Wuthering Heights (2011): Venezia 68 clips
Το τρίτο χτύπημα της βρετανικής σκηνής στο βάθρο με τα λιονταράκια, αποκαλύφθηκε το πρωί με τη δημοσιογραφική προβολή της κινηματογραφικής εκδοχής του θρυλικού δακρύβρεχτου μυθιστορήματος της Emily Bronte από το θρυλικό ρεαλιστικό βλέμμα της Andrea Arnold, η οποία κλείνει σήμερα το τριήμερο σερί παρουσίας των πατριωτών της, μετά τις προβολές του Shame, που ανέβασε τον Steve McQueen μερικές θέσεις στους υποψήφιους για σκηνοθετικά βραβεία, και το Tinker, Tailor, Soldier, Spy του Tomas Alfredson, με τον Garry Oldman να χτυπάει ευθύβολα την πληθωρική ερμηνευτική κυριαρχία του Michael Fassbender των A Dangerous Method και Shame πάλι.
Μια απ’ τις πλέον διαβασμένες, αναλυμένες, υμνημένες και μεταφερμένες σε άλλα μέσα νουβέλες της λογοτεχνικής Ιστορίας, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη έχουν γίνει μια απ’ τις πιο αναγνωρίσιμες οντότητες της δυτικής κουλτούρας στον ενάμιση αιώνα που έχει μεσολαβήσει απ’ την πρώτη τους έκδοση μέχρι σήμερα, και πέρα απ’ τα θεατρικά, τα ραδιοφωνικά και τα τηλεοπτικά σήριαλ, τα μπαλέτα, τα μιούζικαλ και τις όπερες, οι κινηματογραφικές μεταφορές της νουβέλας είναι κάτι σαν παράδοση για τους παραγωγούς της Βρετανίας προφανώς, μιας και έχουν ήδη γυριστεί εφτά-οχτώ (αυτή του William Wyler το ’39, με τον Sir Laurence Olivier, είχε φτάσει κι ως τα Όσκαρ, άμα θυμάσαι). Η συγκεκριμένη ήταν στα σχέδια από τα μέσα του ’08, με την Natalie Portman να βρίσκεται προορισμένη για τον κεντρικό γυναικείο ρόλο για κάνα μήνα, μετά το project να αλλάζει χέρια και να φέρνει στο cast τον Michael Fassbender και την Abbie Cornish, κι ένα χρόνο μετά, να αναλαμβάνει ο Peter Webber να σκηνοθετήσει τον Ed Westwick και την Gemma Arterton, η οποία, αν μη τι άλλο, θα έδινε ένα εντελώς διαφορετικού τύπου ενδιαφέρον, σε μια ταινία που προδιαγραφόταν ως πανηγύρι καλλιτεχνικών ελευθεριών και ευκολιών. Το Γενάρη του ’10 στο παιχνίδι μπήκε η Andrea Arnold, η οποία για ευνόητους λόγους αποφάσισε να ακολουθήσει εντελώς διαφορετική προσέγγιση για να σου αποδώσει στην οθόνη τα δράματα και τις αγωνίες του νεαρού ζητιάνου που μαζεύει ευγενής στην ανεμοδαρμένη έπαυλή του, μονάχα για να τον δει να αναπτύσσει κολασμένο έρωτα με την κόρη του. Επιλέγοντας πολιτική πιστότητας στο πρωτότυπο, έχρισε την Kaya Scoledario πρωταγωνίστριά της, κι αφού έψαξε για επιλογές Ρομά καταγωγής, κι αργότερα Ασιατικής προδιαγραφής για να πλησιάσει τα σκούρα χρώματα του σχιστομάτη ήρωα του βιβλίου, κατέληξε στον πρώτο αφροαμερικάνο που παίρνει το ρόλο, βαφτίζοντας Heathcliff της, τον πρωτάρη James Howsdon. Και μιας και μιλάμε για την Arnold, με τις αδυσώπητες αγωνίες της για τα ταξικά ζητήματα και τις ασυγκράτητες τάσεις τις να σου τα τρίβει στη μούρη με τέτοια μανία που να φοβάσε πως θα χάσεις τα δόντια σου ώσπου να σου τα χώσει στο λαρύγγι, μπορείς να υποψιαστείς ότι η δική της βερσιόν της ιστορίας Βρετανών ευγενών, θα είναι στεγνή από μανιερισμούς του σαλονιού και πτυχές του κοστουμιού, αλλά τιγκαρισμένη όσο παίρνει σε αγωνίες του μυαλού και ψυχολογικές στροφές στο δράμα ετούτου του ρομάντζου του χαμού.
Παράλληλα, όπως μπορείς να δεις κι απ’ το μπουκέτο των τεσσάρων σκηνών που κυκλοφόρησε στα δίκτυα πριν καμιά βδομάδα, και πιθανότατα είναι κι αυτό που παρουσίαζε η Film4 το Μάη στην Κρουαζέτ, προμοτάροντας την νέα της φουρνιά, η Arnold συνεχίζει να παίρνει την παλέτα της απ’ τους εφιάλτες του Lars von Trier, για να μπλέξει ταινία εποχής με φιλμάρισμα από Δόγμα 95, ενώ αμείωτη παραμένει κι η ένταση της σταυροφορίας της, να μετατρέψει οποιαδήποτε έννοια ετερόφυλου αισθησιασμού σε απωθητική έκρηξη ζωώδους ικανοποίησης, πνίγοντας σ’ αυτήν ακόμα και την ένθετη (στην αφήγηση), αλλά υπονοούμενη (στη χαρακτηρολογία του βιβλίου) σκηνή νυχτερινού κυλίσματος στα αγριόχορτα του ερωτευμένου ζευγαριού που θα έπρεπε να προσέχει να μην κάνουν τα ίδια οι κεντρικοί ήρωες. Σκηνή που φυσικά δεν υπήρχε στις σελίδες της Bronte, αλλά θα μπορούσες να την δεις και σα δικαίωση των όσων ήθελε, αλλά δεν τόλμαγε να (περι)γράψει στην εποχή της η συγγραφέας. Η σαρκική εκδήλωση του ειδυλλίου δεν είναι ο μόνος νεοτερισμός που συνάντησαν οι δημοσιογράφοι στην πρωινή προβολή, κι οι πρώτες ανταποκρίσεις σημειώνουν ότι το γύμνωμα της πλοκής που αναφέρει κι ο κατάλογος του Toronto, και το χώσιμό της στην υποβλητική ατμόσφαιρα που πετυχαίνει με τα πέρα-δώθε της κάμερας από κοντινά σε γενικά, θα έκανε την Bronte περήφανη με τον τρόπο που προσπαθεί να ακουμπήσει συναισθηματικές και ψυχολογικές πτυχές που στρογγυλεύονταν σε προηγούμενες κινηματογραφικές μεταφορές, ακόμα κι αν η συγγραφέας ξίνιζε τη μούρη της που απ' το ατελείωτο των σελίδων της, πάλι το πρώτο μισό της ιστορίας της χώρεσε και πέρασε στην οθόνη.