Le Havre (2011): Sélection officielle extraits
Τον πρώτο σοβαρό του διεκδικητή βρήκε σήμερα το διαγωνιστικό των Κανών, στην ταινία που φέρνει για τέταρτη φορά τον Aki Kaurismäki στην κούρσα του Χρυσού Φοίνικα, και δεύτερη συνεχόμενη μετά το Lights in the Dusk (2006), δίνοντας με το Le Havre την πιο ανάλαφρη ως ώρας εκδοχή της θεματικής που έχει αναδειχθεί ως φετινή ανησυχία των Κανών. Η οποία, όπως έχει φανεί από τίτλους εντός κι εκτός διαγωνιστικού, αλλά και στα παράπλευρα ακόμα, είναι το πώς η ζωή που έχουν καταντήσει να ζουν οι μεγάλοι, επιδρά πάνω στα παιδιά τους, ηθελημένα και μη.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα του παιδιού έρχεται από μακριά, το συνοδεύει όμως μέσα στο κοντέινερ που μεταφέρει τον μικρό Idrissa από την Γκαμπόν ως το λιμάνι της Νορμανδίας, αντί για το Λονδίνο που είχε στόχο να φτάσει για να βρει τη μάνα του. Για καλή του τύχη όμως, θα βρεθεί στο δρόμο φουκαρά λουστράκου που προσπαθεί να βγάλει το ξεροκόμματό του, και να αντέξει το τρεχοβολητό που του επιβάλει το σύστημα που τον έχει ξεράσει στη φτωχογειτονιά του και την ανέχειά του. Φτωχολογιά που ανέκαθεν αποτελούσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Kaurismäki, αφού και στους ανθρώπους με τα σκαμμένα πρόσωπα και τα τρυπημένα σακάκια έβρισκε πάντα την γλυκύτητα και την ομορφιά της απλότητας και της ειλικρίνειας αυτών που μιας και δεν είδαν ποτέ τα πολλά, έμαθαν να ικανοποιούνται με τα λίγα. Το κλασικό μενού του δηλαδή, που το σερβίρει κι αυτή τη φορά, κι αν μου έλεγες ότι το κάνει και στα ίδια σκηνικά δε θα δυσκολευόμουν να το πιστέψω, με τη διαφορά ότι σ’ ετούτη του τη δουλειά, που τον επαναφέρει σε γαλλόφωνα συστατικά όπως στη La vie de bohème (1992) όχι μόνο γλωσσολογικά αλλά και υφολογικά, φαίνεται να 'χει πετύχει τις νότες ίσως πιο σωστά κι από κάθε άλλη φορά, ντύνοντας σε φορεσιά προβλέψιμου ψευτομυστηρίου ένα μεταναστευτικό δράμα με ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά, για την καλοσύνη του φουκαρά και την αλληλεγγύη των κατατρεγμένων και των κυνηγημένων. Και παρ’ ότι σε στιγμές το αφήνει να ξετυλιχτεί εξαντλητικά υποτονικά, το πασπαλίζει με μια παιχνιδιάρικη αφέλεια και το πνίγει στο φινάλε του σε συνειδητά υπερβολικό ρομαντισμό, με τρόπο τέτοιο που ακόμα και να μη σε ξεσηκώσει, ασυγκίνητο δε θα σ' αφήσει. Ειδικά αν μέσα στην απλότητά του δεν έχεις αντίπαλο δέος να το συγκρίνεις, παρά μόνο εκείνο το υπερφόρτωμα ενός κάποιου Δέντρου της Ζωής.