Screencap: Σηκωμάρες στο δρόμο με τις λεύκες


Περισσότερο απ' τις λωρίδες σάρκας που περίσσεψαν απ' τα μακελεμένα εφηβικά κορμιά, το θλιβερότερο θέαμα της επόμενης μέρας μιας εφηβικής κραιπάλης που πήγε αδιανόητα στραβά, είναι η μοναχική, αχρησιμοποίητη καπότα, που έμεινε να περιμένει τη στιγμή της, μέσα σε μια γεμάτη ανεκπλήρωτες υποσχέσεις βραδιά. Το απείραχτο περιτύλιγμα, καδραρισμένο μελαγχολικά δίπλα στα σιδεράκια που αφαιρέθηκαν απ’ το στόμα για να εισέλθει κάτι άλλο, φαντάζεσαι, αυτό το ζευγάρωμα των δυο τοτέμ της αθωότητας και τις ιδρωμένης κορύφωσης των εφηβικών ονειρώξεων, είναι η χαρακτηριστικότερη εικόνα του συνδυασμού που πέτυχε ο Jonathan Levine στο ξεκίνημα της καριέρας του, με το All the Boys Love Mandy Lane (2006), μια προσπάθεια επαναγραφής των κανόνων του teen slasher, έξι χρόνια πριν έρθει το The Cabin in the Woods (2012) να χαιρετιστεί (και στην Ελλάδα, fingers crossed) ως μεταμοντέρνα επανεφεύρεση του παρεξηγημένου genre.

Ένα απ’ τα ρεαλιστικότερα θρίλερ που έχουν πάρει το πράσινο φως παραγωγής τα τελευταία χρόνια, το Mandy Lane πετάχτηκε άδικα στα DVDάδικα τη χρονιά που η κρεατομηχανή του Hollywood άρχισε να τρέμει τον τρόμο των ενηλίκων, και το Grindhouse (2007) κινδύνεψε να κλείσει αίθουσες, κλείνοντας πρακτικά όχι μόνο τον τάφο των σοβαρών θριλεριών, αλλά και τη χρηματοστρόφιγγα των αδερφών Weinstein, χειριστών του σύμπαντος των αμερικανικών δικαιωμάτων διανομής της ταινίας, μέσω της τρομο-εξειδικευμένης τους Dimension Films. Γυρισμένο πριν το The Hangover (2009) απενοχοποιήσει κι εμπορευματοποιήσει τις λυκειακού τύπου κάψες στο επίπεδο του να μεταφέρονται στις οθόνες εν είδει Project X (2012), το μεγάλου μήκους ντεμπούτο ενός σκηνοθέτη που ακόμη δεν έχει στραβοπατήσει στη σοβαρότητα και τη συνέπεια του έργου του, στήνει τα παιχνιδίσματά του απ’ τα εναρκτήρια credits ακόμα (ακριβώς όπως και το Cabin in the Woods, παρεμπιπτόντως) και ξεκινά πλασαριζόμενο ως λυκειακό δράμα ασχημόπαπου που έγινε λαγουδάκι του Playboy σ’ ένα καλοκαίρι μέσα. Κι όσο κι αν δυσκολεύεσαι να φανταστείς πώς οι ορεκτικές καμπύλες, οι ατίθασες ξανθές μπούκλες και το αδυσώπητο cum face της Amber Heard θα μπορούσαν να είναι ποτέ κάτι διαφορετικό από εξαγριωτικά των ενστίκτων της ευρύτερης περιοχής των λαγονιών σου, τα ηδονιστικά καδραρίσματα που την τυλίγουν δε σου αφήνουν και πολύ χώρο να σκεφτείς. Και πριν το υποψιαστείς, ο Levine σε πετάει στην πισίνα του μακάβριου, στήνοντας τη θυματοποίηση του πρώτου του θύματος με ψυχολογική επιβλητικότητα τόσο ανατριχιαστική, που ακόμη κι όταν επανέλθουν οι μύες του προσώπου σου απ’ τις αντανακλαστικές τους συσπάσεις, δυσκολεύεσαι να το παραδεχτείς ότι το ανοιξιάτικο τριήμερο στο ράντσο στη μέση του πουθενά, που ακολουθεί μερικούς μήνες μετά, έχει σκοπό να σε πάει σε περιοχές διαδοχικών ξεπαστρεμάτων, πιστών, αλλά και την ίδια ώρα ανανεωτικών των κλασικότερων κανόνων επιλογής των θυμάτων. Χωρίς να αρκείται μονάχα στο να σου σερβίρει απλόχερες μερίδες ματοβαμμένης γκοριάς με σαλτσαδούρα ατμοσφαιρικότητας, ο Levine σού στάζει και γκουρμέ γαρνιτούρα ανεπιτήδευτης και ξεσηκωτικής κάβλας εφηβικής φαντασίωσης, χωρίς να ξεχνά να σου 'χει κι ενήλικο δράμα ενηλικίωσης για θρεπτικό επιδόρπιο, πασπαλισμένο με καλοκρυμμένη σάτιρα παιδιάστικων αγωνιών για την δροσάδα της αποδραματοποίησης.

Τα κρυπτικών κοινωνιολογικών αναγνώσεων ρεσάλτα του φινάλε, μαζί με τον αέρα διαδικαστικούρας της τρίτης, αποτελειωτικά μακελάρικης πράξης, προδίδουν μια δυσκολία του έκτοτε αγνοούμενου σεναριογράφου, Jacob Forman, να αποτυπώσει με σαφήνεια το ζητούμενο αυτής της εξερεύνησης των ορίων του είδους και του παντρέματός της με άλλα, πιο φιλοσοφικά, ή ψυχολογικοκοινωνικά, αν προτιμάς, μοτίβα της περιοχής του Natural Born Killers (1994) και της αναζήτησης των μεταφυσικών ενσαρκώσεων του απόλυτου κακού, όπως αυτό εκπροσωπείται από πρότυπα σαν τον Damien του The Omen (1976), ή των επαναστατικά δολοφονικών διδύμων τύπου Bonnie and Clyde (1967), όπως τα φαντασιώνεται μια διαταραγμένη παρθένα που ψάχνει τον άξιο διακορευτή της. Αυτή η ανασφάλεια αποτέλεσε και το κύριο εφαλτήριο κριτικών που έψαχναν μεγαλύτερη εγκεφαλική σιγουριά, να πετάξουν την ταινία στους πάτους των αστεριών, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που και η διανομή την πέταξε στον πάτο των τίτλων επισφαλών ταμειακών επιστροφών, βάζοντας το λιθαράκι της σε μια ιστορία κακομεταχείρισης αρκετά θρυλικής, ώστε η ταινία να κάνει γύρους στα παγκόσμια φεστιβάλ για καμιά τετραετία, να χτίζει αρκετό buzz ώστε να φιγουράρει σε κορυφαίες θέσεις λιστών των καλύτερων απρόβλητων στην Αμερική χοροριών, και να διπλασιάσει σχεδόν το budget της απ’ τα εισιτήρια όσων χωρών της βρήκαν αίθουσες, κι όσων φανατικών της ψώνισαν το DVD, αποδεικνύοντας εμπράκτως την αναγνώρισή της απ’ τους σημαντικότερους των δυνητικών της θεατών. Κι αναγάγοντάς την σε μικρό θησαυρό πιστών οπαδών, που σε κάνει να αναπολείς τις εποχές που ο τρόμος έδειχνε να μπορεί να κάνει τόσα πολλά περισσότερα απ’ το απλώς να σου μπήξει το μαχαίρι στο μάτι.



One Response so far.

  1. cheaptalk said

    Αν αναρωτιέσαι γιατί το βγάλαμε αυτό το θέμα.. το ίδιο κι εγώ. Έχει και προϊστορία στη κουφαμάρα ο verbal βέβαια, άμα πάρει κανένας με τη σειρά τα προηγούμενα screencap θα το διαπιστώσει. Και θα διαπιστώσει ότι συνήθως τρέχω μετά να τα σουλουπώσω λίγο αισθητικά τουλάχιστο, όπως έκανα και τώρα :p

Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.