This Must Be the Place (2011): Sélection officielle extrait
Με τον πρότερο έντιμο βίο των τριών παρουσιών στο διαγωνιστικό των Κανών, και το βραβείο της επιτροπής για την προηγούμενη συμμετοχή του με το εξαιρετικό Il Divo (2008), συν τον Sean Penn στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και τον σταθερό διευθυντή φωτογραφίας του να του φροντίζει τα κάδρα, αλλά και το όλο υποσχέσεις slot προβολής κοντά στο κλείσιμο των Κανών, ο Paolo Sorentino και η στροφή του στην αγγλοφωνία, έφτασαν στο φεστιβάλ με αέρα δυνατού χαρτιού. Ο αέρας όμως της αποθαρρυντικής απόκρισης μετά την πρωινή του δημοσιογραφική τον πήρε και τον σήκωσε.
Δίχως δυναμικό διεκδικητή για το βραβεία ανδρικού ρόλου μέχρι τώρα, οι Κάνες περίμεναν πώς και πώς αυτήν την δεύτερη ταινία του Sean Penn, μετά τη σχεδόν cameo του εμφάνιση στο Tree of Life όπου έπρεπε απλώς να δείχνει προβληματισμένος και άυπνος για περίπου δέκα λεπτά συνολικά απ’ τα χίλια οχτακόσια της ταινίας. Ετούτη φορά, ο Penn κουβαλάει απάνω του ολόκληρη την ταινία σε full Penn mode, ντυμένος I Am emo Sam στο ρόλο παλαιού goth star και νυν καμένου, που βγαίνει απ’ την αφασία του όταν μαθαίνει για το θάνατο του απομακρυσμένου πατέρα του, και ξεκινά ταξίδι εντοπισμού κι αφανισμού καλά κρυμμένου βασανιστή των Ναζί όταν του αποκαλύπτεται ότι ο μακαρίτης είχε επιβιώσει απ’ το Άουσβιτς κι είχε σχεδόν ανακαλύψει το κρησφύγετο του παλιού του φύλακα. Με την παρουσία λοιπόν σ’ αυτήν την ιστορία αφασικής εκδίκησης που μοιάζει o Sorentino με τον συνσεναριογράφο του Umberto Contarello να έκλεψαν απ’ το μυαλό του Tarantino, παρ’ ότι ο Penn περιφέρεται σαν κάτι να του’χει κάτσει στον κώλο και να του γαργαλάει τις αμυγδαλές, και μαρκάρει μια απ’ τις χαμηλότερες στιγμές τις καριέρας του, εξακολουθεί να κρατάει τις πιθανότητές του για τα βραβεία της Κυριακής, αλλά κερδίζει και μια θέση στις φαντασιώσεις του Τύπου, για το τι μπορεί να συμβεί αν πετύχει in character τον Trier πουθενά στην Κρουαζέτ.
Η ίδια η ταινία τώρα, στην πρώτη μία ώρα της ξεδιπλώνεται σα βαλτωμένο υποτονικό ψυχόδραμα απομειναριού της διεθνούς showbiz που περνάει την ώρα του ανακυκλώνοντας τα λεφτά του στο χρηματιστήριο, σέρνοντας ένα γελοίο καροτσάκι στο σούπερ μάρκετ και μπερδεύοντας την ανία με την κατάθλιψη, σε κάτι που θα μπορούσε να έχει βγει κι απ’ το quirky σύμπαν του Wes Anderson, αλλά χωρίς να 'χει πάρει και έμπνευση μαζί του, και στη δεύτερη γίνεται road movie ξεκολλήματος κι ενηλικίωσης, που με γλυκύτητα και χιούμορ προσπαθεί να αναβιώσει τις καλές εποχές του Wenders, χωρίς όμως να θέλει να καρφωθεί, αλλά ούτε και να μπορεί να βάλει σε μια σειρά αυτά που έχει να σου πει. Οπότε μάλλον δεν κρατάει ελπίδες για τίποτε άλλο πέρα απ’ το να σταθεί πιο πάνω από αποτυχίες τύπου Pater (2011), πράγμα που μπορείς να υποθέσεις ότι θα του το εγγυηθεί η επιείκεια στην απόφαση του Sorentino να επιχειρήσει μια ανάλαφρη καλλιτεχνική αλλαγή στην μέχρι τώρα πορεία του, σε συνδυασμό με την αναμφίβολη σκηνοθετική ικανότητα που έχει τις στιγμές της στην ταινία του και σου δίνει πράγματα να κρατηθείς.