Written by
verbal
in
Interviews
L' Immortel (2010): Richard Berry interview
Έμαθε τι θέλει να κάνει στη ζωή του, όταν ήταν οκτώ ετών κι έβλεπε τον James Cagney να προσπαθεί να πάρει πίσω μια βαλίτσα με λεφτά απ΄τα χέρια του Humphrey Bogart στο Angels with Dirty Faces (1938) κι αν και του πήρε λίγα χρόνια να καταλάβει τη διαφορά του ηθοποιού από το ρόλο και να ερμηνεύσει τον τρόμο που έβλεπε στο πρόσωπο του πατέρα του όταν έδειχνε την αφίσα για να του πει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ο Richard Berry κατάφερε να γίνει ένας απ’ τους πιο αναγνωρίσιμους καρατερίστες του γαλλικού νουάρ των ‘80s, με σχεδόν μια κατοστάρα τίτλους στο βιογραφικό του πια. Πίσω από την κάμερα, πέρασε μόλις στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας, και ξεκίνησε με τι άλλο από κωμωδίες, προσπαθώντας θαρρείς να απεμπλακεί απ’ το είδος των ταινιών που τον άνδρωσαν και το πρότυπο μέσα στο οποίο είχε εγκλωβιστεί. Όπως όμως λέει κι ο ίδιος στη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει πριν μερικούς μήνες, στα πλαίσια του 11ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όλοι μας κουβαλάμε το βάρος της ιστορίας μας κι ο ίδιος δεν είναι παρά το φρούτο της κουλτούρας του.
Πιο γνωστό έξω απ’ τη Γαλλία ως 22 Σφαίρες, απ’ τις ισάριθμες σφαίρες που βάζουν μπρος την πλοκή, το L’ Immortel είναι η δεύτερη απόπειρα του Berry να δοκιμαστεί με το θρίλερ (μετά το αμνησιακό La Boîte Noire (2005)), είναι όμως η πρώτη του επιστροφή σε πλοκή αστυνομικού. Για να τη στήσει, βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Jacky “Le Mat” Imbert, του «Τελευταίου Νονού» της Μασσαλίας, ενός μαφιόζου που υπήρξε απ’ τους πλέον διαβόητους της γενικότερης νοτίου Γαλλίας στη δεκαετία του ’60 κι ο οποίος κατέληξε να μοιράζεται όλον τον υπόκοσμο της παραθαλάσσιας κωμόπολης και των προαστίων της, με τη συμμορία του καλού του συναδέλφου, Tany Zampa, αφού μαζί φρόντισαν να εξοντώσουν τον ανταγωνισμό. Ενθουσιασμένος μ’ αυτήν την τελευταία τακτική, ο Zampa προσπάθησε να την εφαρμόσει και στον Imbert, αδειάζοντας πάνω του ένα μάτσο περίστροφα. Ο Imbert όμως επέζησε, και παρ’ ότι έγινε σουρωτήρι, όταν βγήκε πάλι στους δρόμους, προφανώς κουρασμένος πια απ’ την έξαλλη ζωή, ήρθε σε ανακωχή με τον παλιόφιλό του. Αυτό τουλάχιστον λέει η επίσημη εκδοχή, κι όχι αυτή του Richard Berry, που εξηγεί στη συνέντευξη ότι η πεισματική άρνηση του Imbert να μπει σε οποιουδήποτε είδους λεπτομέρεια για την ιστορία του, ανάγκασε τον σκηνοθέτη να βγάλει από το μυαλό του όλο το υπόβαθρο των περιστατικών που οδήγησαν τον ήρωά του στο να μάθει να χειρίζεται περίστροφο με το αριστερό του χέρι, να προσθέσει μια ακόρεστη δίψα για αίμα και εκδίκηση στην τρίτη πράξη της περιπέτειάς του, και να βρει μόνος του το χώρο για να αφήσει να ανθίσει η αγάπη για την οικογένεια και η ανάγκη για ηρεμία, που έκαναν τον άνθρωπο που σκότωνε για πλάκα, να προτιμά να ζει ψήνοντας ρέγκες στη θράκα.
Μαζί με την επιστροφή του Berry στο noir, το L’ Immortel σημειώνει και την επιστροφή του Jean Reno σε ρόλο σκληροτράχηλου, ρόλο τον οποίο ο Berry έγραψε με αποκλειστικά τον Reno στο νου του, όπως έγραψε και αποκλειστικά για την κόρη του, το ρόλο της κόρης του Reno, σε ένα cast που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ηθοποιούς της ευρύτερης περιοχής της Μασσαλίας (κι αν ξέρεις λίγα Γαλλικά, πιθανότατα θα μπορέσεις να εντοπίσεις τη διαφορά στις προφορές), για μια ταινία που άνοιξε στην τρίτη θέση των γαλλικών ταμείων την εβδομάδα που την πρώτη έπαιρνε το Alice in Wonderland (2010) (και τη δεύτερη καπάρωνε το L’ Arnacoeur (2010)) και την οποία θα βρίσκεις στις ελληνικές αίθουσες από αύριο.
Πιο γνωστό έξω απ’ τη Γαλλία ως 22 Σφαίρες, απ’ τις ισάριθμες σφαίρες που βάζουν μπρος την πλοκή, το L’ Immortel είναι η δεύτερη απόπειρα του Berry να δοκιμαστεί με το θρίλερ (μετά το αμνησιακό La Boîte Noire (2005)), είναι όμως η πρώτη του επιστροφή σε πλοκή αστυνομικού. Για να τη στήσει, βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Jacky “Le Mat” Imbert, του «Τελευταίου Νονού» της Μασσαλίας, ενός μαφιόζου που υπήρξε απ’ τους πλέον διαβόητους της γενικότερης νοτίου Γαλλίας στη δεκαετία του ’60 κι ο οποίος κατέληξε να μοιράζεται όλον τον υπόκοσμο της παραθαλάσσιας κωμόπολης και των προαστίων της, με τη συμμορία του καλού του συναδέλφου, Tany Zampa, αφού μαζί φρόντισαν να εξοντώσουν τον ανταγωνισμό. Ενθουσιασμένος μ’ αυτήν την τελευταία τακτική, ο Zampa προσπάθησε να την εφαρμόσει και στον Imbert, αδειάζοντας πάνω του ένα μάτσο περίστροφα. Ο Imbert όμως επέζησε, και παρ’ ότι έγινε σουρωτήρι, όταν βγήκε πάλι στους δρόμους, προφανώς κουρασμένος πια απ’ την έξαλλη ζωή, ήρθε σε ανακωχή με τον παλιόφιλό του. Αυτό τουλάχιστον λέει η επίσημη εκδοχή, κι όχι αυτή του Richard Berry, που εξηγεί στη συνέντευξη ότι η πεισματική άρνηση του Imbert να μπει σε οποιουδήποτε είδους λεπτομέρεια για την ιστορία του, ανάγκασε τον σκηνοθέτη να βγάλει από το μυαλό του όλο το υπόβαθρο των περιστατικών που οδήγησαν τον ήρωά του στο να μάθει να χειρίζεται περίστροφο με το αριστερό του χέρι, να προσθέσει μια ακόρεστη δίψα για αίμα και εκδίκηση στην τρίτη πράξη της περιπέτειάς του, και να βρει μόνος του το χώρο για να αφήσει να ανθίσει η αγάπη για την οικογένεια και η ανάγκη για ηρεμία, που έκαναν τον άνθρωπο που σκότωνε για πλάκα, να προτιμά να ζει ψήνοντας ρέγκες στη θράκα.
Μαζί με την επιστροφή του Berry στο noir, το L’ Immortel σημειώνει και την επιστροφή του Jean Reno σε ρόλο σκληροτράχηλου, ρόλο τον οποίο ο Berry έγραψε με αποκλειστικά τον Reno στο νου του, όπως έγραψε και αποκλειστικά για την κόρη του, το ρόλο της κόρης του Reno, σε ένα cast που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ηθοποιούς της ευρύτερης περιοχής της Μασσαλίας (κι αν ξέρεις λίγα Γαλλικά, πιθανότατα θα μπορέσεις να εντοπίσεις τη διαφορά στις προφορές), για μια ταινία που άνοιξε στην τρίτη θέση των γαλλικών ταμείων την εβδομάδα που την πρώτη έπαιρνε το Alice in Wonderland (2010) (και τη δεύτερη καπάρωνε το L’ Arnacoeur (2010)) και την οποία θα βρίσκεις στις ελληνικές αίθουσες από αύριο.
Previously on Movies for the Masses: Gainsbourg (Vie héroïque) (2010): Joann Sfar interview