλημα εις βάρους του λαού του Ιράκ», όπως το έθεσε ο σκηνοθέτης του, στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας, το μεσημέρι της Παρασκευής. Την απάντηση στο ερώτημα, του την βρήκε ο σεναριογράφος Paul Laverty, που ξεκινώντας απ’ την παραδοχή ότι «αυτός ο πόλεμος είναι αδιάκριτη μαζική δολοφονία αθώων πολιτών», μίλησε με πατριώτες του που είχαν γυρίσει απ’ αυτή τη φρίκη «με το Ιράκ στο κεφάλι τους, ζητώντας πίσω τον παλιό τους εαυτό».
Άνθρωποι που, αν δεν έχασαν τη ζωή τους, τα άκρα τους, ή τα μυαλά τους, έχασαν την ανθρωπιά και τον εαυτό τους και σ’ αυτήν «την αποσύνθεση του χαρακτήρα» εντόπισε ο Loach την ένταση της ιστορίας που προσπάθησε να πει «με τον οικονομικότερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο». Ιστορία που έχει να κάνει τόσο με τον αντίκτυπο του πολέμου που φέρνουν πίσω στην πατρίδα οι φαντάροι που επιστρέφουν, όσο και με τον τρόμο που προκαλεί το εύρος της ιδιωτικοποίησης του πολέμου και το πόσο πιο αμείλικτο τον κάνει το καπιταλιστικό σύστημα που του φοράνε, οι εταιρίες που αναλαμβάνουν να τον διεξάγουν, για λογαριασμό των κρατών που τον προκαλούν. «Ιδιωτικοποιούμε τη βιομηχανία, τις μεταφορές, την υγεία, τις φυλακές, τα σχολεία, [...] λογική συνέπεια ήταν να ιδιωτικοποιήσουμε τη βία. Είναι πολύ φθηνότερο: δεν χρειάζεται να συντηρείς τακτικό στρατό. Προσλαμβάνεις κάποιον, πεθαίνει, τελειώνει η ευθύνη σου, ενώ αν πεθάνει στρατιώτης, υπάρχουν υποχρεώσεις στην οικογένεια, συντάξεις, ολόκληρη υποδομή να συντηρηθεί. Οπότε, απ’ την οπτική του επιχειρηματία, ναι, πάρε έναν μισθοφόρο. Είναι πιο φθηνός. Δεν πειράζει αν πεθάνει», λέει ο Loach. «Η ένταση ήταν εκεί, στο σενάριο, στην ιστορία», καταλήγει, για μια ταινία για τον πόλεμο, που κρατά τις εκρήξεις της στο ψυχολογικό επίπεδο, μια πολιτική ταινία που φέρει την πολεμική της σε εικόνα και αφήγηση, επιθετική κι αλύγιστη, μια επίδειξη φόρμας του Ιρλανδού σκηνοθέτη, που ήταν από τις καλύτερες στιγμές της διοργάνωσης, και θα δοκιμάσει τα γούστα της φετινής επιτροπής των Κανών, για τα βραβεία που θα μοιράσει στο τέλος του Σαββατοκύριακου.
Γυρισμένο με ένα κλάσμα των $100 εκατομμυρίων που είχε στη διάθεσή του ο Paul Greengrass για το Green Zone (2010), με το οποίο απ’ ότι φαίνεται το Route Irish (2010) θα κάνει εξαιρετικό double bill, το αντιπολεμικό θρίλερ που έφερε τον Ken Loach στα σκαλιά της Croisette για 12η φορά και 5 χρόνια μετά την βράβευσή του με το Χρυσό Φοίνικα για το The Wind that Shakes the Barley (2006), ακολουθεί την προσπάθεια βετεράνου Ιρλανδού μισθοφόρου που έχει γυρίσει απ’ το Ιράκ, να πάρει απόφαση το ότι και να καταλάβει το πώς, χάθηκε στις διαμάχες με τους αντάρτες στους δρόμους της Βαγδάτης, ο αδερφικός του κολλητός. Παίρνοντας το όνομά της από τα 12 χιλιόμετρα λεωφόρου γεμάτης περιστατικά επιθέσεων αυτοκτονίας και αυτοσχέδιων βομβών, που συνδέει την πράσινη ζώνη στο κέντρο της πόλης, με το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, το Route Irish είναι μια ταινία που προέκυψε απ’ το ερώτημα «όχι αν θα κάναμε, αλλά πώς θα κάναμε μια ταινία» γι’ αυτό το «τεράστιο έγκλημα εις βάρους του λαού του Ιράκ», όπως το έθεσε ο σκηνοθέτης του, στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας, το μεσημέρι της Παρασκευής. Την απάντηση στο ερώτημα, του την βρήκε ο σεναριογράφος Paul Laverty, που ξεκινώντας απ’ την παραδοχή ότι «αυτός ο πόλεμος είναι αδιάκριτη μαζική δολοφονία αθώων πολιτών», μίλησε με πατριώτες του που είχαν γυρίσει απ’ αυτή τη φρίκη «με το Ιράκ στο κεφάλι τους, ζητώντας πίσω τον παλιό τους εαυτό».
Άνθρωποι που, αν δεν έχασαν τη ζωή τους, τα άκρα τους, ή τα μυαλά τους, έχασαν την ανθρωπιά και τον εαυτό τους και σ’ αυτήν «την αποσύνθεση του χαρακτήρα» εντόπισε ο Loach την ένταση της ιστορίας που προσπάθησε να πει «με τον οικονομικότερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο». Ιστορία που έχει να κάνει τόσο με τον αντίκτυπο του πολέμου που φέρνουν πίσω στην πατρίδα οι φαντάροι που επιστρέφουν, όσο και με τον τρόμο που προκαλεί το εύρος της ιδιωτικοποίησης του πολέμου και το πόσο πιο αμείλικτο τον κάνει το καπιταλιστικό σύστημα που του φοράνε, οι εταιρίες που αναλαμβάνουν να τον διεξάγουν, για λογαριασμό των κρατών που τον προκαλούν. «Ιδιωτικοποιούμε τη βιομηχανία, τις μεταφορές, την υγεία, τις φυλακές, τα σχολεία, [...] λογική συνέπεια ήταν να ιδιωτικοποιήσουμε τη βία. Είναι πολύ φθηνότερο: δεν χρειάζεται να συντηρείς τακτικό στρατό. Προσλαμβάνεις κάποιον, πεθαίνει, τελειώνει η ευθύνη σου, ενώ αν πεθάνει στρατιώτης, υπάρχουν υποχρεώσεις στην οικογένεια, συντάξεις, ολόκληρη υποδομή να συντηρηθεί. Οπότε, απ’ την οπτική του επιχειρηματία, ναι, πάρε έναν μισθοφόρο. Είναι πιο φθηνός. Δεν πειράζει αν πεθάνει», λέει ο Loach. «Η ένταση ήταν εκεί, στο σενάριο, στην ιστορία», καταλήγει, για μια ταινία για τον πόλεμο, που κρατά τις εκρήξεις της στο ψυχολογικό επίπεδο, μια πολιτική ταινία που φέρει την πολεμική της σε εικόνα και αφήγηση, επιθετική κι αλύγιστη, μια επίδειξη φόρμας του Ιρλανδού σκηνοθέτη, που ήταν από τις καλύτερες στιγμές της διοργάνωσης, και θα δοκιμάσει τα γούστα της φετινής επιτροπής των Κανών, για τα βραβεία που θα μοιράσει στο τέλος του Σαββατοκύριακου.
Previously on Movies for the Masses: Megamind (2010): Trailer υπερκακούργου