Wasted Youth (2011): Jan Vogel interview
Κι άσχετος να είσαι με τα ντόπια κινηματογραφικά, αν κυκλοφορείς στην Αθήνα τις τελευταίες εβδομάδες, σίγουρα θα 'χεις προσέξει την επιδημία με τα ασπρόμαυρα wasted στικεράκια που εμφανίζονται σε κολώνες, στάσεις, πινακίδες, και προπάντων στις σανίδες των σκεϊτεράδων. Γιατί ως οφείλει μια ελληνική ταινία για την ορμή των νέων της Αθήνας, έχει γίνει viral στην πηγή της έμπνευσής της, έστω κι αν οι δημιουργοί προτιμούν να (προσπαθούν να) κρατήσουν μυστική την αληθινή τους αφορμή. Κι ακόμη κι αν γνωστός δημοσιογράφος κραταιού εντύπου φρόντισε να το 'χεις μάθει μέχρι τώρα, εμείς θα κρατήσουμε για μετά την έξοδο το κομμάτι της κουβέντας που ο Jan Vogel, το γερμανικό μισό του σκηνοθετικού ντουέτου, μιλάει όχι μόνο για το τι πραγματικά τους ώθησε να κάνουν την ταινία, αλλά και πού η δημιουργική ομάδα έκανε την κωλοτούμπα που ώθησε τον γράφοντα να μαρκάρει την ταινία σαν χαμένη ευκαιρία για κάτι αληθινά σπουδαίο.
Σ’ αυτό το πρώτο κομμάτι της συνέντευξης πάντως, ο Vogel μιλάει για τα πολλά κι ενδιαφέροντα του τίτλου που έφτασε να κάνει το ντεμπούτο του ως ταινία έναρξης του περασμένου φεστιβάλ του Ρότερνταμ, ξεκινώντας απ’ τον ανορθόδοξο τρόπο παραγωγής που κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο απ’ τη στιγμή της σύλληψης μέχρι την ώρα της πρώτης προβολής. Γυρισμένη με ελάχιστα μέσα και μια ακραία για τα ελληνικά δεδομένα αίσθηση κατεπείγοντος στους δημιουργούς της, η ταινία γυρνάει σχεδόν όλη την Αθήνα ακολουθώντας τις παράλληλες ιστορίες δυο πολύ διαφορετικών ανθρώπων, σε δυο πολύ διαφορετικά στάδια της ζωής τους. Χωρίς συγκεκριμένο σενάριο πέρα από μια ακολουθία καταστάσεων και περιστατικών στα οποία ήθελαν να υποβάλουν τους ήρωές τους, οι δυο δημιουργοί εμπιστεύτηκαν το ένα μισό της ταινίας τους σε μια αληθινή παρέα καθημερινών παιδιών, και το άλλο σε επαγγελματίες ηθοποιούς. Κανένα απ’ τα δυο κομμάτια όμως δεν ωθείται απ' τις κατευθυντήριες των σκηνοθετών, παρά από τα αυτοσχεδιαστικά ένστικτα των πρωταγωνιστών, σε έναν πειραματισμό που επιχειρεί να αναδείξει τον ρεαλισμό της ιστορίας τους μέσα απ' την αλήθεια των ερμηνευτών της. Όπως μπορείς να μαντέψεις, τη μεγαλύτερη δυσκολία με αυτήν την προσέγγιση τη συνάντησαν οι επαγγελματίες, ως προγραμματισμένοι να ακολουθούν συγκεκριμένες μεθοδολογίες στην ανάπτυξη των χαρακτήρων τους, στην έλλειψη των οποίων αρχικά τρομοκρατήθηκαν, όπως θυμάται ο Vogel. Όμως εν τέλει βρήκαν τη διαδικασία απελευθερωτική, όπως απελευθερωτικές ήταν και για τους δημιουργούς οι αλά Δόγμα συνθήκες των γυρισμάτων τους. Δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για βαρείς εξοπλισμούς φωτισμού και ηχοληψίας, το δίδυμο έστησε μια παραγωγή που βασίζεται στη φυσική γοητεία των σημείων που επέλεξε για γύρισμα, ενώ το μικρό μέγεθος του επιτελείου και των τεχνικών απαιτήσεων, τους έδωσε την ευελιξία να προσαρμόσουν τις ταχύτητες των γυρισμάτων στους φυσικούς ρυθμούς των ερμηνευτών τους. Μια εμπειρία πολύτιμη για τον Vogel, που στην πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους δουλειά, έμαθε να σταματήσει ν’ ανησυχεί και ν’ αγαπήσει τη βόμβα της δημιουργίας.